Λεξικό ντοπιολαλιάς- Μέρος 37ο

Θιος στου καλό τσι Παναγιά στα ξύλα

Τάσος Μακρής

Του   τσιφάλι    μ’  του   ορίζου

                                    τσ’ όπου   θέλου   του  γυρίζω.

    Λαϊκό γνωμικό, ευφυέστατο, πανανθρώπινο, διαχρονικό και δυστυχώς ….. ψευδέστατο!  Θα θέλαμε να είναι αληθέστατο, αλλά σε όλα τα χρόνια της ανθρώπινης ύπαρξης στη  Γη αυτό ποτέ δεν έγινε. Ποτέ το κεφάλι δεν το όριζε ο κάτοχός του. Άπειροι στην ιστορία υπήρξαν οι «λεβέντες», που πήραν τα κεφάλια όσων αφελώς πίστεψαν πως ήταν δικά τους.

Εδώ, το κεφάλι ταυτίζεται με την ελευθερία σκέψης και βούλησης. Λέγεται και σκέτη Ελευθερία ,κι αν ψάχνουμε για την διατύπωση του ορισμού της, ίσως η έμμετρη παροιμιώδης  φράση να της έρχεται γάντι.  « Ἔστιν οὖν ἐλευθερία να ορίζουμε το κεφάλι μας και να το γυρίζουμε όπου θέλουμε».

Αυτά όμως είναι μεγάλα θέματα, για τα οποία χαράμισαν τη ζωή τους και έσπασαν τα κεφάλια τους μεγάλοι άνθρωποι, με αποτέλεσμα το απόλυτο τίποτα. Το κεφάλι μας δεν είναι δικό μας και ως προς τον όγκο του και ως προς το περιεχόμενο του. Οι πρόγονοί μας διατύπωσαν με τη φράση τους ένα πολυπόθητο όνειρό τους το οποίο οφθαλμοφανέστατα δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα

 Τουν περάσαν απ’του ψ’λό του κόστσινου.

    Οι νοικοκυρές είχαν δύο κόσκινα , το ψιλό και το χοντρό . Από το χοντρό περνούσε περισσότερο αλεύρι, γιατί περνούσαν μεγαλύτερα μόριά του, ενώ το ψιλό τα κρατούσε.

Όταν λοιπόν άρχιζε η «αφλουγή», εστιασμένη σε κάποιο πρόσωπο, ήταν σαν το κοσκίνισμα. Το χοντρό κόσκινο άφηνε τα μικρά ψεγάδια να διαφύγουν, το ψιλό όμως κρατούσε κι αυτά, τα οποία σχολιάζονταν κατά κανόνα με κακεντρέχεια στη σύνοδο της αφλουγής-κουτσομπολιού.

     Του  λέγαν  στου  τσισμέ

     Ειρωνική φράση σε ρόλο απαξίωσης της αξιοπιστίας κάποιας είδησης. Η ίδια επωμίζεται ένα πονεμένο κομμάτι της ιστορίας του χωριού μας.

Οι βρύσες ( τουρκιστί τσεσμέ=βρύση) ήταν λίγες, γιατί το νερό ήταν  «εἶδος ἐν ἀνεπαρκεία». Σ’ αυτές, τις λίγες, μαζεύονταν  οι γυναίκες, για να πάρουν με τη σειρά τους   (νεμπέτ) το νερό του σπιτιού. Ως που να ῤθει η σειρά τους , κάνουν αφλουγή – κουτσομπολιό . Απ’ εκεί βγαίνουν ειδήσεις μειωμένης αξιοπιστίας. Σ’ αυτές αναφέρεται η φράση με επέκταση σε κάθε είδηση αμφίβολης αξιοπιστίας.

          Τουν  χτύπ’ σι  στου τσιέρατου.

    Τα κερασφόρα ζώα έχουν τα κέρατα για αμυντικά τους όπλα. Είναι όμως και αισθητήρια όργανα αφής. Αντιλαμβάνονται τα αντικείμενα στο άγγιγμά τους.

Αυτή την ιδιότητα μετέφεραν οι πρόγονοί μας και στη δική τους ζωή. Όταν πέφτει κάτι καθυστερημένα  στην αντίληψη κάποιου και αντιδρά επίσης καθυστερημένα, λέμε, και στις μέρες μας ειρωνικά: « Τώρα τουν χτύπ’σι στου τσιέρατου;»

 Τουν έφαγι αγγούρ’ τσ’ αγγουρότσιφλου

     Το ρήμα  «έφαγι» παίρνει τη σημασία της εκμετάλλευσης, όταν μάλιστα ακολουθείται και με την παρομοίωση του αγγουριού και του τσώφλοιού του. Τότε η εκμετάλλευση είναι ολοκληρωμένη και για τούτο επιλέχτηκε για την παρομοίωση  το αγγούρι, που τρώγεται και με την φλούδα.

