Επιμέλεια-Σχολιασμός Ιγνάτης Ψάνης
Στις 25 Ιουλίου φέτος κλείνουν 100 χρόνια από το θάνατο του Αργύρη Εφταλιώτη, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κλεάνθη Μιχαηλίδη. Ετοιμάζονται διάφορες εκδηλώσεις για τη θύμηση του, κυρίως στην πατρίδα του τον Μόλυβο, αλλά εμείς σκεφτήκαμε να φτιάξουμε τη δική μας σελίδα για τον πεζογράφο, ποιητή και μεταφραστή που ξεχώρισε στο χώρο των γραμμάτων.
-Αντί για βιογραφικό σημείωμα σκεφτήκαμε να αφήσουμε τον ίδιον να μας αυτό διηγηθεί τη ζωή του σε μία σύντομη αλλά περιεκτική αυτοβιογραφία.
-Στη συνέχεια αφήσαμε τον “δικό μας” τον Αλέκο Γιαννακό-Αντωνιάδη να του “στείλει” μία επιστολή, μέσα από την οποία παίρνουμε πληροφορίες και για τον Εφταλιώτη αλλά και για τον Αντωνιάδη, μέσα από ένα λόγο μεστό, κοφτό και αληθινό, ο οποίος συχνά μετατοπίζεται και στον Πολιχνίτο. Γι’αυτό και ο τίτλος είναι ο δικός μας “Εφταλιώτης”
-Με αφορμή την επιστολή αυτή παρεμβάλλαμε και μερικά αποσπάσματα των έργων του, από τα οποία μπορεί κανείς να θαυμάσει το εξαιρετικό ταλέντο του Εφταλιώτη στην πεζογραφία.
-Τέλος κλείνουμε το μικρό αφιέρωμα στον μεγάλο λογοτέχνη, ποιητή και μεταφραστή, τον Αργύρη τον Εφταλιώτη, με μία συνολική αποτίμηση του έργου του.
Η αυτοβιογραφία
Γεννήθηκα στο Μόλυβο της Μυτιλήνης στα 1849. Σπούδαξα στο Λύκειο του πατέρα μου, γερού πατριώτη και μαθήτη του Γ. Σερούϊου. Ξενιτεύτηκα 17 χρονών και πήγα πρώτα στην Πόλη, κατόπι στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Έπραξα ‘κεί εμπορικός υπάλληλος 12 χρόνια και μόλις τις προάλλες παράδωσα στη φωτιά όσα αναγνώσματα έκαμα στον Ελληνικό Σύλλογο, “Ο Λόγιος Ερμής”, φιλολογικά και πατριωτικά. Απ’ εκεί πέρασα στη Λιβερπούλη κι έμεινα ως τα 1887. Από ‘κει κατέβηκα στη Βομπάη. Ξαναντάμωσα τον Πάλλη, παλιό μου φίλο και συνεργάτη στο Σύλλογο του Μάντσεστερ. Τον βρήκα να μεταφράζει από τότε, την ‘Ιλιάδα’ του, στη δημοτική. Είχε το γούστο της δημοτικής από τότες και συχνά γύρευε να με πείσει κι εμένα να γράφω ρωμαίϊκα.
Εγώ όμως, όξω από κάτι στίχους που έγραφα από καιρού σε καιρό στη γλώσσα των τραγουδιώ μας, δεν αποκοτούσα να πετάξω τόσα και τόσα χαδεμένα μου δοκιμάσματα στη καθαρεύουσα και να κηρυχτώ δημοτικιστής. Δεν περνά πολύς καιρός και βγαίνει το ‘Ταξίδι’. Θυμούμαι την πρωϊνή που το ‘λαβε ο Πάλλης (στο σπίτι του κατοικούσα) και σαν τρελλός μου φώναζε: -‘Να τα, αυτά που σου ‘λεγα! Διάβασε και να δεις’. Το διαβάσαμε μονορούφι το έργο. Η αλλαγή ήρθε αμέσως μονάχη της. Ανακάλυψα άξαφνα πως μπορούσα να γράψω ό,τι θέλω στη μητρική τη γλώσσα δίχως μήτε τη μισή τη δυσκολία που έβρισκα γράφοντας καθαρεύουσα.
