6 Σεπτεμβρίου 1955/Κωνσταντινούπολη: Μια εκ βαθέων κατάθεση ψυχής του ξεχωριστού-αγαπητού φίλου Πέτρου Καναρίδη
—
Στὴ μνήμη των γονέων μου, Θεοδώρου και Εὐστρατίας ἀφιερώνω τὸ παρακάτω σημείωμα καὶ στοὺς συμπατριῶτες συμπολἰτες ποὺ ὑπἐφεραν τὰ δεινά ποὺ κατὰ καιροὺς ἔπληξαν τὴν Ρωμιοσύνη τῆς ἀγαπημένης μας γενέτειρας
Καναρίδης Θ.Πέτρος
Γεννηθείς ἐν Κωνσταντινουπόλει τη 6η Σεπτεμβίου 1955. Πρώτη μου ἀνάσα καὶ κλάμα… ὀδύνης κραυγὴ…. Το τραῦμα τώρα είναι πιὸ βαθὺ κι ἡ Ρωμιοσύνη τῆς Πόλης πάλι σε ὀδύνη ζῆ.
Γερμανικά νοσοκομεία-Μαιευτήριο
Ὠδίνες, τοκετὸς, ἔξω θόρυβος, ὄχλος, ὀρυμαγδός….κι Θεὸς μοῦ χαρίζει ζωή καὶ φῶς… Σκοτεινιάζει η Πόλη, πονάει ο Ρωμιός. Χαρὰ μεγάλη στὴ ζωὴ ο ἐρχομός…… ἀλλὰ θλίψη ἀνείπωτη τῆς Ρωμιοσύνης ὁ ἀφανισμός. Ἕνα συναπάντημα χαρμολύπης. Θέλημα τῆς μοίρας καὶ παρακαταθήκη; Προμήνυμα για ἕνα δυσοίωνο μέλλον;
Ἕξι ἐνάτου τοῦ ’55. Την πρώτη μου πνοή σκεπάζει ἐκείνη ἡ άλλὀκοτη βοή. Στραγγαλίζεται τῆς Ῥωμιοσύνης ἡ φωνή. Πόλη- 6 Σεπτεμβρίου 1955-. Ἡ Ῥωμιοσύνη χάνεται – ζῆ στο παρά πέντε. Πουθενὰ φύλλο δὲν κουνιέται . Οὐδεὶς καὶ πουθενὰ ἀγωνιᾶ οὔτε ἀναρωτιέται. Γιατί; Πρὸς τί; Δὲν ἱδρώνει κάποιου τὸ αὐτί….Εἰς τοῦτο ἀναλγησίας!!!
Φόβος, τρόμος-πλιάτσικο καὶ ἁρπαγή. Κόπος, ἰδρώτας, μόχθος χρόνων καὶ χρόνων … συντρίμια τὸ βιὸς ἀθώων ἀνθρώπων. Ὅμως ἀλύγιστο μένει καὶ παντοτινὸ τὸ μεγαλείο τῆς Πόλης τῶν αἰώνων.
Παντοῦ γύρω μας μῖσος, φθόνος καὶ κακία. Στὰ χείλη μας Προστάτις στέκει η Παναγία…… εἶναι ἡ μόνη Σωτηρία….
Συμπαράστασις καμμία, ὀλιγωρεῖ ἡ ἡμετέρα ἐθνικὴ διπλωματία. Ἐθελοτυφλοῖ ἡ «ἀνθρωπιστικὴ πολιτισμένη» Δύσις μὲ προκλητικὴ ἀδιαφορία.. …. καὶ στὴ μνήμη μου σκαρφαλώνει ἐκείνη ἡ πάλαι ποτὲ Φραγκοκρατία.
Ῥαγίσματα, σπασίματα, τσαλακωμένες πόρτες, ξεχαρβαλωμένα παράθυρα, καταστήματα ῥημαγμένα, ἀναρίθμητα ἀνελέητα χτυπήματα, πάτησαν ὡς καὶ τὰ μνἠματα…..Γιατὶ τόση ἁμαρτία; Πόθεν τόση ἀδικία !
