Λεσβιακό Πάσχα-1ο Μέρος

Φωτογραφία: 1970-Αναστάσιμη λειτουργία στον νεόκτιστο ναό του Αγίου Παύλου

Από τον συστηματικό και εξονυχιστικό και λαογράφο του νησιού Βαγγέλη Χατζημανώλη πήραμε και δημοσιεύουμε τα λεσβιακά έθιμα της Λαμπρής. Οι παλιοί θα θυμηθούμε και θα συγκινηθούμε, οι νεότεροι θα μάθουν και θα μας γνωρίσουν καλύτερα.

Τον ευχαριστούμε από καρδιάς.

Πανόραμα Πολιχνίτου

Λεσβιακό Πάσχα το Τρισυπόστατο!

Έτσι μπορούμε να το αποκαλέσουμε «Τρισυπόστατο»! Και τούτο διότι όλο το νόημα και όλη η ουσία τής Λαμπρής συνοψίζονται μέσα σε τρεις ενότητες, τρεις εβδομάδες, «πάνε πακέτο» όπως λέμε, ήτοι: «Βαγιουβδουμάδα» « Μιγαλουβδομάδα» «Λαμπρουβδουμάδα». Η μια οδηγεί στην άλλη και οι δύο πρώτες, οδηγούν στο μεγαλείο τής Ανάστασης.

Θα αναφερθώ σε παρελθόντα χρόνο, διότι τα έθιμα πλέον σήμερα δεν συνεχίζονται και αν σε κάποια χωριά γίνονται, αυτά είναι ξεθωριασμένα σαν απομιμήσεις! Υπάρχουν πολλές και πολλοί λάτρεις τών εθίμων μας, όπως η κυρία Ευθαλία Τουρλή, μέλος τού «Συλλόγου Μικρασιατών» και στέλεχος τού «Μουσείου Προσφυγικής Μνήμης» στην Σκάλα Λουτρών, με βαθιές γνώσεις και με ρίζες εξ «Ανατολής», αλλά οι σημερινές δύσκολες συγκυρίες τής ζωής μας εδώ και χρόνια και ο κατακλυσμός απ’όλα τα ξενόφερτα, αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα στην συνέχιση τών εθίμων μας. Κακό αυτό, διότι τα έθιμα αποτελούν τμήμα τής πολιτισμικής μας ταυτότητας και συνδέουν την κάθε νέα γενιά με τις ρίζες μας!

            Οι πρωταγωνιστές συνήθως στα γιορταστικά έθιμα (Χριστουγεννιάτικα, Πασχαλινά κ.λ.π) πάντα ήταν τα παιδιά, που με διαφορετικό τότε οικογενειακό τρόπο ζωής, διαπαιδαγώγησης, ενασχόλησης, παιχνιδιών κ.λ.π. χαίρονταν απλά, αγνά και όμορφα την παιδική τους ηλικία, δεμένα με την φύση περισσότερο, ψυχή τε και σώματι και βέβαια μέσα από τα δρώμενα τής λαϊκής και θρησκευτικής μας παράδοσης. Σήμερα δυστυχώς καθηλωμένα μπροστά στις τηλεοπτικές οθόνες, στα Computers και τα κινητά συνεχώς στο χέρι… πού να προλάβουν και πώς να μπορέσουν να κρατήσουν «λαζαρέλ’» και «βαγιόκλαδο»   «ρόκα» και «καλαθέλ’ για τ’ αυγά» στο χέρι! Αυτά κάποτε!

                                         ***

 Βαγιουβδουμάδα λοιπόν: Οι προετοιμασίες για τον ερχομό τής Μεγάλης Εβδομάδας ήταν το κύριο μέλημα κάθε νοικοκυράς. Συγύρισμα στα σπίτια, ασβέστωμα τα πεζούλια και τα κατώφλια, κι ένα γύρω στην αυλή λουλουδιασμένες γλάστρες στην σειρά. Το Σάββατο τού Λαζάρου τα «λαζαρέλια» (κάτι σαν τα σημερινά σταφιδόψωμα), είχαν την τιμητική τους σ’ όλα τα σπίτια. Καλοφτιαγμένα με πολύ μεράκι και τέχνη από τα χέρια της σπιτονοικοκυράς (όχι αγοραστά), σε απεικόνιση τού νεκρού Λαζάρου και αναστημένου ύστερα, με τα χέρια σταυρωμένα και τις μαύρες σταφίδες για μάτια και άλλα χαρακτηριστικά τού προσώπου και τού σώματος, μυρωδάτα, νόστιμα, λαχταριστά, ήταν στα χέρια τού κάθε παιδιού  που τα απολάμβανε με πολλή όρεξη και ευχαρίστηση, αλλά και οι μεγάλοι δεν πήγαιναν πίσω.

