Πανόραμα Πολιχνίτου
Θα ακολουθήσουμε τον ακούραστο Τάσο Μακρή στην καταγραφή, ετυμολογική ανάλυση και κατανόηση τον ιδιότυπων και ιδιόμορφων φράσεων της ντοπιολαλιάς μας, τους οποίους παρουσιάζει κατά αλφαβητική σειρά.
Πρόκειται για μία σύνθετη και απαιτητική διαδικασία κατά την οποία ο συγγραφέας-μελετητής ανακεφαλαιώνει περιληπτικά και περιεκτικά μια δουλειά πολλών χρόνων, δημιουργώντας έτσι ένα ξεχωριστό και μοναδικό, κατά κάποιο τρόπο, λεξικό του Πολιχνίτου.
Α
Αγέδημ’ συ
Εκδήλωση θαυμασμού με λίγη ζήλια. Μπράβο σου.
Αγιώ κακό χρόν’ νά΄’χς!
Πού να έχεις κακό χρόνο. Πρόκειται για κατάρα
Αγιώ κακό μαράζ’ς!
Παρά τις σκληρές λέξεις έπαιρνε καλοπροαίρετη σημασία.
Αγιώ π’ να γίν’ς ανταριαστός!
Α να μου χαθείς, να σε πάρει η αντάρα, γίνεις αιθέριος! Περισσότερο ευχή παρά κατάρα
Αγίω σ’ διαβόλ’ η γυιός!
Μπράβο στον πονηρούλη! Λεγόταν για θαυμασμό.
Οι παραπάνω έξι φράσεις αρχίζουν όλες με την αρχαία προστακτική του “άγω” που φαίνεται καθαρά στην πρώτη φράση (άγε= πήγαινε, άντε στο καλό σου).
Άγε +δη (λοιπόν)+μου+εσύ=Αγέδημ’συ. Οι επόμενες γίνονται με το άγγιγμα και το κλητικό ω και με τη σύνθεση του Αγίου, η οποία γίνεται έτσι επιφωνηματική λέξη- έκφραση.
Κατ’ αυτήν την έννοια αποτελούν γλωσσικά απολιθώματα της ντοπιολαλιάς μας.
Αδιαφόρητα λόγια
Λόγια δίχως περιεχόμενο, λόγια άχρηστα. Το επίθετο αδιαφόρητους, αδιαφόρητ’ (η), αδιαφόρητου, γίνεται με την σύνθεση του στερητικού α, με την πρόθεση διά και με το ρήμα φέρω. Πρόκειται για μια περίεργη ιδιωματική σύνθεση, που σηματοδοτεί αυτόν που δεν είναι ικανός να φέρει- να προσφέρει κάτι. Ο αδιαφόρητους είναι ο ανίκανος, όταν προσδιορίζει άνθρωπο. Η λέξη μπορεί να προσδιορίζει οποιοδήποτε αντικείμενο αλλά και αφηρημένα ουσιαστικά, όπως είναι τα λόγια της φράσης μας.
Αδιαλόγ’στου τσιφάλι’
‘Ασκεφτο κεφάλι. Το στρατιωτικό α, η πρόθεση διά και το ρήμα λογίζομαι φτιάχνουν τον υποτιμητικό χαρακτηρισμό του κεφαλιού της φράσης. Ποιος είπε πως τα λεσβιακά δεν είναι ελληνικά;
Αι μεν τσ’ έρτ’, καλός η θιος
Αν τύχει να ‘ρθεί, έχει καλώς. Η πρώτη λέξη (αι) είναι σίγουρα υποθετικό. Η μορφή και η γραφή της τελείως αυθαίρετη μέχρι να εντοπιστεί από κάποιον η γλωσσική της προέλευση. Το δεύτερο μέρος της φράσης βγάζει νόημα μόνο με παράφραση: είναι μια καλή δουλειά, είναι δουλειά του Θεού.
Όσα σιέρν’ η φρουκαλιά
Επιτιμητικές κουβέντες, σκουπίδια λεκτικά, που τα σέρνει η σκούπα. Στη φράση η λέξη που ξενίζει είναι η “φρουκαλιά”. Είναι παράγωγο του φροκαλιώ, το οποίο κάποτε ήταν φιλοκαλώ, έγινε φλοκαλώ και κατάντησε, για κάποιο εύηχο, σε φροκαλώ.
Το φροκαλώ μαζεύει φρόκαλα με τη φροκαλιά, τα οποία μεταφορικά γίνονται σκουπίδια του λόγου για υποβιβασμό και σπήλωση μιας προσωπικότητας.