Λόγος περί… “ξιμπαμπούλας” στην Ίμβρο και στη Λέσβο

Πέτρος Καναρίδης

                                 ΞΟΥΜΠΑΜΠ’ ΛΑΣ

  Εισαγωγικό σημείωμα .

Ίμβρος- Λἐσβος, νησιά με κοινές ελληνικές ρίζες,  κοινά ήθη και έθιμα ,κοινή εν πολλοίς γλωσσική παράδοση. Κάποτε σε κοινἠ Επικράτεια, στον ίδιο Νομὀ. Σήμερα Λέσβιοι κα Ιμβριώτες, αν και διαβιούμε σε χωριστές κρατικές οντότητες, αυτό δεν εμποδίζει τη επικοινωνία μας, η οποία τώρα τελευταία αναπτύσσεται και οι δεσμοί φιλίας μεταξύ μας όλο και ενισχύονται ποικιλοτρόπως.

Προς αυτή την κατεύθυνση αποβλέπουμε και ως «Πανόραμα Πολιχνίτου»   αλιεύουμε από το περιοδικό «ΙΜΒΡΟΣ» του Συλλόγου Ιμβρίων Αθηνών τ. 159 και προβάλλουμε  άρθρο λαογραφικού και  γλωσσολογικοὐ περιεχομένου  του κ. Ξενοφώντα Τζαβάρα,  αρχισυντάκτη του περιοδικού «ἸΜΒΡΟΣ»
Φιλολόγου και Διδάκτωρος Γλωσσολογίας  του  Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Γλωσσολογώντας στα … “Περιβόλια” της Ιμβριακής Παράδοσης
Μέρος Γ΄: Ξουμπάμπ’λας / Κ’σουμπάμπ’λας

1. Περιγραφή

Ο ιμβριακός “ξουμπάμπ’λας” -και όλα τα μέλη αυτής της οικογένειας, δηλ. τα “ξουμπαμπούλια”, τα “ξουμπαμπ’λούδια”- είναι -σύμφωνα με το Λεξικό του Ιμβριακού Ιδιώματος (σελ. 629)- ένα “σκαθάρι με χρυσοπράσινο χρώμα”, ο επίσημα λεγόμενος “χρυσοκάνθαρος” (cetonia aurata) ο οποίος ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια των σκαραβαίων (scarabaeidae). Εμφανίζεται κατά την άνοιξη να πετά κοντά στα ανθισμένα λουλούδια, χαρακτηριστικό του από το οποίο προφανώς έλαβε και την αρχαιοελληνική ονομασία “μηλολόνθη” ως εμφανιζόμενο κατά την ανθοφορία των μηλιών κ.λπ. Μάλιστα από τον αρχαίο κωμικό ποιητή Αριστοφάνη μαθαίνουμε ότι χρησιμοποιούνταν από τους αρχαίους ως παιχνίδι δένοντάς το με μια λεπτή κλωστή από ένα πόδι και αφήνοντάς το να πετάει κρατώντας την άλλη άκρη της….

2. Χρήση

Κι αν το αρχαιοελληνικό όνομα του τόσο συμπαθητικού αυτού εντόμου αντικαταστάθηκε στους βυζαντινούς χρόνους
από το ηχοποίητο “ζίνα” (λόγω του ήχου που έκανε πετώντας) και μετέπειτα από το “βύζβιζας” (από τον ήχο ‘βιζβιζ’ & ‘μπιζ-μπιζ’), για να καταλήξει στην Ίμβρο ως “ξουμπάμπ’λας”, η …. χρήση του ωστόσο ως παιδικού αθύρματος
αποδείχθηκε διαχρονική και συνεχίσθηκε απρόσκοπτα από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη Ίμβρο!!!
Συγκεκριμένα, η παντελής έλλειψη τεχνολογίας και εμπορικών παιχνιδιών που μας κατακλύζουν σήμερα φαίνεται ότι στην
παραδοσιακή ιμβριώτικη, ολιγαρκή αγροτική κοινωνία (όπως και στην αντίστοιχη αρχαιοελληνική & βυζαντινή) συγκρούονταν
με τη διαχρονική ανάγκη των παιδιών για παιχνίδι δίνοντάς τους το έναυσμα της δημιουργικής κατασκευής παιχνιδιών από
τα “υλικά” που υπήρχαν γύρω τους, δηλ. από τη φύση. Ένα από αυτά -δυστυχώς μάλλον για τον ίδιο- ήταν και ο “ξουμπάμπ’λας”. Έτσι, κατά την άνοιξη τα παιδιά δεν δυσκολεύονταν να πιάσουν το συμπαθητικό και όμορφο αυτό έντομο που
πέταγε βουίζοντας ανέμελο γύρω από τα ανθισμένα λουλούδια και να το τοποθετήσουν σε ένα κουτάκι (“κρίνα”) ή σπιρτόκουτο κλείνοντας μέσα και κάποιο πέταλο από τριαντάφυλλο και λίγη ζάχαρη για να τρέφεται και να νιώθει οικειότητα. Στη
συνέχεια, έβρισκαν ένα κομμάτι λεπτή κλωστή, τη μία άκρη της οποίας έδεναν προσεκτικά γύρω από τον θώρακα του άτυχου
“ξουμπάμπ’λα” και τον άφηναν “ελεύθερο” να πετάξει κρατώντας ωστόσο την άλλη άκρη της κλωστής. Το αυτοσχέδιο -και
μάλιστα κυριολεκτικά ζωντανό- αεροπλανάκι ή μπαλόνι ήταν έτοιμο! Κι αν από κάποιο χεράκι ξέφευγε κατά λάθος η κλωστή,
ο “ξουμπάμπ’λας” απελευθερωνόταν πετώντας ψηλά με μια κλωστή να κρέμεται σαν άλλα σημερινά μπαλόνια φουσκωμένα
με ήλιον ή σαν άλλοι χαρταετοί….

