Τάσος Μακρής
Λείψι απ’του γ΄δί μ’
Δωρικός λόγος και στη διατύπωση και στο περιεχόμενο. Πρόταση με ρήμα στην προστακτική, που ξεκόβει μία και έξω κάθε άλλη επικοινωνία. Καλύτερη σκιαγράφηση της ψυχοσύνθεσης των προγόνων μας άλλη φράση δεν θα πετύχαινε. Ούτε άλλη, τόσο σύντομη, θα μπορούσε να μας δώσει τόσες πληροφορίες.
Το ρήμα “λείπω” δεν έλειψε ποτέ από την ελληνική γλώσσα σε όλη τη μακραίωνη διαδρομή της και μόνο του, αλλά και με τα τόσα σύνθετά του, εξυπηρετεί τις ανάγκες της ανθρώπινης σκέψης. Γενικά, δίνει τη σημασία κάποιες στέρησης, κάποιος έλλειψης ηθελημένης ή αθέλητης. Μερικά πράγματα μάς λείπουν και νιώθουμε στέρηση και άλλα πάλι λείπουν και νιώθουμε πανευτυχείς. Όταν το ρήμα χρησιμοποιείται στην προστακτική, δηλώνει πως το υποκείμενο επιθυμεί να απαλλαγεί από κάτι ενοχλητικό. Με αυτή τη σημασία παίρνει μέρος στη δόμηση της φράσης του τίτλου μας: Κάποιο πρόσωπο πρέπει να λείψει από το “γ’ δί” του.
Το “γ’ δι” είναι φυσικά το γουδί, το γνωστό γουδί, αλλά έτσι, σκέτο γουδί, μέσα στη φράση είναι τελείως ακατανόητο, αστείο, έως γελοίο. Οι γνώστες του ιδιώματος όμως το αντιλαμβάνονται πάραυτα, αυτόματα, γιατί ξέρουν τη μεταφορά στο λόγο μας, της σημασίας του γουδιού στο κεφάλι. Όχι όμως το οποιοδήποτε κεφάλι. Δεν θα πούμε γουδί το κεφάλι κάποιου ζώου, αλλά μόνο του ανθρώπινου και μάλιστα όχι όλων των ανθρώπων παρά μόνο των ικανών να σκέφτονται. Των άλλων τα κεφάλια λέγονται… κολοκύθια.
Στο γουδί μπαίνει το αλάτι, το πιπέρι και τόσα άλλα και κοπανούνται ανελέητα για να μετασχηματιστούν. Κάπως έτσι, στο κεφάλι, που μοιάζει με γουδί, μπαίνουν οι γνώσεις και κοπανούνται, για να γίνουν σκέψεις, να γίνουν ιδέες. Η διανοητική δουλειά είναι πιο βασανιστική από τη χειρωνακτική, το κοπάνισμα δηλαδή στο γουδί. Ήταν, λοιπόν, εύστοχη η παρομοίωση του κεφαλιού με το γουδί και στη συνέχεια η μεταφορική σημασία, που παίρνει η δουλειά του γουδιού στο ανθρώπινο κεφάλι.
Για να γίνει πλήρως κατανοητή η σημασία της φράσης, πρέπει να δούμε και άλλες φράσεις που καθορίζονται νοηματικά με τον ίδιο τύπο του ρήματος: “Λείψι απί μένα”, “λείψι απ’του τσιφάλι μ”, “λείψι μοι”. Όλα αυτά και άλλα ακόμα μας δείχνουν πως οι φράσεις δεν λέγονταν, για να σηματοδοτήσουν στάση εχθρική, αλλά μία απλή ενόχληση, ίσως της στιγμής, από την οποία ήθελαν να κρατηθούν σε απόσταση. Και όταν, από τα συμφραζόμενα συμπεραίνουμε πως οι ενοχλήσεις ήταν λεκτικές, αντιλαμβανόμαστε τη νοοτροπία και το χαρακτήρα των ανθρώπων εκείνων: Λιγόλογοι και λιγομίλητοι, κλεισμένοι στον εαυτό τους, επιθυμούσαν την ησυχία τους, βίωναν τις δικές τους δυσκολίες και δεν είχαν όρεξη να επωμίζονται και τα προβλήματα των άλλων. Μέσα στο δικό τους “γ’ δί” είχαν αρκετά να κοπανούν, δεν χωρούσαν και ξένες έννοιες.
Εύστοχος, συμπυκνωμένος, περιεκτικός λόγος, βγαλμένος από κεφάλια- γουδιά, ανθρώπων που βίωναν την ύπαρξή τους με ανάλογο τρόπο.