**Στην Σκάλα Λουτρών είναι πιο αυθεντικό και ουσιώδες το έθιμο ως προερχόμενο από τα Μικρασιατικά παράλια (Εγγλεζονήσια, Τσεσμέ, Φώκιες). Έτσι λοιπόν, παραμονή τού Σαββάτου τού Λαζάρου, τα παιδιά μάζευαν αγριολούλουδα (παπαρούνες κόκκινες «καντιφέδες» μαργαρίτες κ.λ.π) κρατώντας και το καλάθι για τα λαζαράκια και τ’αυγά (άσπρα για να βαφούν την Μ.Πέμπτη), ένα δε παιδί ως επικεφαλής  τής ομάδας, κρατούσε ένα μεγάλο ομοίωμα «Λαζάρου», περιφέρονταν στο χωριό από σπίτι σε σπίτι λέγοντας ρυθμικά με μιά κάπως μονότονη μουσική απόχρωση… τα κάλαντα του Λαζάρου, προσφέροντας στην νοικοκυρά ένα λουλούδι, κι εκείνη το αυγό και το «λαζαράκι»  τής προσφοράς της: «Σήμερα έρχεται ο Χριστός//επουράνιος Θεός//και στην πόλη Βυθανία,//κλαίει η Μάρθα κι η Μαρία//Λάζαρο τον αδερφό της//τον γλυκό, τον καρδιακό της.//Τον μοιρολογούν  και λέγουν,//τον μοιρολογούν και κλαίγουν.// Την μέρα την Τετάρτη//κίνησε ο Χριστός για να’ρθει//και εβγήκε η Μαρία//έξω απ’την Βυθανία//και εμπρός του γονατίζει//και τους πόδας του φιλεί.// Πες μας Λάζαρε τι είδες//εις τον Άδη που επήγες;//Είδα φόβους, είδα τρόμους//είδα βάσανα και πόνους.//Δώστε μου λίγο νεράκι//να ξεπλύνω το φαρμάκι//τής καρδιάς μου και χειλέων//μη με αρωτάτε πλέον//και τού χρόνου και να ζείτε// την Ανάσταση να δείτε»! Τώρα εδώ και λίγα χρόνια αναβιώνεται το έθιμο.

**Στην Φίλια κι αλλού, Κυριακή τών Βαΐων μετά την Θεία Λειτουργία, τα παιδιά ξεκινούσαν να πάρουν γύρα το χωριό, για την περιφορά τής βάγιας. Ήταν μεγάλα δεμάτια από κλαδιά βάγιας ύψους πάνω από ενάμισι μέτρο που τα έδεναν σφιχτά με σχοινί  και ήταν τόσα όσες και οι ομάδες που θα γύριζαν μέσα στο χωριό. Κάθε δεμάτι ήταν καταστόλιστο από «βαλάδια», λεπτά πολύχρωμα κουρελάκια που τα μάζευαν προηγουμένως από τις μοδίστρες. Σε κάθε μικρό κλαδάκι ήταν δεμένο και το κουρελάκι, στην δε κορυφή κάθε δεματιού ήταν κρεμασμένο και ένα μπρούτζινο κουδουνάκι σε μορφή καμπανούλας μικρής. Δυό παιδιά εναλλάξ σήκωναν το δεμάτι λόγω βάρους, άλλο κρατούσε καλάθι για τ’αυγά και άλλο κουτί για τα χρήματα. Σε κάθε σπίτι άνοιγε η πόρτα διάπλατα, έμπαινε η ομάδα στην αυλή, έστηναν όρθιο το δεμάτι και κουνώντάς το ρυθμικά μαζί κι ο ήχος τού κουδουνιού έψελναν: «Την κοινήν ανάστασιν προ τού  σού πάθους πιστούμενος….», και τελειώνοντας έκοβαν ένα κλαδάκι με το «βαλάδι» και το προσέφεραν στην οικοδέσποινα ή οικοδεσπότη, κι εκείνη ή εκείνος με χαρά έδινε το φιλοδώρημα, αυγό ή χρήματα, μια δραχμή, δυο, πέντε ανάλογα την τσέπη τους. Το κλαδάκι θεωρείτο ευλογία και φυλαχτό για το σπίτι. Εάν τα παιδιά υποπτεύονταν ότι στην επόμενη πόρτα θα συναντούσαν  δυστροπία ή σφιχτό… χέρι, αλλά και όπου είχαν το θάρρος, τότε στην κατάληξη του τροπαρίου «…εν ονόματι κυρίου», συμπλήρωναν… «δομ τ αυγό να φύγου // να μη σι ζαλίζου.// Για του φράγκου, για τ αυγό, // για μες στου βρατσί σ  θα μπω»!  