Είχα τότες περίπου στείλει μερικά μου ποιήματα στην ‘Εστία’, αφορμή από ένα Διαγωνισμό που βγήκανε δεύτερα. Μου ζήτησε κατόπι ο Δροσίνης και πεζά. Ρίχτηκα λοιπό στα πεζά, διηγήματα, περιγραφές, λογής άρθρα κι έτσι έβαλα κι εγώ μερικά φρύγανα στη φωτιά που άρχιζε από τότες να κορώνει και που σήμερα όλοι οι πυροσβέστες του δασκαλισμού δεν προφταίνουνε να τη σβήσουνε.
Μερικα χρόνια κατόπι, στα 1894, μου τύπωσε η ‘Εστία’ σε ξέχωρο βιβλίο τις ‘Νησιώτικες Ιστορίες’ μου. Τρία χρόνια κατόπι έβγαλα τις ‘Φυλλάδες Του Γεροδήμου’. Σώθηκαν και τα δυο αυτά. Στα 1900 βγήκε ‘Η Μαζώχτρα’ κι ο ‘Βουρκόλακας’ και στα 1901 η ‘Ιστορία Της Ρωμιοσύνης’ που μονάχα ο τίτλος της, θαρρώ, δικάστηκε, γιατί αυτός μόνο κρίθηκε, τουλάχιστο στην Ελλάδα. Το περασμένο καλοκαίρι έβγαλα μια μικρή Συλλογή από παλιά μου Τραγούδια. Έχω και μια Συλλογή από ‘Διάφορα Πεζά’, μα πότε θα βγει αυτή ο Θεός ξέρει.
Γυρίζοντας από τη Βομπάη στα 1891 αντάμωσα τον Ψυχάρη πρώτη φορά στο Παρίσι. Η φιλία μας άρχισε από τότες και στάθηκε τόσο πολύτιμη στην Ιδέα, όσο και του Πάλλη, που ξανανταμωθήκαμε και μ’ αυτόνα σα γύρισα και καταστάλαξα στην Αγγλία”
Η επιστολή του Αλέκου Γιανακού-Αντωνιάδη
Aνοιχτή επιστολή
προς τον Αργ. Εφταλιώτη
Ωχ! έχω γράψει τόσα για τον Εφταλιώτη, αυτή τη λυρική νότα της βορινής Λέσβου (στη νεότερη εποχή), ώστε θάπεφτα σε αυτοεπανάληψη, αν επιχειρούσα τοποθέτηση του και σ’ αυτήν την πρωτότυπη γραφή- πράμα που δε το θέλω. Γι’ αυτό θα καταφύγω σε μιαν Επιστολή (διδάχος μας ο Έρμαρχος) προς τον Πατέρα της Αιολικής Πεζογραφίας. Το Πνεύμα σ τ έ κ ε ι σαν κάτι αιώνιο, ήλιος έμπνευσης κι προτροπής για το Kαλό – κατά συνέπεια, σε αυτό το ιδεατό κύκλωμα έχει τη θέση της τούτη η πέρα από Χρόνο επιστολή:
“Αργύρη μου,
Με συγχωρείς πρώτα για την οικειότητα. Είναι γιατί σε νιώθω βαθιά και σε πλάθω σαν κάτι δικό μου – ακριβό, πολύτιμο και ολοζώντανο… Έγινες πια δικός μου χώρος!
