Απόσπασμα από την ομιλία του Οδυσσέα Ελύτη, κατά την απονομή Νόμπελ, στις 10Δεκεμβρίου 1979
Η Ποίηση. « Τί αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατάντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών. Είναι, το ξέρω, άτοπο ν’ αναφέρεται κανείς σε προσωπικές περιπτώσεις. Και ακόμη πιο άτοπο να επαινεί το σπίτι του. Είναι όμως κάποτε απαραίτητο, στο βαθμό που αυτά βοηθούν να δούμε πιο καθαρά μιαν ορισμένη κατάσταση πραγμάτων. Και είναι σήμερα η περίπτωση. Μου δόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλ’ αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικο-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής, όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μία Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ. -χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρισμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας. Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση…
Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε. Μήτε οδήγησε σε καμιά σύγκρουση όπως οι εικοσάδες των ιδεολογιών που αιματοκύλισαν τις κοινωνίες μας και μας άφησαν με αδειανά χέρια∙ όμως όταν μιλώ για αισθήσεις δεν εννοώ το προσιτό, πρώτο ή δεύτερο, επίπεδό τους. Εννοώ το απώτατο. Εννοώ τις «αναλογίες των αισθήσεων» στο πνεύμα. Όλες οι τέχνες μιλούν με ανάλογα. Μια οσμή μπορεί να είναι ο βούρκος ή η αγνότητα. Η ευθεία γραμμή ή η καμπύλη, ο οξύς ή ο βαθύς ήχος, αποτελούν μεταφράσεις κάποιας οπτικής ή ακουστικής επαφής. Όλοι μας γράφουμε καλά ή κακά ποιήματα κατά το μέτρο που ζούμε και διανοούμαστε με την καλή ή την κακή σημασία του όρου. Μια εικόνα πελάγους από τον Ομηρο φτάνει άθικτη ως τις ημέρες μας. Ο Rimbaud την αναφέρει σαν mer melee au soleil και την ταυτίζει με την αιωνιότητα. Ένα κορίτσι που κρατάει ένα κλώνο μυρτιάς από τον Αρχίλοχο επιβιώνει σ’ έναν πίνακα του Matisse και μας καθιστά πιο απτή την αίσθηση, τη μεσογειακή, της καθαρότητας.Εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και μία Παρθένος της βυζαντινής εικονογραφίας, δεν διαφέρει πολύ. Παρά ένα κάτι ελάχιστο, συχνά, το εγκόσμιο φως γίνεται υπερκόσμιο και τανάπαλιν. Μια αίσθηση που μας δόθηκε από τους αρχαίους και μια άλλη από τους μεσαιωνικούς έρχονται να γεννήσουν μια τρίτη που τους μοιάζει, όπως το παιδί στους γεννήτορές του.
Μπορεί η ποίηση ν’ ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο; Οι αισθήσεις μες απ’ τον αδιάκοπο καθαρμό τους να φτάσουν στην αγιότητα; Τότε η αναλογία τους θα επαναστραφεί επάνω στον υλικό κόσμο και θα τον επηρεάσει.
Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικόαποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση- και δη στους καιρούς τους χαλεπούς- είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας, παρ΄ όλα αυτά, βρίσκεται στα χέρια μας»!
Και ένα μικρό απόσπασμα από την ομιλία του Οδ. Ελύτη στους ομογενείς της Σουηδίας, μετά την βράβευσή του.
«Είμαστε οι μόνοι , σε ολόκληρη την Ευρώπη, που έχουμε το προνόμιο να λέμε τον ουρανό «ουρανό» και την θάλασσα «θάλασσα», όπως την έλεγαν ο Όμηρος και ο Πλάτωνας, πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια.
Δεν είναι λίγο αυτό. Η γλώσσα δεν είναι μόνον μέσον επικοινωνίας. Κουβαλάει την ψυχή του λαού μας και όλη την Ιστορία και όλη την ευγένεια»!
Ο «Ποιητής του Αιγαίου», Οδυσσέας Ελύτης, που πέθανε, το 1996, υπήρξε, ως πολίτης και καλλιτέχνης ( ποιητής και ζωγράφος- τεχνική του κολλάζ) ένας βαθιά πολιτικοποιημένος Έλληνας και πατριώτης, ο οποίος, όμως, παρέμεινε, σταθερά, ακομμάτιστος, αρνητικός σε κάθε πρόταση που του έγινε να αναλάβει κάποιο δημόσιο αξίωμα και να εμπλακεί στην ενεργό πολιτική. Απέκρουσε, ακόμα, και την πρόταση, το 1977, να γίνει μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, καθώς και την πρόταση, το 1995, για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Όπως δήλωσε, σε ραδιοφωνική ομιλία του, «μια ζωή ολόκληρη αγωνίστηκα για την διατήρηση αυτού που λέμε ελληνικότητα, που δεν είναι τίποτα άλλο από έναν τρόπο να βλέπεις και να αισθάνεσαι τα πράγματα, είτε στην μεγάλη κλίμακα είτε στην ταπεινή, είτε είναι ο Παρθενώνας είτε ένα λυχνάρι∙ το παν είναι η ευγένεια και η ποιότητα, σε αντίθεση με το μέγεθος και την ποσότητα, που χαρακτηρίζει την Δύση».
Ο Ελύτης με το ποιητικό του έργο «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» και με το «Άξιον εστί» «αναμετράται με την Ιστορία». Και, όπως γράφει ο Βαγγέλης Στεργιόπουλος «ο Οδ. Ελύτης θα καλεί, πάντα, μέσα από το ¨Άξιον εστί¨, σε μια συνεχή εγρήγορση τον Ελληνισμό, όπου, προ των πυλών του, όλο και κάποιοι καραδοκούν. Είναι μια ηρωική κι ευγενική παρότρυνση για μια διηνεκή αναδίπλωση, τόσο στο ατομικό, όσο και στο φυλετικό επίπεδο∙ ο ασφαλέστερος οιωνός της μελλοντικής μας επιβίωσης»!