 Αυτά ήταν διαφοροποιημένα κάπως από χωριό με χωριό αλλά και μπολιασμένα… με εκείνα όπως κι άλλα έθιμα, από τα απέναντι παράλια όπως το Αϊβαλί, το Γενιτσαροχώρι και το Μοσχονήσι για παράδειγμα, όπου μετά την Λειτουργία ο παπάς με τον νεωκόρο (καντλανάφτη) κι ένα-δυό παιδιά που κρατούσαν κλαδί βάγιας το ίδιο στολισμένο κι αυτό,  και αντί για το «απολυτίκιο» έλεγαν ρυθμικά: «Όξου ψύλλ’, όξου κουργιοί//να πάτι στα ρουμάνια//να φάτι ρουμανόφυλλα// πέσιτι ψουφίσιτι// πίσου μη γυρίσιτι»! Στο Μοσχονήσι έλεγαν την «Ρόκα» :«Ρο ρο σι μα ρο// όξω ψύλλοι ποντικοί/κι μέσα του ρουμάνι// ρο ρο σι μαρό//τρώνι ψάρια κι κουλιό// κι τουν άλου Κυριακό// τρων του κόκκινου τ αυγό»!

**Στην Άντισσα, την ημέρα των Βαΐων, τα παιδιά έκαναν «Τον Λάζαρο». Οι μητέρες τους, έφτιαχναν  στρογγυλά ψωμιά μέσα σε βαθουλωτό ταψί και σε μέγεθος «πρόσφορου» με τα ίδια υλικά  όπως τα «λαζαρέλια» και τα χαρακτηριστικά τού Λαζάρου σε όλη την επιφάνεια με σταφίδες και αμυγδαλόψυχα. Κάθε παιδί έπαιρνε τον «Λάζαρό» του, ένα καλαθάκι με ελιές, ψωμί και ό,τι άλλο νηστήσιμο, μαζί οι γονείς και δη μητέρες, όλο το τσούρμο τών παιδιών τού χωριού, πήγαιναν έξω σε κατηφορικό εξοχικό μέρος καθαρό με κοντό χορτάρι, άφηνε καθένα το ψωμί του να κυλήσει στην κατηφόρα, λέγοντας ρυθμικά: «Τσύλα, τσύλα Λάζαρε//νά ’βρεις  μια φουλιούδα// να’χει μέσα αυγέλια»! Εκεί που σταματούσε το ψωμί, πήγαιναν και έλεγαν όλο χαρά: «Να μιά φουλιούδααα…»!  Στην εύρεση τής «φουλιούδας», συντελούσαν και οι μητέρες αφήνοντας τεχνηέντως σε κάποια σημεία ένα-δυό αυγά και πάντα σε κάποιο απ’ αυτά λάχαινε να φτάσει το ψωμί ο «Λάζαρος» προς μεγάλη χαρά τού τυχερού παιδιού. Φωνές χαρούμενες και τρεξίματα στην προ-Λαμπριάτικη-ανοιξιάτικη φύση!

Το βράδυ τών Βαΐων άρχιζαν οι ακολουθίες τού Νυμφίου «Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω τής νυκτός…»! Κατανυκτική η ατμόσφαιρα στους ναούς, με το αχνό φως τών κανδηλιών και τών πολυελαίων (να σημειωθεί ότι τότε δεν είχε φτάσει ακόμα το ηλεκτρικό ρεύμα στα χωριά). Οι γυναίκες καθ’ όλη την διάρκεια τής ακολουθίας, αντί όπως σήμερα λαμπάδες ή κεριά, κρατούσαν τούς λεγόμενους «σαμάδες». Ένα είδος σαν κέρινου χοντρού άσπρου σπάγκου, στην ουσία μακρύ κερί πάνω από ένα μέτρο, τυλιγμένο σε διάφορα σχήματα, συνήθως σταυρό, καρδιά, ή αστέρι ή άλλο τι και διακοσμημένο, το οποίο το είχαν στην τσάντα τους και ξετυλίγοντάς το  λίγο-λίγο κάθε βραδιά όσο κρατούσε η ακολουθία, το έσβηναν μετά  και την άλλη βραδιά πάλι το ξανάναβαν, βγάζοντας έτσι μέχρι να τελειώσει όλη την εβδομάδα. Εννοείται ότι κεριά και λαμπάδες ήταν από γνήσιο κερί μελισσών.