Για το πνεύμα σου, όπως το μεταδίνω στα γραφτά μου, δεν είμαι και τόσο σίγουρος, αν πέτυχα σωστή λήψη. Φωτίζω όμως μία άγνωστη πλευρά – πες: νεκρή γωνία – πού για αυτήν θυσίασες κυοφορούμενες” Νησιώτικες ιστορίες” για να βγάλεις στο φανερό πληγές της Ρωμιοσύνης και διδάχος να γίνεις λυτρωμού μας από τον δίχως όρια ΔΑΣΚΑΛΙΣΜΟ! Όταν έγραφες ετούτα τα διδαχτικά – που δεν ήταν δα και του γούστου σου- με πίκρα το σημείωνες πως έκανες “παλαβάδα”, αφού οι σύγχρονοί σου δεν σκάμπαζαν από τέτια… Έλπιζες όμως πώς τα μικρά μαθητούδια, όλο και κάτι θα κέρδιζαν από τη διδαχή σου – και να, ένα μικρό μαθητούδι από τον Πολιχνίτο…
– Τι έκανε λέει; Δεν έχεις ακουστά τον Πολιχνίτο;
– Ά! βέβαια… Έχεις δίκιο. Εσύ ο απόγονος του Μηθυμναίου Αρίονα, ανανεωτής στην εποχή μας του λυρικού διθύραμβου, αναθρεμένος κάτω από το μεσαιωνικό κάστρο του Μόλυβου και φευγάτος αμούστακος [1] απ’ το νησί – πώς να ξέρεις; Γι’ αυτό, συμπάθα με που θα σου δείξω την ταυτότητά μου…
Στον Πολιχνίτο (κατάλοιπο ντε της αρχαίας Πύρρας) είχα Σχολάρχη τον πατέρα μου, όπως κι ελόγου σου στο Μόλυβο. Είχες την ατυχία να τον χάσεις νωρίς, πήγες να σταθείς στην έδρα μα προτίμησες την ξενιτιά – είχα την ατυχία να χάσω την παιδική μου ψυχή μέσα στο σίφουνα της Μικρασιατικής Καταστροφής, που στέρεψε το γέλιο και ρούφηξε τη χαρά από μας τα παιδιά… Εσύ βρήκες τη σωτήρια ΦΥΓΗ στο εμπόριο και εγώ στα βιβλία, που είχε μαζεμένα στο σπίτι ο Σχολάρχης Πολιχνίτου! Οι “Φυλλάδες του Γεροδήμου” [2] με τράβηξαν σαν μαγνήτης – γνωστό δα πως εμείς οι Λέσβιοι αγαπούμε πολύ τον τόπο μας, άλλο θέμα αν από την πολύ μας την αγάπη δεν αναγνωρίζουμε σ’ άλλον το ίδιο δικαίωμα και καβγαδίζουμε σαν ζηλιαρόγατοι για την αιώνια αγαπημένη, τη Λέσβο μας…
Εσύ, Αργύρη μου, στα μακρινά σου ταξίδια σ’ άξενους τόπους, κρατούσες σαν ακριβό φυλαχτό τις αφλουγές που άκουσες στην αγκαλιά της Μάνας – των Κεπετζήδων [3] φύτρα.. Και εκεί, στην ξενιτιά, αναπλάθονταν στο ψυχικό σου καμίνι οι θρύλοι – για να βγουν καλοδουλεμένα σμαράγδια σαν κι αυτό:
“Μαρίνος Κοντάρας [4] – το όνομα του αγγελοκάμωτου θεριού, που έχει γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Άσπρων Νησιών. Πάντα ματωμένος ο λάζος του και κάποτε μάτωνε με το δικό του αίμα σαν μεθούσε και έκοβε τα ποντίκια του για να δείξει παληκαριά. Ήταν όμως παληκάρι, αληθινό παληκάρι. Δεν σκιαζόταν από τίποτα, ούτε από τον ίδιο το Θεό…”
Έ! λοιπόν, αυτός που σου γράφει τώρα τυχαίνει νάχει τη φύτρα του στ’ “‘Ασπρα νησιά”. Άσπρα, κάτασπρα τα χωριά στο έμπα του Κόλπου Καλλονής, μα για να γλιτώσουν από το λεπίδι του “αγγελοκάμωτου θεριού” όσοι απόμειναν ζωντανοί μαζεύτηκαν σε μία μεσόγεια λακούβα – σωστή κρυψώνα… Αυτός είναι ο Πολιχνίτος – πολλά χνάρια πά’ να πει, ξαναθερμασμένα όμως μέσα στους ατμούς που βγάζει σ’ αυτό το μέρος η καυτή ανάσα της λεσβιακής γης!
