Μελετούν και “αυτοσχεδιάζουν” Μακρής και Καλαθάς-Μέρος 2ο

 

Ήβγι στου σνυπαρτό

Η πρόταση μάς δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε μία πλευρά της ζωής των προγόνων μας, τον αγώνα τους να αγκιστρωθούν στη γη τους και από αυτήν και μόνο να αντλήσουν τους χρειάζομενους πόρους, για να κρατηθούν στη ζωή. Όλα αυτά εμπεριέχονται στη λέξη “σνυπαρτό”.

Το ουσιαστικό παράγεται από το ρήμα “σνυπαίρνου” (σνουπαίρνω, σε άλλα χωριά) και αυτό σήμαινε παίρνω μαζί τα υπάρχοντά μου και αλλάζω κατοικία. Αυτό γινόταν στους καλοκαιρινούς μήνες και ήταν ο λεσβιακός παραθερισμός, ο οποίος γινόταν για τους εξής λόγους:

1) το νησί μας δέχεται λίγες βροχοπτώσεις και το διαθέσιμο νερό δεν επαρκούσε στους οικισμούς και θα τους θερινούς μήνες, που η ζήτηση ήταν μεγαλύτερη. Έτσι οι άνθρωποι μετακόμιζαν κοντά σε μία μικρή πηγή ή ένα πηγάδι από τα οποία προμηθεύονταν άφθονο νερό.

2) Το νερό αυτό χρησίμευε και για την καλλιέργεια κηπευτικών και δεντροκαλλιεργειών π. χ. σύκα, ρόδια, κυδώνια, απίδια, αμπέλια και έπρεπε να είναι κοντά τους για τη συγκομιδή.

3) Μέχρι τα μέσα Ιουλίου είχαν τελειώσει τις αγροτικές εργασίες και άρχιζαν ημέρες ανάπαυσης. Μπορούσαν, λοιπόν, να “κάθονται”  κάπου στην εξοχή, που είχαν κτήμα με νερό. Εκεί έφτιαχναν κατάλυμα μάλλον πρόχειρο, ένα ντάμι ή μία καλύβα και ξεκουραζότανε. Το σύνολο κατοικίας, νερού, καλλιέργειας κηπευτικών, οπωροφόρων, αμπελιού λεγότανε “καθσιά”, γιατί εκεί καθότανε όταν “σνουπαίρνανε”  το Kαλοκαίρι.

Η επιστροφή στο χωριό το Φθινόπωρο γινόταν με την ίδια διαδικασία (τα υπάρχοντα φορτωμένα στο υποζύγιο, οι κότες να κρέμονται στο σαμάρι, τη γάτα δεμένη στον ντρουβά και την κατσίκα δεμένη να ακολουθεί δύστροπα) και όλα αυτά λεγόταν και πάλι σνυπαρτό. Τούτο όμως το σνυπαρτό ήταν η επιστροφή στο χωριό, στον πολιτισμό και είχε πιο έντονη σημασία.

Το χωριό μας συμπτύχθηκε από μικρούς οικισμούς, στους οποίους μερικά άτομα έμεναν ακόμα σαν ερημίτες. Κάπου – κάπου ερχόταν και στο χωριό για προμήθειες. Η εμφάνιση ενός τέτοιου ατόμου σε πολιτισμένο περιβάλλον έμοιαζε με την επιστροφή από θερινή κατοικία, ήταν ένα σνυπαρτό. Να, λοιπόν, η φράση μας που έμεινε παροιμιώδης: “Ήβγι τσι φτος στου σνυπαρτό”. Σηματοδοτούσε την εμφάνιση του αναχωρητή ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους, σήμαινε την κοινωνικοποίησή του.

Μία ακόμα λέξη, το “παρό” είναι μία άλλη ιστορία του τόπου μας, που μας πληροφορεί για τον τρόπο που οι νέοι ερχότανε “εις γάμου κοινωνίαν”. Είναι οι νέοι, αγόρια- κορίτσια, μεγάλωναν και ετοιμάζονταν για το γάμο τους αλλά δεν είχαν το δικαίωμα να εκδηλωθούν, αν δεν έπαιρναν την άδεια από την οικογένεια. Οι γονείς ήταν εκείνοι που θα ζύγιζαν όλες τις παραμέτρους και θα έδιναν τη συγκατάθεσή τους, ο νέος – νέα να παρουσιαστεί στο νυφοπάζαρο δηλώνοντας “παρών” στο προσκλητήριο.

Η μετοχή “παρών” ουσιαστικοποιήθηκε και έγινε “το παρό”. Σαν ουσιαστικό, το παρό, δήλωνε από τη μία την ενηλικίωσή του νέου και από την άλλη το χώρο του νυφοπάζαρου, που ήταν ο εκκλησιασμός, τα πανηγύρια και ο χορός και προπάντων ο κυριακάτικος περίπατος, που γινόταν στο δρόμο προς την Αγία Τριάδα, στον Ξηρόκαμπο. Η φράση “ήβγι στου παρό” σήμαινε πως το κορίτσι μεγάλωσε και ήταν διαθέσιμη να την επιλέξουν για νύφη. Συνήθως αυτό λεγόταν για τις κοπέλες, γιατί αυτές ήταν το διαθέσιμο προϊόν, τα αγόρια ήταν οι αγοραστές.

Έχουμε, λοιπόν, βρει σ’ αυτό το γλωσσικό σημείωμά μας δύο λέξεις, το “σνυπαρτό” και το “παρό”, που σχηματίζουν δύο προτάσεις, με τις οποίες σηματοδοτείται η ένταξη  προσώπου στο κοινωνικό σύνολο. Ο τρόπος που φτιάχτηκαν οι λέξεις δείχνει γλωσσοπλαστική ικανότητα, που αγγίζει ποιητικά επίπεδα. Από μόνες τους είναι ικανές να ζωγραφίσουν ζωηρόχρωμες, ζωντανές εικόνες της κοινωνικής ζωής των προγόνων μας.