Ὅλο καὶ βαθαίνει ἡ πληγή ….Ἡ Πόλη αἱμορραγεῖ….ἡ Ῥωμιωσύνη στὴν μέγκενη τοῦ ἐξαναγκασμοῦ , στὴν δίωξη, στὸν φόβο ποὺ τὴν σέρνει σὲ ἀθέλητο φευγιό, σ’ ἕνα δυσβάσταχτο μισεμό.
Ξημερώνει βαριἀ-βαριὰ ἡ ἡμέρα ἡ αὐριανή…ἀγνώριστο τὸ Πέρα…εἰκόνα ἀποτροπιασμοῦ καὶ φρίκης. Ὅπου Ρωμιὀς πλῆγμα μίσους καὶ ἔχθρας. Ἆραγε τὴν ἄλλη μέρα πῆγαν τὰ παιδιὰ στὰ σχολεῖα; Λόγια προσευχῆς, ἰκεσία…Ἆραγε ἄνοιξε ἡ πόρτα στὴν ἐκκλησία; Τὸ χτύπημα στοὺς Ναοὺς εἶναι ὁλοκληρωτικό. Ἀγριότητες χωρὶς ὅρια, ἀσέβεια, βεβηλώσεις, ἱεροσυλία….εἰς τοσοῦτον ἠ ἀναισχυντία!!!
Πὀση ἀπόγνωση!!! Ἀτελείωτη ἡ πίκρα!!! Τὶ νύχτα άξημέρωτη!!! Ἀνησυχία, ἀνασφάλεια,ἀγωνία,φόβος . Γέροντες καὶ νέοι,γονεῖς μὲ τὰ παιδιὰ κυριευμένοι ἀπό τὴν αἰσθηση καὶ ἄμεση ἀπειλὴ τοῦ κινδύνου κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια μὲ τὴν προσευχὴ στὰ χείλη παρακαλούν τὸν Μεγαλοδύναμο καὶ Μεγάθυμο Θεὸ νὰ τοὺς προστατεύει καὶ νὰ δώσει τέλος στὸ ἀβάσταχτο μαρτύριο καὶ στὸ χαλασμό.
Τὸ περιστατικὸ μᾶς θυμίζει τὶς προφυλάξεις τῶν Ἐλλήνων κατοίκων τῆς Σμύρνης το 1922, γιὰ νὰ προστατευθοῦν ἀπό τὴν ἐπερχόμενη πύρινη λαίλαπα, ὅπως πολὺ παραστατικὰ ἀφηγεῖται ὁ Κ.Χ. Μύρης ( ἀείμνηστος Κ. Γιωργουσόπουλος) στὸ ποίημά του « ἡ στάχτη ποὺ ταξίδευε» : «Τὶς πρῶτες μέρες τρυπώσαμε στὰ σπίτια πανικόβλητοι. Κατεβάσαμε τὰ πατζούρια, μανταλώσαμε τὰ παράθυρα, σφραγίσαμε μὲ κουρέλια τὶς ρωγμὲς τῶν τοίχων … γυρίσαμε καὶ δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς……. τὸ κλεδὶ στὴν κλειδαρότρυπα…… Τοῦ κάκου….. Γέμισαν τὰ δωμάτια καπνὸ καὶ στάχτη. Ἡ πὀλη καιγόταν ἀπέναντι.