3. Ετυμολογία

Ως προς την ετυμολογία του, το έντομο αυτό, που επιχωρίαζε και επιχωριάζει στην ανοιξιάτικη ιμβριακή χλωρίδα,
είναι η σύνθετη λέξη <χρυσομπάμπουλας>, η οποία μάλιστα ανήκει στα προσδιοριστικά σύνθετα αφού το α΄ συνθετικό (<χρυσός>) είναι ένα επίθετο που προσδιορίζει το β΄ συνθετικό (<μπάμπουλας>).
α΄ συνθετικό (<χρυσο- : ξου>)
Αναλυτικά, εντύπωση εκ πρώτης όψεως προξενεί η συσχέτιση ανάμεσα στα τεμάχια <χρυσο-> και <ξου-> που αποτελούν
το α΄ συνθετικό της λέξης. Η συσχέτιση όμως αυτή και το πέρασμα από το <χρυσο-> στο <ξου-> είναι απόλυτα ερμηνεύσιμα με αναγωγή στους εξής φωνολογικούς νόμους που απαντούν στο Ιμβριακό Ιδίωμα:

(α) αποβολή ατόνου <υ> χρυσο –> χρ’σο
(β) κώφωση ατόνου <ο> σε <ου> χρ’σο –> χρ’σου

γ) αποβολή <ρ> ανάμεσα σε 2 σύμφωνα προς διευκόλυνση της προφοράς χρ’σου –> χ’σου
(δ) ανομοίωση του (διαρκούς) ουρανικού <χ> στο αντίστοιχο (κλειστό ουρανικό) <κ> χ’σου –> κ’σου

Για τον λόγο αυτό, από ετυμολογική-γλωσσσολογική άποψη, ορθότερη είναι η γραφή <κ’σουμπάμπ’λας> που αποτυπώνει ευκρινέστερα την ετυμολογική προέλευση του α΄ συνθετικού.
Τέλος, η ανομοιωτική τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος <χσ> σε <κσ, ξ> είναι υπαρκτή αλλά όχι καθολική
στο Ιμβριακό Ιδίωμα όπως φαίνεται από τη διατήρηση του <χσ> σε λέξεις όπως <χ’σός> (< χρυσός), <χ’σάφ’>
(< χρυσάφι), <Χ’στός> (< Χριστός) αλλά και την τροπή του σε <κσ, ξ> σε λέξεις όπως <μάξους> (< τουρκ. mahsus), <μπαξίσ’> (< τουρκ. bahşiş), <μαξούλ’> (< τουρκ. mahsul) κ.λπ.

β΄ συνθετικό (μπάμπ’λας)
Το β΄ συνθετικό της λέξης <ξουμπάμπ’λας / κ’σουμπάμπ’λας> είναι το ουσιαστικό <μπάμπ’λας> ‘μαμούνι, έντομο’ το οποίο ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη <μπάμπουλας> που είναι ήδη μεσαιωνική (κατόπιν αποβολής του
<ου> -το οποίο ωστόσο διατηρείται ως τονιζόμενο στη λέξη <μπαμπούλ’>) και με τη σειρά της ανάγεται στην
αρχαία <βομβυλιός> που αναφέρεται στο ίδιο έντομο. Με τη σειρά της η λέξη προέρχεται από το σύνθετο επίθετο
<βομβαύλιος> με τη σημασία ‘αυτός που παίζει αυλό’ και κατ’ επέκταση τις λέξεις <βόμβος> και <αὐλός>, που
ερμηνεύονται προφανώς από τον ιδιόρυθμο ήχο που παράγει κατά το πέταγμα:

μπάμπ’λας < μπάμπουλας < μσν. μπάμπουλας < αρχ. βομβυλιός < βομβαύλιος < βόμοβος + αὐλός

Η λέξη <ξουμπάμπ’λας / κ’σουμπάμπ’λας> λοιπόν είναι προσδιοριστικό σύνθετο από τη στιγμή που το α΄ συνθετικό (<χρυσο->) προσδιορίζει το β΄ συνθετικό (<μπάμπουλας>) προσδίδοντάς του το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
(χρυσαφί χρώμα) που το διακρίνει από άλλα έντομα.