Σάτιρα…που θα ξαναδιαβαστεί πολλές φορές 

Άνδρ–Κατίνα Αγάπη μου γιουρτάϊγ’ς,

ήρτι τσι η θκιά σ η μέρα!

Είνι του χρόνου μια φουρά,

να βγεις, να παρς αγέρα,

να του χαρείς τσι να ξιδώϊγ’ς,

να παρς κι τς φιλινάδις σ,

να πιούτι, να τραγδίσιτι,

να φάτι τσι λουκμάδις!

Γυν.– Δεν είμαστι καθιόλ καλά!

Κάθουμ τσι σι λουγιάζου.

Είνι τς αγιάς Ικατιρίν’ς;

Νουέμβριου γιουρτάζου.

Άνδρ. –Άστα αυτά, τσι λέγι μι,

τι δώρου να σι πάρου;

Να σι τιμήσου λαχταρώ,

του θέλου, του γουστάρου!

Γυν.—Αντών’, σταμάτα τς γαλιφιές,

του ξερς, μι λεν Κατίνα.

Κάτσι να στρώσου του τραπέζ,

πα τσ είνι απί ντ πείνα…

Μόλις θα φας θα σι πιράσ,

να ξιζαλίϊχ’ς τσι μένα,

άντι, γιατ’ έχου κβάρα δλειες

τσι δε θ ακούγου σένα.

Έχου να βάλου σίδιρου,

έχου να καρικώσου,

να κάνου μπάνιου τα μουρά,…

τσι πότι θα τιλειώσου;

Έχου να κάνου τσι φαγί,

του βραδ θελ’ς γιουβαρλάκια,

θέλου να πλύνου τσι τν αυλή,

να τρίψου τα πλακάκια…

Γιαυτό σι λέγου, άσι μι,

τσι δώσι μι του χερ ισ

ν ανισκουθώ, πουνεί τσι η μεσ,

έχου τσι καθυστέρησ…

Άνδρ.–Ιντάξ βρε γ’ναίκα, τ άκσα αυτά,

κουράζισι, του ξέρου.

Γιαυτό σι λέγου, άσι μι

να πάου να στου φέρου.

Γιουρτή τς Γυναίκας έχιτι,

θέλου να σι τιμήσου!

Ουχτώ Μαρτιού, γιουρτάζιτι!

Πώς να στου ιξηγήσου;

Γυν.– Για πε μι, τι γιουρτάζουμι,

ν ακούσου, να του μάθου;

Κατ μι σκαρών’ς, κατ ψλιάζουμι…

κατ θα μι καν’ς να πάθου!

Άνδρ. –Ιγώ βρε γ’ναίκα, σ αγαπώ,

τίπουτα δε σκαρώνου.

Τν ισότητα …γιουρτάζιτι,

για μια φουρά του χρόνου!…

Μαζί τσι μεις γιουρτάζουμι,

τν αξία, ντ προυσφουρά σας

σντ πατρίδα, σν οικουγένεια,

στουν άντρα, στα μουρά σας!

Γιαυτό τσι θέλου να μι πεις,

τι προυτιμάς για δώρου,

θέλου να το’χ’ς να καμαρών’ς,

να καν’ μιγάλου ντόρου!

Να σ πάρου ένα σίδιρου;

Να σ πάρου μια φριτέζα;

Μια κατσαρόλα, ένα τγαν’;

Για θελ’ς μια παρκιτέζα;

Μια φρουκαλιά μι του κουντάρ…

να φρουκαλείς μι άνισ,

να μη κουψουμισιάζισι

τσι σ έβρ τσι καμιά πάθησ!

Μη νοιάζισι για τα λιφτά,

λέγι, μη καν’ς τν ανίξιρ.

Μια σιδιρώστρα; Ένα γδι;

Για ένα πουλυμίξιρ;

Ιγώ πουλύ σι αγαπώ,

θέλου να σ ανταμείψου,

νιώθου πουλύ πιρήφανους,

δε θέλου να στου κρύψου!

Γυν. — Βρε Αντουνέλ’, τι να σι πω…

Να, δε μι…να, δακρύζου!

Τόσου πουλύ βρε Αντουνέλ’,

τόσου πουλύ αξίζου;

Μια κατσαρόλα…ένα τγαν’…

φριτέζα, παρκιτέζα…

΄Ωσπιτι πλια βρε τν αγαπάς

τ γ’ναίκα σ… τ Φιλιππινέζα!

Τσι γ’άλλ’ οι γ’άντρις σήμιρα,

σ γ’ναίκις ντουν τέτοια τάζιν;

Εμ δε γιουρτάζουμι ιμείς,

οι δούλις… σας γιουρτάζιν!

Άνδρ.– Γιατί του λες βρε γ’ναίκα αυτό;

Τι θελ’ς να σ αγουράσου;

Ιγώ του κάνου για καλό σ,

για να σι ξικουράσου!

Στου λέγου μες απί ντ καρδιά μ,

καθιόλ δεν κάνου πλάκα,

να καν’ς τς ιδλειές σ πιο άνιτα,

αμέσους, τάκα-τάκα!

Να βγεις τσι συ…«ομόφυλα»,

να παρς πλια τουν αγέρα σ,

τσι μάλιστα ανήμιρα,

που είνι τσι η μέρα σ!

Γυν.–Άντι Αντών’ να πα να χέϊγ’ς,

να ξιλαφρώϊγ’ς παλ’κάρ ιμ,

μια τσι γιουρτάζου όπους λες,

να μη σι δείξου τ χαρ ιμ!..

Γιατί, σα γ’ναίκα άγιασα,

γίν’κα αγιά Κατίνα

μι τ σφουγαρίστρα τσι του τγαν’,

τσι σντ μπγάδα, τσι σντ κουζίνα!

(έξαλλη)– Ξερς πότι θα γιουρτάσου γω

καλά τν Ουχτώ Μαρτίου;

Άμα θα σ κάνου τν « Έξουδου

-που λεν- τ Μισουλουγγίου»!

Τότις θαν εχ’ τσι νόημα

στς Ουχτώ τ Μαρτιού η μέρα,

σα πάρου τς δρομ τ ανάπλαγα

τσι θα φουνάζου «αέρααα…»!

Άνδρ.— Ωχ, τα πράματα αγριγέψαν. Κόψι Αντών’…

(φεύγει τρέχοντας)

Γυν–Να! Να μη στα χρουστώ! ( Του ρίχνει μούντζα από πίσω του)

*****