Ἔτσι ‘’ἕνας καπνός καὶ στάχτη’’ καταστροφικῆς μανίας και ἀφανισμοῦ οὔτε τὸ ἀπαραβίαστο, ἱερὸ ἄσυλο τῆς οἰκογενειακῆς ἐστίας ἄφησε ἐν πολλοῖς ἀλώβητο….ἐκείνη τὴν νύχτα τρόμου τῶν Σεπτεμβριανῶν στὴν Πόλη…..Καὶ τρύπωσε γιὰ τὰ καλὰ μέσα σε ὅλους ὁ φὀβος ποὐ κατέληξε στὸ φευγιό….. Ἡ Πόλη βέβαια δὲν καιγόταν, ὅπως ἠ Σμύρνη τότε….Ἀλλὰ σιγά-σιγὰ ‘’ἔσβηνε καὶ χανόταν’’………
Πέρασε ἡ ὥρα, κόπασε ἡ μανία. Τὰ χαράματα βρίσκουν βουβὰ τὰ χαλάσματα, μία μᾶζα ἄμορφη καὶ «ἄψυχη», ὅλα ἀνάκατα….Μεγάλη ἡ ὀδύνη…. Πολλὰ τὰ δεινὰ κι ἀβάσταχτα !!! Στὸ ξημέρωμα μαζεύει τὰ κομμάτια της ἡ Ῥωμιοσὐνη. Πετρώνει τὶς καρδιὲς μεγάλη θλίψη….μία ἐλπίδα ἀπομένει …ἡ Πίστη. Πνίγει ὁ Ῥωμιὸς τὴν πίκρα του, δυναμώνει τὴν ἀντοχὴ του, μαζεύει τὴν ὀργή του, συγκρατεῖ τὸν θυμό του κι ἀνασκουμπὠνεται, ξαναβρίσκει τὸν βηματισμὀ του κι ἀνορθώνεται. Ἡ Ῥωμιοσύνη εἰσέτι δίδει « τὸ παρόν» , ὡς κόσμημα τῆς Βασιλευούσης λαμπρόν.
Κι ἐκεῖ ποὺ ὅλα ἦσαν καλά, δηλαδὴ φαίνονταν καλά, ἡ Ῥωμιοσύνη τῆς Πὀλης βρίσκεται μπροστὰ σὲ ἄβυσσο ξανά. Πάει τελείωσε τὸ εἰδύλλιο….ἀρχίζει πάλι ἄλλο μαρτύριο, χολὴ καὶ δηλητήριο…..τώρα ἐπιδίδεται καὶ ἀπελάσεων «ἐξιτήριο»……ἐπιχείρηση σκούπα , καθαρτήριο….Ἐμποδίζει, ἐνοχλεῖ τῶν Χριστιανῶν τὸ ποίμνιο….γέννημα, θρέμμα τῆς Πόλης – Ρωμανίας τὸ γνήσιο.
«Αἴφνης καὶ ἀπροσδοκήτως» λοιπὸν…..ἀλλἀξανε πάλι τὰ πράγματα καὶ ξανὰ ἡ Ῥωμιοσύνη σὲ καινούρια ἄλλα βάσανα : 1964…. Ἀπελάσεις, διώξεις. Τώρα δὲν ἔχει σπασίματα ….ἀντ’ αὐτῶν ξεριζωμὸς, βίαιος ἐκπατρισμός ……. !!!! Νὰ φύγουμε ἀπὸ ποῦ ; ἀπὸ τὴν γῆ τῶν προαιωνίων προγόνων; Τόσος κατατρεγμὸς!!!! Εἰς τοσοῦτον ὕβρεως καὶ ἀλαζονείας!!!!!
Ἆρον –ἆρον στὸ φευγιὸ, στὸ ξεσπίτωμα, στὸν ἐκπατρισμὸ. Οἱ Ἕλληνες ὑπήκοοι ἀπελαθέντες συμπαρασύρουν καὶ τοὺς ἐξαναγκασθέντες Τούρκους ὑπηκόους Ῥωμιοὺς καὶ ἔτσι φουσκώνει τὸ κῦμα τῆς βεβιασμένης ἀποδημίας .
«Πότε φεύγετε; Θὰ φύγετε; Ἀνταλλάσσονται ἀγωνιωδῶς τὰ ἐρωτήματα. Τὸ τραῦμα τῆς 6ης Σεπτεμβρίου τοῦ 1955 δὲν ἐπουλώνεται. Ἡ Ῥωμιοσύνη πληθυσμιακὰ ἐξασθενεῖ……ἡ ζωηράδα της ἀρχίζει νὰ ὑποχωρεῖ.
