Βασίλη Ψαριανού.
Ο κύριος κορμός, στην νεοελληνική Γλώσσα, αποτελείται από αρχαιοελληνικές λέξεις αναλλοίωτες, ως προς την μορφή και την σημασία, μέσα σε τέσσερις χιλιετίες(ουρανός, γη, θάλασσα, θεός, ζωή, θάνατος, Άδης)∙ αρχαιοελληνικές λέξεις με διαφοροποιημένη σημασία και πολλές παρεφθαρμένες, που διασώζονται στην ιδιωματική μας Γλώσσα (αλέτρι- αρέτρι, από τα αρχ. άροτρον. Κότσνας- κότινας, από το αρχ. κότινος= αγριελιά, από την οποίαν το στεφάνι των Ολυμπιονικών)∙
Πολλές, επίσης, είναι δάνεια από ξένες Γλώσσες {κάποιες « ελληνοποιημένες», δηλαδή, προσαρμοσμένες, πλήρως, στο τυπικό της ελληνικής Γραμματικής, π.χ. η τράπουλα (ιταλ.trappola),τρατάρω(ιταλ. trattare), το καριο-φίλι ( είδος μονόκαννου τουφεκιού του 1821, από τους Ενετούς κατασκευαστές Cario e filii (Καρόλου και Υιών),το τρένο ( Γαλλ. train),το κασέρι(τουρκ. kaser)} και πολλές απροσάρμοστες, ξένες λέξεις, όπως, τρακ, κασκόλ ( Γαλλ. trac, cache-col) } ή αντιδάνεια, π.χ. η εγκυκλοπαιδεία, από την Γαλλ. encyclopedie, η οποία είναι δάνειο από τις ελληνικές λέξεις, εγκύκλιος +παιδεία}∙
Έχοντας υπόψη μας τα παραπάνω γλωσσικά δεδομένα θα αναφερθούμε σε μερικά παραδείγματα ετυμολόγησης και παρετυμολόγησης κάποιων λέξεων της γλώσσας μας, προκειμένου να καταδείξουμε τον τρόπο με τον οποίον μπορούμε να αποφύγουμε την λανθασμένη ετυμολογία των λέξεων.
Α. Παράδειγμα: παρετυμολογία της λέξης «φρένο». Εάν παρασυρθούμε από την ομοιότητα της ρίζας φρεν της λέξης φρένο με την λέξη της αρχαίας ελληνικής «φρένες» {φρην, πληθ. φρένες= το διάφραγμα που χωρίζει την καρδιά και τους πνεύμονες- όπου τοποθετούσαν, αρχικά, οι αρχαίοι Έλληνες την έδρα της σκέψης και του λογικού ελέγχου- και εν συνεχεία, την καρδιά ή το μυαλό ∙ και φρόνιμος αυτός που έχει σώας τας φρένας και Φροντίζω= σκέπτομαι, μελετώ, δίνω προσοχή, μεριμνώ∙ (και η έκφραση, στην σύγχρονη Γλώσσα, «είμαι έξω φρενών», είμαι πολύ εξοργισμένος}, θα οδηγηθούμε στην παρετυμολογία της λέξης «φρένο», διότι- παρά την ομοιότητα του θέματος φρεν και παρά την σημασιολογική σχέση που μπορεί να αποδώσει κανείς στις δυο λέξεις, ότι ασκούν έλεγχο στην «συμπεριφορά» του ανθρώπου και του οχήματος- η λέξη φρένο είναι δάνειο από την Γαλλική frein= χαλινάρι, τροχοπέδη (όπως, άλλωστε, και πολλές άλλες λέξεις- δάνεια από την Γαλλική Γλώσσα- που έχουν σχέση με τον μηχανικό εξοπλισμό του αυτοκινήτου και την λειτουργία του: volant=βολάν, amortisseur=αμορτισσέρ, embrayage=αμπραγιάζ, = relantir ρελαντί, avance= αβάνς κλπ.).