Μιγαλουβδουμάδα:

Από την Μ. Δευτέρα μέχρι και την Μ. Πέμπτη το απόγευμα, το κάθε σπιτικό παράλληλα με τα θρησκευτικά καθήκοντα πρωΐ και βράδυ στην εκκλησία, είχε και τον φόρτο τής προετοιμασίας που απαιτούσε το πνεύμα και το κλίμα τών

επόμενων ημερών με την κορύφωση τού Θείου Δράματος και τη αναμενόμενη με λαχτάρα Ανάσταση. Η νηστεία στο μεγαλείο… της, με «ταχ’νόσουπα, χαλβά μιλένιου κι πιτυρένιου, θαλασσνά κι χάβαρα, ταραμά κι ιλιές»!

Σε εγρήγορση οι νοικοκυρές να φτιάξουν τα τσουρέκια «τς κλούρις τσι τα κλουρέλια», να τα πετύχουν στο ζύμωμα και στο ψήσιμο και στην γεύση βέβαια, μπογιές και σχέδια «καλουπέλια τσι χαλκουμανίις για τα κότσνα τ αυγά» ως διακόσμηση, πήγαινε-έλα και στα μπακάλικα τα παιδιά για διάφορα είδη και μπαχαρικά, κι ο κάθε νοικοκύρης τού σπιτιού επιφορτισμένος με το σφάξιμο τού αρνιού και σε ό,τι άλλο χρειαζότανε το λαμπριάτικο τραπέζι.

Το παπούτσωμα και ντύσιμο των παιδιών να φορέσουν τα λαμπριάτικά τους τα καθαρά ρούχα, ήταν το κύριο μέλημα τών γονιών.

Την Μεγάλη Πέμπτη ή «Κουτσνουπέφτ» (Κοκκινοπέμπτη), ήταν το βάψιμο τών αυγών, όπου έβαζαν όλο το καλλιτεχνικό τους ταλέντο μάνες και κόρες για το καλλώπισμα τών κόκκινων αυγών παράλληλα και με τις κουλούρες. Αλλά και το σφάξιμο τών αθώων αμνών αυτή την μέρα τής Σταύρωσης που συμβολίζει την θυσία τού Ναζωραίου, θυσία τώρα και στο γιορταστικό τραπέζι. Το αρνί συνυφασμένο με τον Ιησού «Ιδού ο αμνός τού Θεού ο αίρων την αμαρτίαν τού κόσμου»! Για βαφή τών αυγών πέρα από τις τότε γνωστές μπογιές, χρησιμοποιούσαν φυτικές βαφές, ήτοι π.χ «κρουμδότσιφλλα» (κρεμμυδόφυλλα) για κόκκινο χρώμα, κουρκουμά για κίτρινο, φύλλα ροδιού, «καντιφέδις» (παπαρούνες), παντζάρια, φύλλα καρυδιάς και άλλα ανάλογα με το χρώμα που ήθελαν. Το κόκκινο χρώμα στα αυγά συμβολίζει το αίμα τού Χριστού στην Σταύρωσή του, αλλά και ως κόκκινο το χρώμα τής χαράς και τής Ανάστασης. Για δε το αυγό είναι πολλές οι εκδοχές, αλλά για την Ορθόδοξη Πίστη πλέον, συμβολίζει τον τάφο τού Χριστού μέσα από τον οποίον αναστήθηκε και πάλι η ζωή που υπήρχε μέσα σ’ αυτόν, δηλαδή ο Αναστάς Χριστός, όπως δηλαδή το αυγό που κρύβει μέσα του ζωή.

Αυτή την μέρα (Μ. Πέμπτη) σε κάποια χωριά έκαναν όπως και στ’ απέναντι παράλια, την «Ρόκα»!

**Στην Μόρια για παράδειγμα, στόλιζαν ένα μεγάλο κλαδί βάγιας με κουρελάκια «βαλάδια» και η παιδική αυτή ομάδα γύριζε το χωριό όλο, εφοδιασμένη με καλάθι για τ’αυγά και

κουτί για χρήματα λέγοντας ρυθμικά: «Μεγάλη Τεσσαρακοστή, Μεγάλη Εβδομάδα//Μεγάλη Πέμπτη θλιβερή// χρυσή μας κοκκινάδα.// Χριστός μας συλλαμβάνεται//κι όλος ο κόσμος χάνεται// μεθαύριο θ’αναστηθεί// όλος ο κόσμος θα χαρεί.// Θά’ρθει να μάς χαιρετήσει// και μ’ένα κόκκινο αυγό//να μάς φιλοδωρήσει.//Δώσε κι εσύ κυρούλα μας//να τον ευχαριστήσεις//και με την ευλογία του// χρόνια πολλά να ζήσεις»! Σε κάθε σπίτι έδιναν και ένα κουρελάκι, «βαλάδι» παίρνοντας το αυγό. Τα αυγά τα μάζευαν για να τα μοιράσουν στους πιστούς στο πανηγύρι τής Ζωοδόχου Πηγής την Λαμπροπαρασκευή, όπου και το φερώνυμο

εξωκλήσσι στην περιοχή της Ουτζάς. Ίσως το έθιμο αυτό να αναβιώνεται και τώρα από κάποιο σύλλογο.