Κεντρικό Παρθεναγωγείο-Το πρώτο μου σχολείο
Τὰ ἐννιὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς στὴ γενέτειρα Πόλη, στὰ χνότα καὶ στὸ ἄρωμα τῆς Ῥωμιοσύνης κα στόν ἠχηρό απόηχο τῶν Σεπτεμβριανῶν οὔτε στὸ ζύγι στέκονται οὔτε στὸ μέτρημα ἀντέχουν. Ἔχουν τὸ δικὸ τους βάρος, τὴν δικιά τους ἀλήθεια καὶ οὐσία. Ανάμεσα σὲ Ἀνατολή καὶ Δύση, Ἀσία και Εὐρώπη , μία κοσμοπολιτική ατμόσφαιρα ἀποτελεί παρακαταθήκη για μία κοσμοαντίληψη μὲ ἀνοιχτοσύνη καὶ ὅραμα εἰρηνικῆς συμβίωσης λαῶν καἰ ἐθνῶν. Καὶ πράγματι αὐτή ἡ ἔστω καὶ βραχύχρονη συμβίωση μὲ τὰ θετικά καὶ ἀρνητικά καὶ ὅποιες δυσκολἰες ἀποδείχθηκε πολύ χρήσιμη στὴν πορεία πρὸς τὴν ὡριμότητα.
Ἡ γενέτειρα Πατρίδα πάντοτε πολυπόθητη κι ἀγαπημένη. Ἡ μνήμη μὲ πλῆθος άναμνήσεις εἶναι καθηλωμένη στὴν Πόλη. Παραμερίζουμε τὰ δυσάρεστα καὶ κρατοῦμε τὰ εὐχάριστα . Δὲν λησμονοῦμε προσωπικὲς-φιλικὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἀλλογενεῖς συνανθρώπους μας καὶ τὴν συνδρομή τους στὶς δύσκολες ἐκεῖνες καὶ ὄχι μόνο περιστάσεις. Ἀποστροφὴ οὐδεμία καὶ μακριἀ ἀπὸ μᾶς ἡ μνησικακία. Ἐξάλλου πιστοὶ στὴν ἀρχαῖα προγονικὴ παράδοση τηροῦμε τὸν ἠθικὸ κανόνα τοῦ Πλάτωνος διὰ στόματος τοῦ Σωκράτους ‘’εἰ ἀναγκαῖον εἴη ἀδικεῖσθαι ἤ ἀδικεῖν, ἑλοίμην ἄν ἀδικεῖσθαι ἤ ἀδικεῖν’’ ( = εάν προκύψει ανάγκη να αδικηθώ ή να αδικήσω, προτιμώ να αδικηθώ παρά να αδικήσω). «Βέβαια», ὅπως διδάσκει ὁ σοφὸς Ε. Παπανοῦτσος, « δεν εἶναι ‘’φυσικό’’, ὅταν βρίσκομαι πρὸ τοῦ διλήμματος νὰ ἀδικήσω ἤ νὰ αδικηθῶ, ἐγὼ νὰ προτιμήσω νὰ ἀδικηθῶ παρὰ νὰ ἀδικήσω. Εἶμαι ὅμως περήφανος ὡς ἄνθρωπος, τιμῶ τὴν ΑΝΘΡΩΠΙΑ στὸ πρόσωπό μου, ὅταν ὑπερβαίνω τὴν φυσικὴ ἴσως τάση νὰ βλάψω τὸν ὅμοιό μου, γιὰ νὰ ἀνταποδώσω τὸ κακὸ. Ἐἀν ὄμως ὑποχωρήσω στὶς παρορμήσεις τοῦ ἐνστίκτου καὶ εκδικηθῶ, τὸ ‘’ζῶο’’ μέσα μου θὰ νικήσει, ἐγὼ ὅμως ὠς ἄνθρωπος θὰ νικηθῶ. Καὶ αὐτὴ τὴν νίκη τοῦ ‘’φυσικοῦ΄΄ πού μὲ ταπεινώνει δὲν τὴν θέλω, δὲν τὴν ἀντέχω». ( «Το δίκαιο της πυγμής» Ε. Παπανούτσου).
