Γιάννης Ζυγούκης (Παμπούρς): Μια συγκινητική ιστορία κατοχής

 

Ιγνάτης Ψάνης

Ένα περιστατικό ανθρωπιάς μέσα στη γερμανική κατοχή, από αυτά που δεν καταγράφονται στα ιστορικά βιβλία αλλά τα διασώζει η προφορική παράδοση και κυρίως η ζωντανή.
 Ένα περιστατικό πολύ μεγάλης αξίας και σημασίας, που καθόρισε τον επισιτισμό και τη επιβίωση των χωριανών μας, που το πληροφορηθήκαμε από την εγγονή του ανθρώπου που πρωταγωνίστησε και η οποία το άκουσε επανειλημμένα από τον ίδιο σε βαθμό που να μπορεί να μας το αφηγηθεί καταλεπτώς. Ένα περιστατικό, που ένας απλός και καθημερινός άνθρωπος στην κρίσιμη στιγμή έκανε το χρέος, το καθήκον του προς το συνανθρώπους τους, χωρίς στη συνέχεια να ζητήσει κανενός είδους εξαργύρωση και χωρίς να γίνει είδηση, πρωτοσέλιδο σε καμία εφημερίδα ούτε σε κανένα ραδιοσταθμό.
Είμαστε γύρω στο 1942, μέσα στη μαύρη γερμανική κατοχή, η πείνα έχει ζώσει το χωριό και η Γερμανοί χρειάζονται ολοένα και περισσότερα τρόφιμα, γεννήματα, πρώτες ύλες, αρπάζουν και κατακλέβουν ό,τι τους είναι αναγκαίο και χρήσιμο για τη συντήρηση των στρατιωτικών μονάδων τους αλλά και για τη διεξαγωγή του πολέμου.
Ο Γιάννης ο Ζυγούκης έχει έναν αραμπά και κάνει αγώγια, μεταφέροντας εμπορεύματα από τον Πολιχνίτο προς Μυτιλήνη και από Μυτιλήνη προς το χωριό. Φεύγει το πρωί γυρίζει το βράδυ.
Ο Γερμανός Διοικητής του χωριού τον έβαζε πολύ συχνά να κάνει θελήματα. Ο Γιάννης άκουγε και λίγο- λίγο έπιανε και καμιά γερμανική λέξη. Λίγες απλές καθημερινές κουβέντες άρχισε να της ψιλοκαταλαβαίνει.
Ένα πρωινό ,λοιπόν, από μία ψιλοκουβέντα 3-4 Γερμανών “έπιασε” την πληροφορία ότι θα άδειαζαν το βράδυ τις αποθήκες όλων των σπιτιών το χωριό μας. Έπρεπε κάτι να κάνει, κάποιον να ειδοποιήσει, κάποιος να του πει  πώς να χειριστεί την κατάσταση. Να σώσει ό,τι μπορεί να σωθεί.
Καβαλάει το άλογο και με ταχύ καλπασμό βρίσκεται στο Μπουγάζι, όπου οι Τσιτσάνηδες έβοσκαν πολλά πρόβατα, μεγάλοι τζομπαναρέοι, συγγενείς από τη μεριά της γυναίκας του,  τους είχε απόλυτη εμπιστοσύνη για την κρίση τους.
Με το νι και με το σίγμα τους εξήγησε τι είχε συμβεί πριν από λίγο. Του είπαν να φύγει, να πάει να ειδοποιήσει τον παπά, τον φαρμακοποιό, τον γιατρό, τους προύχοντες, όποιον τέλος πάντων έβρισκε να κρύψει ό,τι γέννημα έχει. Και να επιστρέψει, για να τους ειδοποιήσει, αν χρειαστεί να τρέξουν και αυτοί. Έτσι ειδοποιημένοι έγκαιρα οι χωριανοί μας έκρυβαν όπου και όπως μπορούσε ο καθένας ό,τι είχε στο σπίτι του. Τα σπίτια, λοιπόν, ήταν ή φαινόταν καμουφλαρισμένα άδεια. Άλλος μετέφερε ό,τι μπορούσε την εξοχή, άλλος στα χωράφια, άλλος τα έκρυβε όπου έβρισκε, άλλος τα σκέπαζε με άχυρα κ.τ.λ.
 Γύρισε στο Μπογάζι και τους είπε πως δεν χρειάζεται να πάνε στο χωριό, το τακτοποίησε.
-Ρε Γιάνν’ σα του μπαμπόρ’ (βαπόρι, πλοίο) πήγις τσι ήρτις.
 Από κει και πέρα έμεινε στον Γιάννη τον Ζυγούκη το παρατσούκλι “Παμπόρ” και του συγγενείς του πιο εύκολα τους βρίσκεις από το παρατσούκλι του.
Οι Γερμανοί πράγματι έκαναν έφοδο το βράδυ στα σπίτια των χωριανών αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Και φυσικά δεν υποπτεύθηκαν ποτέ τον καλοκάγαθο και εξυπηρετικό καραγωγέα, που μιλούσε συνεχώς με τα χειρότερα για τους Γερμανούς.
Πέθανε σε βαθιά γεράματα πάνω από 90 χρονών.
Το άρθρο στηρίχθηκε στην αφήγηση της Άννας Ζυγούκη, εγγονής του Γιάννη Ζυγούκη, στην οποία μας παρέπεμψε ο Κυριάκος Κουκούλας-Τους  ευχαριστούμε πολύ και του δύο.