Η Θεσσαλία την ώρα που δακρίζει και άλλες διηγήσεις
Η εποχή του κατακλυσμού είναι η περίοδος όπου ο Νοών μαθαίνει από τον Νώε. Το νερό είναι θείο δώρο πνιγηρό και ρέον μέχρι τις φλέβες μας, υπόσταση του σώματος μας. «ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς» (Γένεσις κεφάλαιο 1). Το φως απλώθηκε πάνω από το ύδωρ και διπλασιάστηκε, ανακλάστηκε, φωτίστηκε η πλάση όλη. Το μόριο του ύδατος αποτελείται από δυο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου. Και συναντάται με τις τρεις μορφές της ύλης: υγρό, στερεό και αέριο. Αυτή η κατακλυσμιαία λειτουργία το κάνει αναπάντεχα μοναδικό και κινητήριο για το γήινο σύστημα. Το νερό του πλανήτη ούτε προσφέρεται ούτε χάνεται.
“Θυμήσου τα λουτρά που σε σκότωσαν” [Χοηφόροι του Αισχύλου]
Τον Σεπτέμβριο του 2023, στον θεσσαλικό κάμπο, ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα ακολούθησαν χειμάρρους, υδροστάτες ποταμούς αναζητώντας μια θάλασσα να βαπτιστούν στην αρμύρα και να σταθούν σε λιμνάζοντες περιοχές, να ξαποστάσουν και να ανακλάσουν φως. Και τι φως! Οι άνθρωποι που το ζήσανε καταστραφήκαν. Η ανορεξία της ύπαρξής τους κορυφώθηκε στον εναγώνιο βιβλικό κατακλυσμό. Η πλημμύρα απλώθηκε σαν μαρμελάδα καμένη σε μουλιασμένη φρυγανιά. Η πνιγηρότητα ήταν συμπόνια προς τους ανθρώπους και τα ζώα της πλάσης. Οι άνθρωποι τούτοι μαθαίνουν να κολυμπούν, τα ζώα όμως ποιος δεν τα μαθαίνει και πνίγονται στο σωρό, με γουρλωμένα μάτια και δυσοσμία; Θάνατος παντού, στέγες σχεδίες με τα κεραμίδια, τα παξιμάδια της γης, να γλυτσαίνουν, να πρασινίζουν σαν σαύρες. Τρεις μέρες κατακλυσμού που βρόντηξε σαν πόρτα στο ρεύμα των παραθύρων ενός οικοσυστήματος που οι άνθρωποι προσπαθούν να ελέγχουν σαν να ήταν σπίτι τους. Στα μουχλιασμένα νερά της μνήμης, οι άνθρωποι αφήνουν πίσω τους κατορθώματα αειφορίας, αδιαφορίας και επικλήσεων για σωτηρία.
Ποτέ δεν καταλάβαμε για ποιο λόγο το καλοκαίρι που δεν βρέχει επιθυμούμε να βρεχόμαστε σε θάλασσες και λίμνες. Αυτό είναι ένα είδος ανισορροπίας για την αυτογνωσία του ανθρώπινου είδους. Πότε και ποιος; Ίσως κανένας δεν ισορρόπησε το ετήσιο θαύμα βροχών, μουσώνων και χιονιών, μετεωρολογικών επιθυμιών προς την αιώνια σιωπή της ξηρασίας. Ποιος μπορεί να ζωγραφίσει το πράσινο δίχως ίχνος νερού; Ποιο είναι το παλιό πράσινο και για ποιο λόγο τα σύννεφα δεν κάνουν ένα φύσημα πίσω για να διαχύσουν νερό σε χορτολιβαδικές εκτάσεις απορροών και λιμναζόντων περιοχών; Η θάλασσα ήταν παραπέρα. Το θέαμα της βροχής στο πέλαγος είναι φιγουράτο νερό, ακροβασία του κατακλυσμιαίου στο υγρό. Το νερό ακκίζεται στα κύματα και όταν το κάνει αυτό στις κορυφές των βουνών ξεπλένει όλες τις κατηφόρες και σαρώνει γεφύρια και ασφάλτους, στάβλους, σπαρτά και άσπαρτα με λασπονέρια γόνιμα και πρωτόγονα. Αυτός ο ανανεωμένος θάνατος είναι μια οπτασία της ίδιας της φύσης και ένα απρόσμενο θανατηφόρο μπάνιο για τον απροετοίμαστο άνθρωπο, τον θεριστή και τον άσπιλο. Ποτέ μας δεν καταλάβαμε την αίγλη της καταιγίδας την αυτογνωσία του νερού. Ποτέ δεν φανταστήκαμε νερό να ρέει από άλλον πλανήτη στο δικό μας! Οι ουρανοί μας στάζουν μόνο το δικό μας νερό, το απρόσωπο νερό αυτού του κόσμου. Ο Νοών επικαλείται τον Νώε για την καλή μαρτυρία της εμπειρίας του κατακλυσμού ως εναρκτήρια διαδικασία. Μια διασωστική περίπτυξη όλων όσων βρέθηκαν στο χωριό Μεταμόρφωση στον δεύτερο όροφο του κοινοτικού γραφείου, ως τσιμεντένιας κιβωτού. Οι ιστορίες όχι γύρω από ένα τραπέζι, αλλά πάνω σε ένα τραπέζι.