Ἐπάνω σὲ ἕνα τέτοιο ὐψηλὸ βάθρο ἠθικοῦ πολιτισμοῦ μόνο μποροῦν νὰ εὐδοκιμήσουν ἡ εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν λαῶν σἐ πνεῦμα ἀνθρωπισμοῦ καὶ ἐλευθερίας καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ἡ θεμελίωση δεσμοῦ εἰλικρινοῦς φιλίας ἀνάμεσα στὶς κοινωνικὲς ὁμάδες καὶ τὰ πρὀσωπα μὲ διαφορετικὴ φυλετικὴ καταγωγὴ καὶ θρησκευτικὴ πίστη.
Σήμερα ἑβδομήντα χρόνια ἀπό τὰ Σεπτεμβριανά τοῦ 1955 οἱ ὀλίγοι-ἀμέτρητοι ἐναπομείναντες Ρωμιοί μὲ καλλίτερους ὅρους διαβίωσης ὡς σύγχρονες «Ἐστιάδες» διατηροῦν ἀναμμένη τὴν φλόγα τῶν πνευματικῶν δυνάμεων καὶ τῶν ἱστορικών προαιωνίων παραδόσεων κοινωνικοῦ βίου. Συσπειρωμένοι δὲ γύρω ἀπό τὴν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καὶ τοὺς φορεῖς Παιδείας ὡς φάρου Γραμμάτων και Πολιτισμοῦ δραστηριοποιούνται καὶ ἀποτελούν τὸ προζύμι γιὰ τὴν μελλοντική πορεία τῆς Ρωμιοσύνης στὴν Βασιλίδα των πόλεων.
Ἡ παροῦσα ἀναφορά μας ἐπετειακοῦ χαρακτῆρος ἐξ ἀφορμῆς τῶν 70 χρόνων τῶν Σεπτεμβριανῶν ἀφ’ ἑνός καὶ πρωτίστως, ἀφ’ ἐτέρου δὲ τῆς προσωπικῆς γενεθλίου ἠμέρας δὲν ἀποσκοπεῖ στὴν ἀναμόχλευση παθῶν οὔτε εἷναι μία στείρα παρελθοντολογία, μία ἁπλή μελαγχολική ανάμνηση ἤ ἕνας θρῆνος κενός. Πρόθεσή μας εἶναι νὰ διατηρήσουμε τὴν ἱστορική μνήμη, τὴν σπουδαιότητα τῆς ὁποίας οὐδείς ἀρνεῖται καὶ ἀπορρίπτει, ὡς ζωντανῆς παρουσίας τοῦ παρελθόντος. «Αὐτός ὀ κόσμος, ὅλος μαζί, μοῦ ἔδωσε τὸ συναίσθημα πὼς δὲν εἶμαι μία ἀδέσποτη μονάδα, ἕνα ἄχερο στ’ ἀλώνι. Μοῦ ἔδωσε τὴν δύναμη νὰ κρατηθῶ άνάμεσα στοὺς χαλασμοὺς πού ἦταν τῆς μοίρας μου νὰ δω. Κι άκόμα μ’ έκανε νά νιώσω, ὅταν ξαναεῖδα τὸ χῶμα πού μὲ γέννησε, πὼς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ρίζες κι, ὅταν τὶς κόψουν, πονεῖ βιολογικά, ὅπως, ὅταν τὸν ἀκρωτηριάσουν….( Γ. Σεφέρης «Δοκιμές»).