**Κάτι ανάλογο γινόταν και στην Σκάλα Λουτρών ή και στα Λουτρά, αντί για κλαδί έπαιρναν μια «ανέμη» όπου είχαν δεμένα τα κουρελάκια. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν, τραγουδούσαν ρυθμικά: «Ρο ρο του μουρό// κάτι μες στουν αγουγό//τσι γυρεύει εν’ αυγό// εν’ αυγό σαρακουστνό// να του φάμ’ ιμείς οι δυό.// Ω καλή νοικουκυρά,//σήκου δώσ’του δυό αυγά//δυό αυγά σαρακουστνά,//μη του δειρ ι δάσκαλους//τσ έχουμι του κρίμα του//κι την αμαρτία του.//Όξου ψύλλοι, πουντικοί //μέσα στα ρουμάνια.//Ρο ρο του μουρό// για τς παράδις, για τ’αυγό», ενώ στο καλάθι για τ’αυγά και στο κουτί για τα χρήματα, έβαζαν το ανάλογο φιλοδώρημα. Τα κουρελάκια προσφέρονταν στις κοπέλες και στις νοικοκυρές όπου πήγαιναν, οι οποίες διάλεγαν το κουρελάκι με το χρώμα τής αρεσκείας τους και το έβαζαν στα μαλλιά τους, φυλαχτό κι αυτό. Υπάρχουν κι άλλες εκδοχές μεταξύ Σκάλας και Λουτρών όπως και αλλού και είναι επόμενο αυτό ύστερα από τόσα χρόνια τής έλευσης εδώ τών προσφύγων που έφεραν κληρονομιά και όλα τα έθιμα τής «Ανατολής» να διαφοροποιηθούν αυτά κάπως. Για παράδειγμα, μια εκδοχή είναι, να έδεναν το κουρελάκι

κάπου στα κάγκελα ή άλλο σημείο τής αυλής τού σπιτιού και μιά άλλη πάλι, ότι έπρεπε να το πάνε πρώτα στην εκκλησία να το ευλογήσει ο παπάς και μετά να το εναποθέσουν όπου ήταν αυτό καθιερωμένο. Και τέλος ακόμα μια εκδοχή: Στην «ανέμη» όπου είχαν δεμένα τα κουρελάκια, ήταν περασμένη κανονικά και μια θηλιά νήματος, όπως γίνεται συνήθως για να φτιάξουν κουβάρι ξετυλίγοντας αυτήν. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν, τύλιγαν αργά-αργά το κουβάρι γυρίζοντας έτσι και η ανέμη και τραγουδούσαν το «Ρο ρο του μουρό». Αυτό έχει και μια αλήθεια στην μεταφορική του έννοια, ότι το τύλιγμα τού κουβαριού, σημαίνει και το τύλιγμα τής ζωής στο πέρασμα τού χρόνου, ή ακόμα και η πορεία προς την Ανάσταση. Και πρέπει εδώ να πούμε ότι η ονομασία τού εθίμου «Ρόκα» ταυτίζεται με την χρήση τής ανέμης, διότι και το γνωστό τού νοικοκυριού εργαλείο στο κουβάριασμα τού νήματος για ύφανση ή πλεχτό από την νοικοκυρά είναι ο «κλώστης» ή «ρόκα» (κάνω ρόκα).