Β. Παράδειγμα: ετυμολογία της λέξης Κατίνα, γυναικείο, κύριο όνομα(από το Γαλλ.Catin, χαϊδευτικό του Katherine;) και κατίνα, λέξη στα τοπικά ιδιώματα της Λέσβου, αντί την κοινής ελληνικής, πλάτη, ωμοπλάτη, ράχη.
Αναζητώντας την ετυμολογία της λέξης κατίνα με την σημασία της πλάτης, διαπιστώνουμε, κατά πρώτον, ότι δεν υπάρχει στα Λεξικά της Κοινής Ελληνικής Γλώσσας, όπου είναι καταγραμμένες όλες οι λέξεις, από την αρχαία ελληνική και την ομιλούμενη, σήμερα, Γλώσσα, καθώς και πολλές ξένες και ιδιωματικές λέξεις
.Στη συνέχεια, επειδή, μορφολογικά, η λέξη κατίνα μας παραπέμπει στην Ιταλική Γλώσσα, την αναζητούμε στο Λεξικό της Ιταλικής Γλώσσας, όπου βρίσκουμε την λέξη katena= αλυσίδα (βενετική cadena= καδένα), η οποία μπορεί να ενσωματώθηκε- την περίοδο των Γατελούζων, στα τοπικά ιδιώματα της Λέσβου-(όπως και πολλές άλλες ιταλικές λέξεις:manaia= μανάρα, τσεκούρι, verghetta=βεργέττα, βέρα και verga= βέργα,vaccina= βατσίνα, εμβόλιο, maniglia=μανέλα, μοχλός)∙ και με την παρομοίωση της σπονδυλικής στήλης (ή ραχοκοκαλιάς), ως αλυσίδας ( και κατά συνεκδοχήν εκφράζοντας από το μέρος το όλον), κατέληξε να δηλώνει ολόκληρη την πλάτη ( και με την συνήθη, στα τοπικά ιδιώματα, προφορά του Έψιλον ως Ιώτα, από κατένα σε κατίνα).
Ανατρέχοντας, επίσης, και στα υπάρχοντα Λεξικά των τοπικών ιδιωμάτων της Λέσβου: «Λεξικό της Αγιασώτικης Διαλέκτου» των Δημ. και Γιαν. Παπάνη, βρίσκουμε τη λέξη κατίνα= πλάτη να ετυμολογείται ως προερχόμενη από το κάτω+ ινίον (και κατά τον Γ. Γιαννουλέλη «Ιδιωματικές νεοελληνικές λέξεις», από το ιταλ. katena=αλυσίδα, όπως μοιάζει η σπονδυλική στήλη).
Επίσης, υπάρχει στα «ΠΟΛΥΧΝΙΑΤΙΚΑ» του Τάσου Μακρή, όπου, επίσης, υποστηρίζεται η ετυμολογία της λέξης από την ιταλ. katena= αλυσίδα.
*( η ίδια ετυμολογία της λέξης, στο ιδίωμα της Βρίσας Λέσβου, κατίνα, ως ονομασία για την πλάτη, έχει υποστηριχθεί από τον γράφοντα και είχε δημοσιευτεί, παλαιότερα, στο περιοδικό ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ της Βρίσας).
Γ. παράδειγμα: ετυμολογία του τοπωνυμίου Βατερά. Η λέξη, ως τοπωνύμιο, βρίσκεται στην παραθαλάσσια περιοχή της Βρίσας Λέσβου. Στην ευρύτερη περιοχή της ελληνικής υπαίθρου, υπάρχουν πολλά τοπωνύμια και οικισμοί με τις καταλήξεις ερός, ερή, ερό (ή τις αρχ. ελλην. ρος, ηρός, αρός, ερός) π.χ. Αχλαδερή, Ανθηρό, Δροσερό κλπ., που σημαίνουν πλησμονή, δηλαδή, αφθονία από εκείνο που δηλώνει το πρωτότυπο όνομα( αχλαδιές, άνθη, δροσιά).