Ξέρεις όμως, καλέ μου Αργύρη, πόση καταστροφή – η όποια καταστροφή – έχει και τα καλά της: σπάνε οι αρμοί συνέχειας, κατεστημένα, κοινωνική ιεραρχία και τάξη, όλα πέφτουν στον ίδιο παρονομαστή ισοπεδωμένη ομοψυχίας… Κι αφού ο άνθρωπος – αιώνιος Σίσυφος – πάλι θα κίνηση προς τα πάνω, επόμενο ο καινούργιος ανεβασμός να φέρει στον αφρό κάποια νέα σύνθεση, πράμα που θα ήταν παράλογο να το περιμένει κανείς από τόπο που δεν δοκίμασε καταστροφή… Έτσι, ” Μηθυμναίοι, Αντισαίοι και κακοί Μυτιληναίοι” ας μην αναρωτιούνται, όπως οι παλιοί Φαρισαίοι για κάποια Ναζαρέτ:
-Μα είναι δυνατό να προέλθει τίποτα καλό απ’ τον Πολιχνίτο;
Μμμ… Σα να σε βλέπω να μουτρώνεις, καλέ μου… Θαρρείς πως η παρέμβαση ήταν εξεπιταυτού, θέλω να μιλήξω για ελόγου μου- όχι! είχα απώτερο σκοπό: να σε προετοιμάσω για τις πνευματικές συνέπειες που είχε στο νησί μία άλλη καταστροφή, η Μικρασιατική…
Άκου το λοιπόν: στην αγαπημένη σου Εφταλού άλλους σε πρόλαβε – ένας Αϊβαλιώτης παληκαράς που καταβαλίκεψε στο αράθυμο τ’ άτι σου και τράβηξε μπροστά με καλπασμό, μα γρήγορα ξεκαβαλίκεψε γιατί τούγνεψε μαργιόλικα η ΓΑΛΗΝΗ τις καλοπερασιάς κι έδωσε στη συνέχεια γραφές χωνευτικές για “τα μεγάλα κεφάλια” και βεβαίως του λόγου, έγινε ακαδημαϊκός… Στο τέλος, τα κλώτσησε όλα κι ήρθε να βρει την αιώνια γαλήνη στην αγκαλιά της Εφταλούς – κάτω από τις μεγάλες σου φτερούγες. Δέξου τον, Αργύρη μου, σαν “άσωτο γιο που επιστρέφει στην πατρική αιολική στέγη”, γιατί πολύ στυφή η ζωή για κείνους που τα βάζουν με τα” μεγάλα κεφάλια” στον τόπο μας… Μη κοιτάς ελόγου σου – ήσουν μακριά, δεν είχες την ανάγκη κανενός για να προκόψεις, για αυτό τους περίλαβες όλους και τους στόλισες πατόκορφα. Μα για να γράφει κάνεις την πάσα αλήθεια και να μένει σε αυτόν τον τόπο που λέγεται Ελλάδα, πρέπει νάναι πλασμένος από πάστα ήρωα – νάναι γενημένος αγωνιστής!
Ήθελα κι άλλα νεότερα να σου γράψω για κάποια “δασκαλίστικά συμπόσια” κάτω από τη Στέγη σου, μα ο χώρος δεν το επιτρέπει… Βλέπεις, πάντα ο Χώρος είναι περιορισμένος ενώ ο Χρόνος ανοίγεται απεριόριστος μπροστά μας κι ο Ά ν θ ρ ω π ο ς βαδίζει με το ένα πόδι στηριγμένο στη γη του και το άλλο στο κενό, για να συνθέσει το χρέος προς την αιωνιότητα και την επικοινωνία με τους συγκαιρινούς του. Για κάποιο Μέτρο μιλούσαν οι αρχαίοι πρόγονοι – έτσι δεν είναι, ακριβέ μας Αργύρη Εφταλιώτη;
Σημειώσεις
[1]”..Έφυγ’ από το νησί μας μικρός μικρός. Κι ίσια στα μακρινά τα ξένα. Ίσια στην Ευρώπη εκεί που λέτε εσείς οι πολύξεροι πως είναι τα φώτα, μα εγώ την βρήκα γεμάτη σκότος και καταχνιά. Σκότος και καταχνιά και το λησμοβότανο στα θλιβερά μονοπάτια της! Είκοσι χρόνια με μισοκοίμιζε το φοβερό το βοτάνι! Είκοσι χρόνια μ’ έτρωγε σκουλήκι κρυφό, της πατρίδας ο αθάνατος πόθος, που μήτε μια Ευρώπη δε σώνει να τον ξερριζώσει ολότελα.”
Στα είκοσι τα χρόνια το καταπόνεσε η λαχτάρα το λησμοβότανο. Ξύπνησε η καρδιά μου, ξύπνησε ο νους μου, όλα μου ξύπνησαν και πατρίδα ζητούσαν. Παίρνω το βαπόρι κι ίσια κάτω κατά τα νησιά μας. Τα βρήκα όλα στον τόπο τους!..