**Στους Ταξιάρχες (Καγιάνι), αντί για «Ρόκα» το έθιμο λέγεται «Ρουμάν’» (ρουμάνι) και αντί για ανέμη, λύγιζαν δύο καλάμια (πρέπει να’ναι φρέσκα μάλλον για να λυγίσουν) και σχηματίζανε έτσι δύο κύκλους μεγάλους, που βάζοντας τον έναν μέσα στο άλλον σταυρωτά, με ένα άλλο καλάμι κάθετο που δένονταν και τα τρία αυτά στα σημεία επαφής τους. Έφτιαχναν δηλαδή μια σφαίρα ας την πούμε με έναν άξονα κατακόρυφα. Η κορυφή του άξονα προεκτεινόμενη λίγο και δένοντας σ’ αυτήν ένα μικρό καλάμι σχηματίζονταν ένας σταυρός. Η ίδια προέκταση τού άξονα και στην βάση του ήταν η λαβή για να κρατούν την σφαίρα όρθια. Πάνω στην όλη αυτή κατασκευή, δένονται κι εδώ τα πολύχρωμα κουρελάκια. Έτσι τα παιδιά περιφέροντας το «Ρουμάν’» στο χωριό, με το καλάθι στο χέρι για τ’αυγά και το κουτί για τα χρήματα, όπως και στ’ άλλα χωριά όπως είπαμε, έλεγαν κι εδώ: «Ρο ρο του μουρό//για τς παράδις, για τ’αυγό.//Εμείς οι δυό οι τέσσερις//κι άλλοι εικουσιτέσσερις//την πόλη την γυρίσαμι//το βασιλιά δε βρήκαμι.// Ρο ρο του μουρό//για τς παράδις για τ αυγό.// Ώ καλή νοικουκυρά//σήκου δωσ’ μας πέντι αυγά// πέντι αυγά σαρακουστνά//να μη μάς δειρ ι δάσκαλους//τσ έχουμι του κρίμα μας//κι την αμαρτία μας.//Ρο ρο του μουρό// για τς παράδις, για τ’αυγό»! Όταν δεν ήταν καλοδεχούμενα τα παιδιά, δεν έβρισκαν ανταπόκριση, σε ένδειξη αποστροφής γύριζαν το «Ρουμάν’» ανάποδα… πράγμα που οι νοικοκυρές το φοβόντουσαν πολύ, διότι αυτό σήμαινε ότι θα… ψοφούσαν οι κότες τού σπιτιού!

Όπως βλέπουμε, τα κουρελάκια σε όλες τις περιπτώσεις, αποτελούν βασικό στοιχείο συμβολισμού ευγονίας και αποτροπής παντός κακού. Χαρακτηριστικό δε είναι, ότι πολλές φορές έχουμε δει πηγαίνοντας στο Αϊβαλί, παρόμοια κουρελάκια που βάζουν οι Τουρκάλες στα κάγκελα τών παραθύρων τού Ταξιάρχη στο Μοσχονήσι, όπως και στο «Περιβόλι τής Παναγιάς» ψηλά στο βουνό εκεί στην Έφεσο!

Αυτό λέει πολλά…

Το βράδυ στα Δώδεκα Ευαγγέλια, μετά το τέλος τής Ακολουθίας, όποια ή όποιες νοικοκυρές έπαιρναν την πρωτοβουλία από πριν, ετοίμαζαν και πρόσφεραν στους πιστούς βγαίνοντας απ’ τον ναό την λεγόμενη «κρασοψυχιά»! Αυτή ήταν κρασί γλυκό με μπαχαρικά ειδικής παρασκευής κατά την συνταγή, σε αρκετή ποσότητα μέσα σε μεγάλη κούπα και μεγάλα κομμάτια από λαγάνα (άζυμος άρτος), τα οποία τα βουτούσαν μέσα και τα πρόσφεραν. Αυτό συμβολίζει το κομμάτι άρτου που βουτημένο στον οίνο το έδωσε ο Ιησούς στον Ιούδα κατά τον Μυστικό Δείπνο, για να καταδείξει τον προδότη σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Και σήμερα σε πολλούς ναούς συνηθίζεται κάπως αυτό. Τέλος μετά την απόλυση όπως είπαμε και το κέρασμα της «κρασοψυχιάς», οι κοπέλες και όσες μεγαλύτερες γυναίκες άντεχαν, ξενυχτούσαν τον Εσταυρωμένο και στόλιζαν τον Επιτάφιο με λουλούδια που έφερναν από τα σπίτια, βιόλες και κρίνους όπως και αγριολούλουδα, αβαγιανό και άλλα, για να είναι έτοιμος για το πρωΐ της Μ. Παρασκευής.

Παράλληλα έψελναν και το «Μοιρολόγι τής Παναγιάς» σε διάφορες παραλλαγές όπως: «Σήμερα μαύρος ουρανός//σήμερα μαύρη μέρα//σήμερα εσταυρώσανε// τών πάντων βασιλέα» κ.λ.π. ή και «Τώρα είν’ Αγιά Σαρακοστή// τώρα είν’ Άγιες μέρες,//που λειτουργούν οι εκκλησιές//και ψέλνουν οι παπάδες»…κ.λ.π. (είναι μεγάλο και κρατούσε ώρα να το λένε). Αυτό γίνεται και τώρα σε κάποια χωριά.