Το θέμα της λέξης Βατερά ( βατ) μας παραπέμπει στις λέξεις βατός, από το ρ. βαίνω, και βάτος ( το θαμνώδες αγκαθωτό φυτό, με τα γνωστά μας βατόμουρα, που φύεται σε υγρά εδάφη).
Μια παλαιότερη ετυμολογία-που είχε γραφεί, ήταν ότι η λέξη του τοπωνύμιου Βατερά προέρχεται από την πρωτότυπη λέξη βατός, ως τόπο από-βασης (και μάλιστα, του Αχιλλέα, κατά τον Τρωικό πόλεμο ή πειρατών, κατά την μεσαιωνική περίοδο)!
Πολύ γοητευτική η παραπάνω «ιστορία» της λέξης, εάν δεν διαφωνούσε- κραυγαλέα- η Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας!
Η ετυμολογία αυτή απορρίπτεται για δυο λόγους: πρώτον, διότι η λέξη βατός, από το ρήμα βαίνω χρησιμοποιείται-κυρίως- για να δηλώσει τον τόπο που μπορείς να τον περπατήσεις ή να τον διαβείς και- σπανίως (στην αρχ. ελλην.) με την σημασία του τόπου απόβασης ( από το ρ. αποβαίνω)∙ και δεύτερον, διότι το εν λόγω τοπωνύμιο δεν λέγεται ούτε Βατά ούτε Αποβατά, αλλά Βατερά με την κατάληξη ερός, πληθ. ερά, και, όπως προαναφέραμε, η κατάληξη σημαίνει πλησμονή, δηλαδή, αφθονία από εκείνο που σημαίνει το πρωτότυπο όνομα βάτος (ή βατός;)∙ και η μόνη υπαρκτή αφθονία ( στην περιορισμένη, αρχικά, αμφοτέρωθεν της εκβολής του λαγκαδιού, έκταση που ονομαζόταν Βατερά) ήταν η αφθονία των βάτων, που είχαν αναπτυχθεί, στις όχθες και την εκβολή του λαγκαδιού, ευνοημένοι και από το νερό που παλιότερα έρεε, ολοχρονίς, στο λαγκάδι και έφτανε μέχρι την θάλασσα∙ και ένας, ακόμα, λόγος που συνηγορεί υπέρ των…βάτων είναι η ύπαρξη στην περιοχή και άλλων τοπωνυμίων με την κατάληξη ερός, ερή, όπως Πετραδερή (αφθονία από πέτρες, πετρώδες έδαφος) και Αχλαδερή( αφθονία από αχλάδες, άγριες απιδιές).
Δ. παράδειγμα: η λέξη, στο τοπικό ιδίωμα της Βρίσας, « φιλάνδρο», που σημαίνει τον «χαρταετό», τον οποίο, συνήθως, πετάμε την Καθαρή Δευτέρα. Ο « χαρταετός», όπως λέγεται στην πανελλήνια κοινή γλώσσα, συναντάται και σε κάποια άλλα τοπικά ιδιώματα της Ελλάδας με την ονομασία «πετάκι», στην Θράκη, και « φύσουνα», στα Επτάνησα.
Το «πέταγμα του χαρταετού» μας είναι γνωστό από την αρχαιοελληνική περίοδο, όπου σε αγγειογραφία της κλασσικής περιόδου υπάρχει η εικόνα ενός κοριτσιού που κρατά μια σαΐτα δεμένη με νήμα. Επίσης, είναι γνωστό ότι ο μηχανικός Αρχύτας( 400-360 π.Χ.) από τον Τάραντα της Κ. Ιταλίας, χρησιμοποιούσε τον χαρταετό για την μελέτη της αεροδυναμικής.
