Ιγνάτης Ψάνης
Μέσα στην πληθώρα και τον ορυμαγδό των ειδήσεων και των πληροφοριών, κατά κανόνα πηγή δύσθυμων συναισθημάτων, όπου και να κοιτάξουμε στην εποχή που ζούμε, έρχεται ξαφνικά και μία είδηση που σε μαλακώνει, σε γλυκαίνει, νιώθεις ένα ανεπαίσθητο χάδι όμορφης ανάμνησης. Διάβασα κάπου : ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΤΗΣ ΒΟΛΙΣΣΟΥ, ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ ΤΑ ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΣΓΙΑΣ ΤΟΥ.
Ήταν Οκτώβρης του ’76 ,όταν με τον κατοπινό φίλο μου, τον Γιώργο το Χαλάτση, Γυμναστή, μπήκαμε σέ ένα αστικό λεωφορείο, για να μας ταξιδέψει στο πρώτο σχολείο, στο οποίο έμελλε να διδάξουμε, στη Βολισσό της Χίου. Η Χίος, για μας τους Μυτιληνιούς δεν είναι το Διδυμότειχο του Νταλάρα. Είναι το γειτονικό μας νησί, το βλέπουμε, το ξέρουμε. Το χωριό αυτό, η Βολισσός, ήταν ένα ολιγάριθμο χωριό στα βόρεια της Χίου. Μετά το Βροντάδο αφήσαμε την παραλία και πιάσαμε ξαφνικά τα όρη. Μενιγκιάς λέγεται το βουνό, που στέκεται ορθό πάνω από τον Βροντάδο. Όταν ρώτησα κάποιον γιατί λέγεται έτσι. μου είπε :σε λίγο θα καταλάβεις. Και δεν άργησα να καταλάβω, όλο στροφές, ατελείωτες στροφές, σε πιάναν τα μηνίγγια σου, μια γλυκιά ζαλάδα. Προορισμός μας η Βολισσός. Και όσο το λεωφορείο αγκομαχούσε να καταπίνει λίγο λίγο τη διαδρομή, εμείς δεν βλέπαμε πάρα ένα τοπίο ξερό και άνυδρο. Κάποια χωριουδάκια, σκαρφαλωμένα στις πλαγιές, έδιναν την εντύπωση πως μάλλον θα ήταν ακατοίκητα. Τον Γιώργο τον έπιασε ταχυπαλμία, απελπισία, κατάθλιψη. Έσκυψε και δεν ήθελε πια να βλέπει τίποτα. Τον παρηγορούσα λέγοντάς του ότι τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά, όταν θα φτάσουμε στο χωριό. Με τα πολλά το λεωφορείο σταμάτησε. Κατεβήκαμε και κουμαντάραμε τις λιγοστές αποσκευές μας. Εικόνα που είδα θα μείνει αξέχαστη. Έρημα σπίτια, παραθυρόφυλλα να χάσκουν, εγκατάλειψη και πουθενά δεν φαινόταν η ελπίδα μιας ανθρώπινης παρουσίας. Τώρα η κατάθλιψη έπιασε εμένα. Έτρεχα πίσω από το λεωφορείο να το προλάβω για να γυρίσω στη Χίο. Τώρα με παρηγορούσε ο Γιώργος, λέγοντάς μου : έλα μωρέ, θα βρούμε κάποια παρεούλα, εδώ δεν θα υπάρχουν και άλλοι καθηγητές και δάσκαλοι; Να μη συνεχίσω για το πού και πώς βρήκαμε μια γωνιά να απαγκιάσουμε. Μία αποθηκούλα από κουκιά έγινε η καμαρούλα μου για σαράντα μέρες. Ήταν πολύ δύσκολες αυτές οι μέρες από πλευράς διαβίωσης και επικοινωνίας με τον έξω κόσμο.
Όμως μας αποζημίωσαν όμως τέσσερα πράγματα. Το πρώτο ήταν οι κάτοικοι, ηλικιωμένοι πια στην πλειονότητά τους οι περισσότεροι. Καλοκάγαθοι, πρόθυμοι να σε εξυπηρετήσουν, να σε βοηθήσουν να περνάς όσο το δυνατόν καλύτερα.