[2]Γεννήθηκα στο σπίτι της μάννας μου σε νησί της Τουρκιάς. Είταν αυγή πρώτο λάλημα πετεινού. Το δικό μου είταν το δεύτερο λάλημα την αυγή εκείνη. Άκουσα πώς σαν με φάσκιωσε και με κρατούσε στα χέρια της η μαμή έβλεπα το λυχνάρι και στήλωνα τα μάτια μου κατά το φως. Αυτό δεν μου φαίνεται και παράξενο. Το παράξενο είναι πως σα μεγαλώσουμε δεν έχουμε τόση γνώση. Χρόνια και χρόνια μπορεί να μένη ο λαός στο σκοτάδι και σπίθα να δη σφαλνά τα μάτια του.0Ι ΦΥΛΛΑΔΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΔΗΜΟΥ-αρχή
[3] Ήταν γιος του δάσκαλου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη και της Ελένης Κέπετζη
[4] Μαρίνος Κοντάρας: Ο κεντρικός ήρωας του ομότιτλου διηγήματος- Γυρίστηκε και ταινία το 1948 με τον Κατράκη και τον Διαμαντόπουλο.
https://youtu.be/NeHF1tokUlI
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ
– Επιδίωξε να καταστήσει το γραπτό του λόγο (ποιητικό, πεζό, θεατρικό, μεταφραστικό) κοινό κτήμα όλων των Ρωμιών γράφοντας, όχι στην αρχή, στη μητρική τους γλώσσα για την οποία έδωσε και τους προσωπικούς του αγώνες, παρόλες τις ακρότητες της Δημοτικής, τις οποίες με ευγένεια και μεγάλη προσοχή αποτυπώνουνε.
– Πολέμησε τον δασκαλισμό και τον λογιωτατισμό, την ξερή και απρόσωπη γνώση του σχολαστικού και στενοκέφαλου Δασκάλου, με τον στείρο συντηρητισμό και με την εμμονή του σε νεκρά εκφραστικά σχήματα, που καταπνίγουν τη φαντασία, τη σκέψη, την ελεύθερη συνείδηση.
-“Μάχομαι για την εδραίωση της αποδοχής του διαφορετικού και της κατάρρευσης των κοινωνικών προκαταλήψεων…Έτσι η κλασική λογοτεχνία μία λογοτεχνία που διαβάστηκε μέσα στο χρόνο και θα διαβάζεται στο μέλλον αποκτά διαχρονική αξία και τα λογοτεχνικά κείμενα μπορούν να τροφοδοτήσουν τη σκέψη προσφέροντας από αισθητική απόλαυση ως καλή λογοτεχνία πρότυπα ζωής και συμπεριφοράς. Έτσι η λογοτεχνία ως ζωντανή εμπειρία θα γοητεύει τους αναγνώστες οι οποίοι θα έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με αθάνατα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.” γράφει ο ίδιος.
-Στην πεζογραφία ξεχωρίζει η συλλογή διηγημάτων” νησιώτικες ιστορίες”, όπου υπάρχει μία γνήσια ελληνικότητα. Τα διηγήματά του είναι η σημαντικότερη συνεισφορά του Εφταλιώτη στην Ελληνική Λογοτεχνία. Η “μαζώχτρα” είναι διήγημά του, μυθιστόρημα “ο Μανώλης ο Ντελμπεντέρης”, “οι φυλλάδες του Γεροδήμου”, ένα ιστορικό ανάγνωσμα με τη μορφή διηγημάτων, το ανολοκλήρωτο “Η ιστορία της Ρωμιοσύνης” και θεατρικό του έργο ο “Βρυκόλακας”.
-Έχει μεταφράσει ξένους συγγραφείς αλλά και Σαπφώ, Αλκαίο, την Οδύσσεια του Ομήρου, την οποία δυστυχώς πρόλαβε μέχρι τη Ραψωδία Φ. Το έργο της μετάφρασης τελείωσε ο Ν. Ποριώτης.
Συνολικά υπήρξε ένας γνήσιος και αυθεντικός Ρωμιός, αν και ξενιτεύτηκε νωρίς, βαθύς γνώστης των ελαττωμάτων και πλεονεκτημάτων μας. Αγάπησε τον τόπο του, “ήτο αγνός πατριώτης” (Φ. Πολίτης)
Θεωρείται από τους κορυφαίους μας ηθογράφους και λογοτέχνες μας και δίκαια κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη Λογοτεχνία μας και στην καρδιά μας, ως Μυτιληνιός.