Ως έθιμο, με θρησκευτική τελετουργική σημασία, το πέταγμα του χαρταετού ξεκίνησε από την Κίνα, από το 2.000 π.Χ., με χαρταετούς που φτιάχνονταν από μπαμπού και μεταξωτό ύφασμα-και στη συνέχεια, από χαρτί-με την μορφή δράκου, τους οποίους πετούσαν, για να διώξουν «τα κακά πνεύματα»,
Το έθιμο, λέγεται ότι μεταδόθηκε στην Ευρώπη από τον Βενετό έμπορο και εξερευνητή Μάρκο Πόλο (1254-1324μ.Χ.) (στην Γερμανία ο χαρταετός έχει την μορφή και ονομάζεται «ντράχεν» (drachen=δράκος), στην Αγγλία « Kite» (όνομα πουλιού), στην Ιταλία aquilone=αετός, χαρταετός και στην Ιαπωνία «χταπόδι»).
Στην Ελλάδα, το «πέταγμα του χαρταετού» φαίνεται ότι έφτασε, πιθανώς, μαζί με το μετάξι (σηροτροφία), από την Κίνα, κατά την Βυζαντινή περίοδο, και καθιερώθηκε, ως χριστιανικό έθιμο, να γίνεται στην αρχή της Σαρακοστής- την Καθαρή Δευτέρα- για να συμβολίζει την ψυχική και πνευματική κάθαρση των χριστιανών.
Η λέξη « φιλάντρο» δεν βρέθηκε να έχει καταγραφεί σε κανένα Λεξικό της Κοινής Ελληνικής Γλώσσας ή Λεξικό Ιδιωματικών Λέξεων, με, εξαίρεση τα «ΠΟΛΥΧΝΙΑΤΙΚΑ» του Τάσου Μακρή, όπου στις ιδιωματικές λέξεις της περιοχής, που έχει συλλέξει, υπάρχει και η ιδιωματική λέξη της Βρίσας «φιλάνδρο», με την σημασία του «χαρταετού» και την ετυμολογία ότι <<προέρχεται από την βυζαντινή λέξη «φιλάντρα», που ήταν μακρόστενη σημαία>>.
Πράγματι, στο Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης του Δ. Δημητράκου η καταγεγραμμένη λέξη «φιλάντρα» ή, αλλιώς, και «φιάμολα» εξηγείται ως διάδοχος της αρχαίας ελληνικής λέξης « ο επισείων», που ήταν επιμήκης και στενή ταινία, αναπεπταμένη στον ιστό (κατάρτι) των πλοίων, ως διακριτικό των πολεμικών πλοίων.
Και, ασφαλώς, η λέξη φιλάντρο και φιλάντρα- ως προς το θέμα φιλάντρ (ή φιλάνδρ), δεν μπορεί να έχει σχέση με την αρχαία ελληνική «ο η φίλανδρος, το φίλανδρον»= αυτός ή αυτή που αγαπά τους άνδρες∙ η λέξη είναι ιταλογενής- πιθανώς, βενετσιάνικη- όπως και πολλοί άλλοι ναυτικοί όροι, που αντικατέστησαν σχετικές, αρχαιοελληνικές λέξεις (π.χ. βεν. alboro= άλμπουρο, κατάρτι. Vira= τράβα, carga=γεμάτα, canon= κανόνι, varda=παραμέρισε, timon= τιμόνι. Ιταλ. tra montana= άνεμος από τα βουνά, βοριάς, ponente=πουνέντες, pappafico= ιστίον, παπαφίγκος, alla larga= ανοιχτά, στο πέλαγος, corvette= κορβέτα).
Με βάση, λοιπόν, τα δεδομένα που αναφέραμε παραπάνω, μπορούμε με βεβαιότητα να υποστηρίξουμε ότι η ιδιωματική ονομασία του χαρταετού, ως «φιλάντρο», έχει ετυμολογικά γενετική συγγένεια ( ως προς το θέμα και την σημασία) και έχει προέλθει- κατά παρομοίωσιν- από την βυζαντινή (βενετσιάνικη ) «φιλάντρα», την μακρόστενη σημαία, που ήταν αναπεπταμένη στα πολεμικά πλοία της βυζαντινής περιόδου.