Μ. Παρασκευή πρωΐ, η εκκλησιά κατάμεστη, αλλά και στον νάρθηκα και στον αυλόγυρο η παιδική παρουσία ήταν έντονη, με τα σχετικά τσακώματα κάτω απ’ το καμπαναριό για το ποιος θα πιάσει στα χέρια του το σκοινί για το ρυθμικό πένθιμο χτύπημα τής καμπάνας ίσαμε το βράδυ. Και τα καφενεία όμως κλειστά μέχρι το τέλος τής Αποκαθήλωσης όπως συνηθιζόταν και τις Κυριακές αυτό μετά την απόλυση τής Θείας Λειτουργίας και για κάποια χρόνια αργότερα.

Σε κάποια χωριά, οι γυναίκες καθ’ όλη την διάρκεια τής Μεγάλης αυτής Ημέρας, δεν έβαζαν ούτε νερό στο στόμα τους, εκτός από ένα σκέτο τσάϊ το πρωΐ και το βράδυ. Δεν έπιαναν επίσης όλη την ημέρα στα χέρια τους μαχαίρι ή και αιχμηρό αντικείμενο, λόγω τής «λόγχης που εκεντήθη ο Χριστός»! Το δε φαγητό τής ημέρας ήταν και είναι οι φακές, χωρίς λάδι εννοείται και μόνο με ξύδι. Το ξύδι συμβολίζει «το όξος και χολή» που έδωσαν στον Ιησού πάνω στον Σταυρό «…και εις την δίψαν μου επότισάν με όξος», ενώ οι φακές συμβολίζουν τα δάκρυα τής Παναγίας!

Το βράδυ, οι παιδικές φωνές και μεγαλύτερων κοριτσιών, πλαισίωναν γλυκά την όλη κατανυκτική ατμόσφαιρα τής βραδιάς με τα εγκώμια, «Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ…» και κατά την έξοδο πια και περιφορά τού Επιταφίου, ένα φωτεινό ποτάμι από κεριά και φαναράκια, διέσχιζε αργά-αργά τους δρόμους στους μαχαλάδες τού χωριού, ενώ από τα παράθυρα και τις ορθάνοιχτες πόρτες τών σπιτιών, όσες νοικοκυρές δεν μπόρεσαν να πάνε στην εκκλησία, έβρισκαν εξιλέωση, ανακούφιση και βοήθεια, ραίνοντας με το «ρουδουστάλ’», ροδόσταμο, τον Επιτάφιο και τους πιστούς και θυμιάζοντας με «μουσχουλίβανου» (το δάκρυ τής ελιάς το πραγματικό από την φύση θείο αυτό δώρο) ή και «πταρέλια» από τριαντάφυλλα μαγιάτικα που έφτιαχναν πάντα για λιβάνισμα. «Έραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα…»! Επιστρέφοντας στον ναό, κρατώντας στην είσοδο οι άνδρες τον Επιτάφιο ψηλά σαν αψίδα, έπρεπε (και γίνεται και σήμερα) να περάσει ο κόσμος από κάτω να μπει μέσα στον ναό.

Μεγάλο Σάββατο. «Ανάστα ο θεός κρίνων την γην…»! Αυτό το αναστάσιμο μήνυμα κατά την πρωϊνή Θεία Λειτουργία (τού Μεγάλου Βασιλείου) που ξεχύνονταν από την εκκλησία, πλημμύριζε τις καρδιές τών ανθρώπων με αισθήματα χαράς και ασυγκράτητη λαχτάρα ν’ ακούσουν το βράδυ το «Δεύτε λάβετε φως… και το Χριστός Ανέστη»!

Μετά την απόλυση τής πρωϊνής Θείας Λειτουργίας τού Μ. Σαββάτου, τα «μπαμ-μπουμ» στον αυλόγυρο τής εκκλησίας και στους δρόμους έπαιρναν κι έδιναν! Ειδών-ειδών τα σύνεργα και τα είδη τού κρότου, ανάλογα και με την ηλικία. «Πιστουλέλια» με καψούλια σε χάρτινη ταινία, και «στρακαστρούκις και πατλάτσα», ακίνδυνα για μικρά παιδιά, όπως «πιστουλέλια μι φιλλοί» (φελλούς) πιο εκσυγχρονισμένα για μεγαλύτερα παιδιά, για δε τους νεαρούς και μεγαλύτερους, τα «βαριλότα» και τα περίφημα «κλειδιά» ως και άλλοι αυτοσχέδιοι μηχανισμοί, εκρηκτικά μείγματα από αμμωνίες, μπαρούτι, ξυσμένα σπίρτα και άλλες συνθέσεις, που γινόταν και πρόξενοι τραυματισμών και ακρωτηριασμών σε δάχτυλα…

Μ. Σάββατο βράδυ πια και η εκκλησία κατάμεστη από πιστούς με τα καλά τους, με χαρωπά πρόσωπα, με τις λαμπάδες και τούς «σαμάδες» στα χέρια, ολοφώτιστα τα κηροπήγια και τα κανδήλια και οι πολυέλαιοι, συνωστισμός… και στα ψαλτήρια όπως και τις άλλες βραδιές, από χορωδούς τής «προσκολλήσεως εν τω ψάλλειν» και δη… πρίμα-σιγόντο με την όποια μελωδικότητά τους. «Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον…»!

