Λεξικό φράσεων της ντοπιολαλιάς μας- Μέρος 18ο

Φωτογραφία: Το μηχανουργείο του Θοδωρή Χατζησπυρέλλη και το αρχοντικό του Καλιά-Μπέη-Γιώργος Καρακλάς από το αρχείο του Στρατή Πάντα

 

Ήβγι τσι ΄φτός στο σνυπαρτό

Ακόμα μία παράξενη λέξη που, αν δεν τη μεταφράσουμε, θα μένει ακατανόητη η φράση. Πρόκειται για αναγραμματισμό και, αν βάλουμε στη θέση τους τα γράμματα, θα δούμε τη σύνθεση: σνυπαρτό= συν+παίρνω. Παίρνω μαζί μου. Τι ήταν αυτό-αυτά, που έπαιρναν οι άνθρωποί μας μαζί τους; Στο γαιδούρι φορτωμένος ο μπόγος με τα στρωσίδια του ύπνου, τα σκεύη της κουζίνας ( τηγάνι, τέστα, γραγούδα, καζάνι), οι κότες δεμένες απ’τα πόδια να κρέμονται, η γάτα στον τουρβά κι η κατσίκα να τροβολογά πίσω απ’τον γάιδαρο. Γυρνούσαν οι οικογένειες μιά-μια στο χωριό από τις θερινές διαμονές τους, τις «καθισιές». Συνέπαιρναν το βιός τους και γύριζαν. Αυτή η διαδικασία ήταν το « σνυπαρτό ».

Αφού γύριζαν στο χωριό και την πολυκοσμία του, γίνονταν κατ ανάγκη κοινωνικά άτομα. Έτσι σιγά-σιγά το σνυπαρτό πήρε και την σημασία της ενηλικίωσης και της κοινωνικοποίησης.

Ήβγι στο ψαλ’τκό

Το ρήμα «βγάζω» παίρνει πολλές σημασίες στην νεοελληνική. Εδώ χρησιμοποιείται με την σημασία του προσπορίζομαι. Η δουλειά που φέρνει το κέρδος είναι το ψάλσιμο. Η πληροφορία που μάς δίνει η φράση, είναι ότι οι λατρευτικές πράξεις είχαν από πάντα τις υλικές απολαβές τους. Κατ’ επέκταση με τίποτα η αμοιβή κάθε δουλειάς, λεγόταν και ψαλτικό.

Ήμπα μεσ’ τ’ αρθούν’ υτ

Το « αρθούν’ » είναι το ρουθύνι. Στο λεσβιακό ιδίωμα τα φωνήεντα, που δεν τονίζονται, είναι άχρηστα και αποβάλλονται. Έτσι το ρουθούνι μένει ρ’θούν’. Τότε όμως η λέξη δεν είναι εύηχη, γι’αυτό προσθέσαμε στην αρχή της ένα ευφωνικό « α » κι έγινε αρθούν ’. Με τη γραμματική όμως δεν διευκρινίζεται νοηματικά η φράση. Τι δουλειά έχει και πώς θα μπει κανείς στο ρουθούνι του άλλου ανθρώπου; Χαρακτηριστικός μεταφορικός λόγος, παρμένος από τον οίστρο (είδος μύγας) των ζώων, ο οποίος μπαίνει στα ρουθούνια των ζώων και τα τσιμπά επώδυνα. Τα ζώα τότε τρελαίνονται. Οι άνθρωποι, όταν εκδικούνται τους συνανθρώπους τους, προσπαθούν να τους πονέσουν στα πιο ευαίσθητα σημεία.

 

Ήνταν σα ν’τ βριγμέν’ ν’τα κἀτα

Έχει ενδιαφέροντα η φράση. Πρώτον για την προφορά της γάτας, την οποία η ντοπιολιαλιά μας κράτησε καθαρή, όπως την πήρε από τους Λατίνους. Ύστερα για την ζωηρή περιγραφή της βρεγμένης γάτας. Το ζώο έχει αντιπάθεια στο νερό και για τούτο, ὀταν για όποιο λόγο, βραχεί, είναι σε μια κατάσταση, που προκαλεί τον οίκτο. Στην ίδια θέση βρίσκονται καμιά φορά και οι άνθρωποι για διάφορους λόγους και αιτίες. Τότε παρομοιάζονται με βρεγμένες γάτες .

Ήκσι τ’ άξια τα’.

Άκουσε ( ήκσι ) αυτά που του αξίζανε. Πρόκειται για λεκτική επίθεση, αλλά δικαιολογημένη. Τούτο μας το βεβαιώνει η λέξη «άξια». Είναι τα λόγια που αξίζουν που αξίζουν σε αυτόν που δέχεται την επίθεση, είναι γνωστές αδυναμίες, είναι μομφές, είναι κατηγορίες, που σίγουρα θα τον πονέσουν. Ο αόριστος με την αύξησή του (ήκουσε-ήκσι) και το ουσιαστικοποιημένο επίθετο (άξια) είναι ιδιωματικές λέξεις, καθαρά ελλην