Παρελθόν, παρόν καὶ μέλλον ἀποτελεῖ μία άδιάσπαστη χρονική ἀκολουθία στὸ διάβα τῆς ζωῆς. Πορευόμαστε λοιπὀν ὡς Ρωμιοσύνη τῆς Πόλης ἐντός καὶ ἐκτός τῶν τειχῶν σὲ ἕνα παρόν γέννημα τοῦ παρελθόντος, ἀμέσου, ἀπωτέρου καὶἀπωτάτου. Προσβλέπουμε δὲ σὲ ἕνα μέλλον μὲ αδιατάρακτη φιλία και συνεργασία με ὅλους τοὺς ἀλλοφύλους συνανθρώπους ποὺ ἡ ἱστορική μοίρα θέλησε ἤ ἡ ἱστορική πραγματικότητα ἔταξε νὰ συμβιώνουμε.
Κρίνουμε μάλιστα ὅτι ἕνα τέτοιο πνεῦμα μπορεῖ νὰ καρποφορήσει στὸ πλαίσιο μἰας παγκόσμιας εἰρήνης ἑδραιωμένης στὸ ὕψιστο ἰδανικό τῆς δικαιοσύνης ποὺ ἀφ’ ἑνός ἐμποδίζει καὶ ἀποτρέπει τὶς ἀγριότητες, τὴν βαρβαρότητα καὶ κτηνωδία τῶν πολεμικών συρράξεων μὲ ἐπεκτατικές καὶ κατακτητικές διαθέσεις καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἀπελευθερώνει ὑγιεῖς ἠθικο-κοινωνικές δυνάμεις ποὺ ἐπιτρέπουν νὰ λάμψει στὴν οἰκουμένη τὸ ἀνθρωπιστικό ἰδανικό, πού δικαιώνει τὸν ἄνθρωπο ὡς τὸ ἀνώτερο καὶ τελειότερο ὄν τῆς φύσεως. Ὡς χαρίεν ἔσθ’ ἅνθρωπος ,ὅταν ἄνθρωπος ἦ. ( Μένανδρος 342-292 π.χ.).
Σήμερα ἑβδομήντα χρόνια ἀπό τὰ «σπασίματα» ἠ Ῥωμιοσύνη στὴν Πόλη μὲ άδιάσπαστο, ἀρραγές μέτωπο, ἀκλόνητη βούληση και βαθειὰ συνείδηση τῆς ἱστορικής της ἀποστολῆς πορεύεται , ζῆ καὶ δημιουργεῖ.
Ἀγαπητοὶ φίλοι ἀναγνῶστες,
Συμμετέχω μὲ πολλὴ ευχαρίστηση καὶ χαρὰ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγαπητοὺς Ἰγνάτη Ψάνη καὶ Ἀδαμόπουλο Παναγιώτη στὴν ὀμάδα τοῦ ἰστοτόπου αὐτοῦ ποὺ φέρει στὸν λογότυπό του τὸν Πολιχνίτο, ποὺ μοῦ καλύπτει τὸ κενὸν Πατρίδος ἀπό τὸ 1980.
Αἰσθάνομαι λοιπὸν ἰδιαίτερη ἠθικὴ ἱκανοποίηση, ἐπειδὴ ἐξ ἀφορμῆς τῶν 70 χρόνων ἀπὸ τὰ σπασίματα καὶ τοὺς βανδαλισμοὺς τῆς 6ης Σεπτεμβρίου 1955, ποὺ εἶναι καὶ προσωπικὴ γενέθλιος ἠμέρα, μπορῶ νὰ μοιρασθῶ μαζί σας βιώματα, συναισθήματα, σκέψεις καὶ νὰ ἀναφερθῶ σὲ καταστάσεις καὶ δεινὰ ποὺ ὑπέφερε ἐκείνη τὴν ἀποφράδα νύχτα ἠ Ῥωμιοσύνη τῆς Πόλης.
Παρὰ ταῦτα ἡ Πόλις οὐκ εἰσέτι ‘’ἑάλω’