Σε ανυπομονησία όλοι ώσπου ν’ανοίξει πια η Ωραία Πύλη για το «Δεύτε λάβετε φως εκ τού ανεσπέρου φωτός…», να βγει και η εικόνα τής Ανάστασης για την πατροπαράδοτη δημοπρασία: «Η Ανάσταση…είκοσι δραχμές»… «Πενήνταα!..», «Ογδόνταα!..», «Εκατό!..», ώσπου κατακυρώνεται στον πλειοδότη. Ευλογία γι’αυτόν, πόθος και λαχτάρα να σηκώσει την Ανάσταση.

Βγαίνοντας έξω στον αυλόγυρο, για την Ανάσταση με το πρώτο «Χριστός Ανέστη…» και τις κωδωνοκρουσίες, ήταν και είναι αδύνατον να ακουστούν οι ψαλμωδίες από τις ομοβροντίες όλων τών ειδών.

**Στην Μόρια, σε απόσταση από την εκκλησία και τον κόσμο, έστηναν από πολύ νωρίς ένα μεγάλο πεύκο, που στην βάση του έβαζαν πολλά κλαδιά και στον κορμό του πιο πάνω στερέωναν το ομοίωμα τού «Ουβριγιού» (Ιουδαίου). Με το «Χριστός Ανέστη» έβαζαν φωτιά στα κλαδιά που φούντωναν σε μεγάλη φωτιά και άρχιζε ο ομαδικός καταιγισμός… με τα κυνηγητικά όπλα πάνω στο δέντρο με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να έχει κομματιαστεί και διαλυθεί όλο παράλληλα και με την φωτιά, καίγοντας έτσι και τον «Ουβριγιό», αυτό γίνεται και τώρα. Ανάλογο γινόταν και στο Γενιτσαροχώρι παλιά, που από κει όπως κι απ’ όλα τ’ άλλα μέρη, ήρθανε τα έθιμα εδώ: Τα παιδιά λοιπόν εκεί, το πρωΐ τού Μ. Σαββάτου, με αξίνες ξερίζωναν «αγκαθούρις κι αστοιβιές» που τις έφερναν στον περίβολο τής Εκκλησίας, σχηματίζοντας μεγάλη κουβάρα. Το βράδυ τής Ανάστασης, οι πυροβολισμοί έπεφταν σωρηδόν πάνω στην κουβάρα που έπερνε φωτιά μεγάλη και έτσι καίγονταν και ο Ιούδας. Οι ηλικιωμένες γυναίκες έπαιρναν εκείνη την ώρα χώμα και έτριβαν τα μέτωπά τους σταυροκοπούμενες.

**Στο χωριό επίσης έξω απ’ την Μυτιλήνη τα Αλυφαντά, μπαίνοντας αριστερά στον αυλόγυρο τής Εκκλησίας, υπήρχε ένας ψηλός ιστός (προφανώς και για σημαία) και κάτω στην βάση του ένα είδος «τάφου» ας πούμε. Εκεί μέσα τοποθετούσαν την εικόνα του Αναστάντος Χριστού δεμένη στην άκρη λεπτού σχοινιού και με το «Χριστός Ανέστη» τραβούσαν την άλλη άκρη τού σχοινιού όπως στην έπαρση τής σημαίας και ο «Χριστός» ανέβαινε ψηλά ως αναπαράσταση… τής έγερσης Αυτού εκ του τάφου (δεν γνωρίζουμε αν γίνεται και σήμερα)!

Μετά την απόλυση τής Σαββατιανής Αναστάσιμης Λειτουργίας, όσοι… άντεξαν κι έμειναν μέχρι τέλους, αλλά και όσοι μην αντέχοντας γουργούριζε η κοιλιά τους… για να απολαύσουν την μαγειρίτσα, κατά την επιστροφή και είσοδο στο σπίτι, σχημάτιζαν πάνω απ’ την πόρτα στο υπέρθυρο με την αναμμένη λαμπάδα μουτζουρώνοντας, τρεις σταυρούς, για αναστάσιμη ευλογία, και θωράκιση τού σπιτιού έναντι παντός κακού!