Το δεύτερο ήταν το ορεινό τοπίο, πάνω από τη Βολισσό. Η ομορφιά της άγριας φύσης, εκεί που ο άνθρωπος ούτε θέλησε ούτε μπόρεσε με την αλλοιώσει. Τέλος, το Άγιο Γάλας, με το εξαιρετικό του σπήλαιο, από τα αρχαιότερα της χώρας μας, ένα σύμπλεγμα σπηλαίων. Στο συρτάρι του γραφείου του δημοτικού σχολείου βρήκα μία επιστολή γραμμένη από την τελευταία Δασκάλα του χωριού. Περιέγραφε αναλυτικά όλα τα στάδια της κοινωνικής αποξένωσης και ψυχολογικής κατάπτωσης. Έδινε την εντύπωση του ανθρώπου, που ενώ τα έχει κάπως χαμένα, κάποια στιγμή έχει κάποιο φωτεινό διάλειμμα και μπορεί και σκέφτεται και γράφει. Εκεί είδα το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα της ζωής μου.
Το τρίτο όμως που μας αποζημίωσε όλους ήταν το σχολείο. Ένα τεράστιο, πανύψηλο κτήριο, που δέσποζε στην κορυφή ενός λόφου πάνω στον οποίον στεκόταν περήφανο και αγέρωχο, Ήταν σαν να φύλαγε, να προστάτευε ολόκληρο το χωριό, να του έδινε δύναμη, ελπίδα και πίστη πώς το χωριό δεν θα ερημώσει, δε θα χαθεί, πως η γνώση δίνει κάποια αισιοδοξία για το μέλλον και ας είναι μουντό το παρόν. Τι και αν το σύνολο των μαθητών του Λυκείου ξεπερνούσε μετά βίας τους δέκα. Ποιος ξέρει, ποιος μπορεί να προβλέψει; Η ευρυχωρία του σχολείου αυτού, οι τεράστιες πανύψηλες αίθουσες, η εξαιρετική βιβλιοθήκη με τις χιλιάδες αξιόλογα βιβλία, η σκάλα που, όταν την ανέβαινες, ένοιωθες πως βρίσκεσαι σε ένα αξιοσέβαστο χώρο, όλα αυτά μαζί με την μεγάλη του ηλικία, σε έκαναν να νοιώθεις άξιος και περήφανος που βρίσκεσαι σ’ αυτό το μοναδικό μέρος, σε υπέβαλε να συνειδητοποιήσεις το έργο που θα επιτελέσεις, το έργο του ΔΑΣΚΑΛΟΥ. Αξέχαστη αυτή η επιβλητικότητα του σχολείου.
Και τελευταία, αλλά όχι παρακατιανά τα Λημνιά και η Αγιά Μαρκέλλα. Παραθαλάσιοι χώροι αναψυχής, ηρεμίας, αυτοσυγκέντρωσης. Για κάποιον που απέδρασε από την ανυπόφορη, πολύβουη Αθήνα, στην οποία υπερεργαζόταν σε βαθμό σωματικής και πνευματικής εξάντλησης το μέρος αυτό έμοιαζε με επίγειο Παράδεισο.
Πριν λίγα χρόνια, με ευκαιρία το γάμο της ανεψιάς μου, επισκέφτηκα το νησί. Αγνώριστο, ένα νησί γεμάτο νέο κόσμο (ήρθαν και οι φοιτητές) με μια οικοδομική έκρηξη πρωτοφανή και παντού τα σημάδια της ανανέωσης και του εκσυγχρονισμού. Η Βολισσός; Κι αυτή αγνώριστη. Τα σπίτια επισκευασμένα, φτιαγμένα με μεράκι, μαγαζιά με νέους ανθρώπους και νεανικά οράματα, το χωριό φιλοξενούσε πνευματικές δράσεις ατόμων και ομάδων, γνώρισα ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων. Το χωριό αναζωογονήθηκε. Και το σχολείο να καμαρώνει και να χαίρεται. Αμέτρητη η συγκίνηση όλων μας, που το επισκεφτήκαμε. Όσο για τα Λημνιά και την Αγιά Μαρκέλλα μετά βίας μπόρεσα να ξεδιαλύνω κάποια πράγματα.