Τρουγόντιν  σα  ντα προυγόνια.

    Τα «προυγόνια» είναι τα αδέλφια που έχουν μόνο ένα κοινό γονιό. Το ρήμα « τρουγόντιν» σημαίνει εδώ μαλώνουν και το μάλωμά τους έχει ένταση και διάρκεια . Είναι ο λόγος, που επιλέχτηκαν  τα προυγόνια για κακό παράδειγμα διχόνοιας.

  Τρω     ‘ς      άλ’ σις. 

   Ένας αλυσοδεμένος και εξαγριωμένος σκύλος μπορεί να τρώει τις αλυσίδες του κι είναι σε όλους γνωστό αυτό το θέαμα. Το ίδιο θέαμα παρουσιάζουν και εκνευρισμένοι άνθρωποι ή που ανυπομονούν σφόδρα για κάποιο λόγο.

Εντυπωσιακή είναι η χρήση του αρχαίου τύπου ( άλυσος) της αλυσίδας.

 Τσ’νήσαν   τα  μ’ τάρια.

      Τα «μ’τάρια» είναι εξάρτημα του αργαλειού. Είναι θηλιές  από χοντρὀ μίτο, που μέσα τους περνά επιμερισμένο  το στημόνι.

Για να αρχίσει η ύφανση, απαιτείται προσεκτική προπαρασκευή και χρόνος.  Όταν η προετοιμασία τελειώσει, το πρώτο εξάρτημα, που θα κινήσει είναι τα μ’τάρια. Απ’ εκεί κι ύστερα  η δουλειά είναι ρουτίνα.

Οι πρόγονοί μας όλ’ αυτά του αργαλειού τα μετέφεραν και στις άλλες δουλειές τους κι έμεινε η φράση με τη σημασία πως μια δουλειά  ξεκίνησε, δρομολογήθηκε.

   Τσ’     τόντιν    αλιάδα

    Το ρήμα «τσ’ τόντιν» είναι ιδιωματικός τύπος και ο αντίστοιχός του στην καθομιλουμένη είναι: κείτονται. Η λέξη «αλιάδα» είναι επίρρημα και προέρχεται από την αρχαία θάλασσα ( άλς-αλός)  και από το πλοίο ( αλιάς- αλιάδος).

Η φράση λοιπόν μας λέει πως είναι ξαπλωμένοι, όπως στα πλοία , όπως λέμε στρωματσάδα. Ένα ακόμα αρχαιοελληνικό γλωσσικό απομεινάρι, το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με την ομόηχη αλιάδα , που είναι η σκορδαλιά, η οποία παράγεται από το λατινικό allium, που είναι το σκόρδο.

 Τώρα πήραν γιρανοί  τ’ν  κούνια  τ’.

    Η πρακτική ήταν με τον απογαλακτισμό  του παιδιού να απομακρύνεται και η κούνια του. Τέλειωνε η βρεφική και άρχιζε η νηπιακή ηλικία. Στο παιδί έλεγαν πως την κούνια την πήραν οι γερανοί, τα μεταναστευτικά πουλιά, που άνοιξη και φθινόπωρο περνούσαν πάνω από το νησί μας.

Τη φράση χρησιμοποιοὐσαν ειρωνικά στην περίπτωση , που γινόταν προσπάθεια να αφαιρεθούν χρόνια από την ηλικία, συνήθως κάποιας γυναίκας.

                  Θιος   στου καλό  τσι  Παναγιά  στα  ξύλα.

     Φράση γεμάτη ευλάβεια, ομολογία πως ο Θεός, ως Πανάγαθος, νοιάζεται πάντοτε για το καλό του κόσμου. Ως εδώ τα πράγματα είναι απλά.

Το μπέρδεμα είναι, όταν βάζουμε την Παναγιά να ασχολείται με τα ξύλα.  Κι όμως είναι τεκμηριωμένο πως  η Παναγιά νοιάστηκε για τα ξύλα της σκεπής του Ναού της. Οι νέοι της Αγιάσου ξεχύθηκαν όλοι στα βουνά και στα λαγκάδια κι έκοβαν και μετέφεραν ξυλεία της Παναγιάς ακούραστα, αγόγγυστα  συνοδεία μουσικής ζωηρής και παραινετικής, η οποία έκτοτε ονομάστηκε  «τα ξύλα».