Τάσος Μακρής
Καμέν’ γ’ ώρα τσι σκουτ’νή (να ‘ταν)
Είναι παράλογο να φορτώνουμε την κακοτυχία, αλλά και την καλοτυχία στο άσχετο με την τύχη μας μέγεθος του χρόνου. Ωστόσο αυτό συμβαίνει με χίλιες δυό φράσεις της ελληνικής. (Καλή χρονιά, καλό μήνα, η ώρα η καλή κ.αλ.)
Στη φράση μας καταριόμαστε την ώρα ( την λέμε να ‘ναι καμένη και σκοτεινή) για την ατυχία που μας έφερε, ίσως γιατί όλοι οι άνθρωποι, όλων των αιώνων έψαχναν αποδιοπομπαί – ους τράγους, να φορτώσουν τις ευθύνες τους.
Κακνέλια μαλάγζ’ ς ;
Η ερώτηση ακολουθεἰ τον άπραγο, που του φεύγουν τα πράγματα από τα χέρια. Τα «κακνέλια» είναι τα μικρά της γαλοπούλας (κάκνος) και κατ’ επέκταση όλα τα μικρά πουλάκια, τα οποία είναι ευαίσθητοι οργανισμοί και γι’ αυτό τα κρατά κανείς απαλά σαν να τα χαϊδεύει. Το χάιδεμα αυτό το δείχνει το ρήμα « μαλάγζ’ς» (μαλάζεις). Το μαλάσσω είναι αρχαίο και σημαίνει: πιάνω κάτι στα χέρια, για να το κάνω μαλακό. Συν τω χρόνω πήρε και τη σημασία του χαϊδεύω. Όταν τα μικρά πουλάκια τα «μαλάγζ’ς» σα να τα χαϊδεύεις, αυτά ξεφεύγουν από τα χέρια σου. Έτσι γί-νεται και με τα πράγματα, που δεν κρατεί κανείς σταθερά.
Κάθιτι πα στα τσνιά’ τ’
Στα αρχαία ήταν «κύνιον»= μίσχος, κοτσάνι.
Σιγά- σιγά έγινε «κυνί» και στην ντοπιολιαλιά μας με τη μανία του τσιτακισμού το έκανε «τσνί», για να σηματοδοτει κάθε αιχμηρή απόληξη του αδραχτιού, του κλώστη κ.λ.π. Το να κάθεται κανείς πάνω σε αιχμηρά αντικείμενα (τσνιά) είναι επώδυνο και εκνευριστικό. Αυτός ήταν ο λόγος που τον ευέξαπτο ακολουθούσε η φράση « Κάθιτι πα στα τσνιά τ’».
Καμουσίδια κάνου.
Η λέξη “καμουσίδια” είναι αυτή που μας ερέθισε, για να ασχοληθούμε με τη φράση, για την οποία εξυπακούεται ότι προηγείται η ερώτηση: « Τί κάνεις;».
Επειδή ο ερωτόμενος δεν βρίσκεται σε καλή διάθεση, απαξιώνει την ενασχόλησή του ή την εν γένει διαβίωσή του με την ιδιωματική λέξη «καμουσίδια». Αυτή μοιάζει τα «καμώματα», τα οποία όμως ασχολούνται με χαριτωμένες πράξεις, ένώ τα «καμουσίδια», ο ιδιωματικός μας λόγος τα φόρτωσε με ανάξια λόγου ενασχόληση, κάτι σαν τιποτένια , για να περνά κανείς την ώρα του,
Κάναμι γρίπου
Εδώ το ρήμα «κάνουμι» δεν έχει τη σημασία του δη-μιουργήσαμε, κατασκευάσαμε, αλλά του ενεργήσαμε. Ο γρί –πος λοιπόν που ενεργήσαμε ήταν ομαδική παιδική ενέργεια, με ιστορικό όνομα και στόχο τον σπάγγο του αετού άλλου παι-διού. Με μια πέτρα δεμένη σε κλωστή (κουσκουντέρ) κατέβαζαν την καλούμπα, την οικειοποιούνταν και την μοίραζαν.
Το όνομά της, αυτή η ληστεία, το πήρε ασφαλώς από τους πειρατές, κυρίως Τούρκους, οι οποίοι έκαναν τις επιδρομές τους με αλιευτικά σκάφη, που τα ονόμαζαν γρί-πους , γιατί μ’ αυτά.