Τάσος Μακρής
Μια πουρδουπλάδα μι τα κότσινα τα πουδάρια
Η ενασχόληση με την ντοπιολαλιά μας μας έφερε πολλές φορές μπροστά σε λεκτικά μορφώματα κατασκευασμένα με τρόπο περίεργο, δίχως αναφορά σε κανόνες γραμματικής της καθομιλουμένης, τελείως αυθαίρετα, αλλά όμορφα και αποτελεσματικά. Η διάπλαση μιας γλώσσας δεν απαιτεί φαίνεται γραμματισμένους γλωσσολόγους αλλά μόνο ανθρώπους που θα τη μιλούν. Οι γλωσσολόγοι θα κληθούν τότε να την καταγράψουν και να ανακαλύψουν τους κανόνες της.
Ο τίτλος αυτού του σημειώματος στάθηκε πειρασμός, για να αποδειχθεί η γλώσσα πλαστική δεινότητα των προγόνων μας. Μοιάζουν όμως με ασυνάρτητες λέξεις, κουβέντες παλαβές! Ας τις δούμε από κοντά.
Στη φράση μας περιγράφεται ένα άγνωστο πουλί, που έχει κόκκινο πόδια. Το ότι πρόκειται για πουλί, το βλέπουμε στο δεύτερο συνθετικό της λέξης ( πλάδα -πουλάδα). Το πουλί, που έχει κόκκινα πόδια είναι η πέρδικα, η πολυτιμημένη και χιλιοτραγουδισμένη από το λαό μας. Περδικοκλάδα, λοιπόν, που μεταμορφώθηκε σαν αρχαία χίμαιρα κι τι έγινε πουρδουπλάδα, για να εξυπηρετήσει κάποιο νοηματικό στόχο.
Οι γνώστες της ντοπιολαλιάς μας ξέρουν πως η πουρδουπλάδα χρησιμοποιείται στο λόγο, για να επισημάνει ένα ανέφικτο χιμαιρικό δώρο, για τον απλό λόγο πως τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Το πρώτο συνθετικό τώρα πια δεν είναι η πέρδικα, αλλά η πουρδή, η οποία δεν είναι μόνο υποτιμημένη αλλά και άπιαστη. Μία άλλη έκφραση μας λέει: Πιάσ’ ντ’ πουρδή μ”, που δεν μπορείς βέβαια!
Δεν ήξεραν οι απλοϊκοί πρόγονοί μας το μύθο της χίμαιρας, της κατσίκας με κεφάλι λιονταριού και ουράς με κεφάλι φιδιού, oύτε πως το τέρας αυτό το σκότωσε ο Bελερεφόντης. Έφτιαξαν λοιπόν τη δική τους χίμαιρα, την πουρδουπλάδα, χρησιμοποιούν όταν ο λόγος απαιτούσε μία έκφραση, που θα σηματοδοτούσε ανέφικτες απολαβές.
Οι αρχαίοι Έλληνες σε ανάλογες περιπτώσεις έφτιαχναν μύθους με αχαλίνωτη φαντασία με τους οποίους ερμήνευαν τη φύση και τη ζωή. Οι πρόγονοί μας είχαν χάσει αυτή την ικανότητα. Μάλλον δεν τους το επέτρεπε και η καινούργια θρησκεία. Για αυτό και αυτοί έφτιαχναν ζωηρές σύνθετες λέξεις, ζωηρές για την εικόνα που έδειχναν, για την περιεκτικότητά τους, για τη δυνατότητα της μεταφορικής σημασίας, που μπορούσαν να πάρουν, φτιάχνοντας φράσεις, που έδιναν καίριες απαντήσεις σε σοβαρά κοινωνικά προβλήματα.
Ένα από αυτά είναι οι ψεύτικες υποσχέσεις και η γλυκιά αναμονή της πραγματοποίησής τους. Και τότε έρχεται η ανώμαλη προσγείωση από τον ανάλγητο προσγειωμένο συνομιλητή:” θα πάρεις μία πουρδουπλάδα με τα κόκκινα ποδάρια!”
Η “πουρδουπλάδα” εκτός του ότι είναι το απόλυτο τίποτα είναι και προσβλητικός ευτελισμός της προσωπικότητάς μας, για την οποία δεν είναι υπεύθυνος αυτός που κρίνει την ευπιστία μας, αλλά αυτός που την εκμεταλλεύεται και εσκεμμένα μας ταπεινώνει υποσχόμενος ” λαγούς με πετραχήλια”. Αυτήν την ευπιστία προσπαθούσαν να προλάβουν οι πρόγονοί μας με τη σύνθεση αυτής της χιμαιρικής εικόνας σοκάροντας τον αφελή με ένα περίεργο πλάσμα καμωμένο με πορδή και κόκκινα πόδια. Χιούμορ καταλυτικό, όπως μεγάλη δόση φαρμάκου σε μία απέλπιδα ιατρική παρέμβαση.
Σε αυτή τη φραστική περίπτωση των προγόνων μας θα παρατηρήσουμε και μία ιδιότητα του προγονικού λόγου, που φαίνεται πιο καθαρά στις παροιμίες: Πρόκειται για τη διαχρονικότητα. Μήπως από τότε μέχρι σήμερα μας τελείωσαν οι αφελείς; Ποιος θα απαντούσε θετικά σε αυτήν την ερώτηση; Ποιος δεν έχει δει (να πάρουμε κάτι χοντρό) τα στίφη των αφελών κάτω από τις εξέδρες των πολιτικών να παραληρούν από ενθουσιασμό για αυτά που τους τάζουν; Και ποιος δεν ξέρει πως όλοι αυτοί και οι άλλοι που δεν πιστεύουν, θα πάρουν στο τέλος κοκκινοπόδαρες πουρδουπλάδες; Να λοιπόν η διαχρονικότητα! Η παροιμιώδης φράση είναι καμπάνα που χτυπά και για ‘μας τους εξελιγμένους.