Μας ενδιαφέρει η κοινοπραξία των πνιγόμενων, των προσωρινά απελπισμένων, των ασκούμενων ποιητών, των επιτελεστών της στιγμής. Η κοινή στρατηγική του επιβιώσαντα. Η αναζήτηση και επίκληση του νερού πια μόνο στην κολυμπήθρα. Ο ποιητής, ο απελπισμένος, ο καταδικασμένος, ο αγνοημένος ισορροπεί αβέβαια, σε ανάλογη δυναμική με τα ποδάρια του τραπεζιού, με την ιδιαίτερη επιφάνεια του ξύλου ή του μετάλλου που συγκρατεί τον ζόφο, προσδοκώντας η αφή της υγρασίας να είναι μόνο ο ιδρώτας των χεριών. Αν πλημμυρήσαμε, ας πλημμυρήσαμε ριψοκίνδυνα, ας φτάσει σε αγρύπνια σήμερα, ας διασωθούμε, δεν μπορούμε άλλη μπόρα. Διατελούμε διαρκώς σε εγρήγορση. Τα χέρια και ο τένοντας είναι η μύτη, τα μάτια είναι τα χέρια. Τα νύχια είναι άχρηστα στη λάσπη, την πρώτη ύλη της βιωμένης εμπειρίας στον κατακλυσμό. Και μέσα στην αρχέγονη και πρωταρχική την πρωτογενή ύλη, γλώσσα νοούσα η λάσπη ως μελάνη γραφής επικαλείται το αναπάντεχο ως θαύμα τιμωρίας, ως κλητήριο θέσπισμα για την φύση που ξεχειλίζει και ξεστομίζει την αειφορία ως αδικία: Η φύση της φύσης είναι η φύση.
Στο τραπέζι των πλημμυροπαθών, η κοινότητα των ιδίων και ανόμοιων άλλων ανθρώπων: η συντροφιά εκείνο το βράδυ ήταν επισφαλής σε ένα θέατρο του παραγκωνισμού των δυνάμεων της φύσης, όπου πρέπει να παραμείνεις ψύχραιμος. Τα χνώτα σου τα ενωτίζονται όλοι τούτοι, πάνω στο τραπέζι/βάρκα. Η σκηνή είναι θεατρικά κινηματογραφική, οι ρόλοι είναι ψεύτικοι, γιατί είναι βιωματικοί. Άσπλαχνοι εκείνο το βράδυ βρέθηκαν όσοι δεν κοίταζαν κατάματα με σκέψεις αχόρταγες και αγωνίες μισοφαγωμένες για το τι μέλει γενέσθαι. Στο τραπέζι των αγνοημάτων, οι συμφορές του καθένα κόπασαν καθήμενες. Οι αυλακιές της έλικας μέσα στο νερό θα ήταν η σωτηρία άλλα μόνο φουσκωτά τομάρια υπήρχαν παντού. Ο Μωυσής θα έσχιζε την πλημμύρα στα δυο. Η έρημος της βροχής. Ο Βέρνερ Χέρτζογκ θα έβαζε τον Νώε να τραγουδά άριες στη συχνότητα του νερού. Πάλεψε αληθινά ανήμπορος, εκστατικός σε αυτή την άξαφνη γιορτή νεροποντής του δευτερολέπτου, όπου παραδόθηκε ο κόσμος και όλα όσα πνίγηκαν επέπλεαν την επομένη. Η κιβωτός του πνιγμού. Α, πόσο φριχτό μπορεί να φανεί το νερό όταν ξεδιψά με την μια τον κάμπο. Τέλειωσε ο θεσσαλικός κάμπος, δεν έχει καμία πόσιμη σημασία όλο αυτό το νερό. Μην προσπαθήσει κανείς να σταλάξει αλήθειες βιωσιμότητας. Τα σταγονίδια αμεροληψίας φταίνε που σπάσαν φράγματα και κοιλαδογεφύρια. Μακριά από μένα ανυπομονώ να αδιαφορήσω είμαι ο Νοών και όχι ο Νώε που πίστεψες εσύ.
Η αυτοδιάσωση ήταν άμεση. Συγκέντρωση σε μια κοινή σχεδία ένα τραπέζι λεοντοπόδαρης τραπεζαρίας, σε ένα πανώροφο κοινοτικού γραφείου, σε κτίσμα της δεκαετίας του εξήντα. Ο ουρανός άνοιξε ολόκληρος, χύθηκε βροντόφωνα το σπλαχνικό νερό. Τα πουλιά δεν μπορούσαν να φύγουν, όμως την μεθαύριο αποδημούν. Το γερασμένο πέπλο της βροχής, το πρώτο βράδυ, άγγιξε την έρημο χώρα και πριν το αύριο διασταυρώθηκε με το πέπλο του τρόμου. Δεν είναι ανοιξιάτικη βροχή ούτε καλοκαιρινή είναι φθινοπωρινή λασπώδη, για να χάνονται τα ίχνη της μνήμης, για να βαραίνει το βήμα και να ξεραίνεται, σχετικά εύκολα, η στάθμη της αιωνιότητας. Η βάσανος του καλοκαιριού, το έαρ των πετάλων του μέλλοντος είναι αυστηρότερο από το παρελθόν που, ανήμπορο να γυρίσει τον καιρό πίσω, κραδαίνει κλαδιά ξερά μπροστά στη σελήνη. Τα μεσημέρια, μέχρι την αποστράγγιση του τόπου, θα είναι σάπια με πεθαμένους ίσκιους και πανάρχαια σάβανα τοπίων, χαραγμένων κυρίως από το βρόχινο νερό και τις απορροές των βουνών. Μακριά η πρώτη νύχτα και οι σκέψεις χαμηλές για τους αναγκασμένους, όπως οι πόλεμοι που συμβαίνουν στο απάνθρωπο κορμί των τόπων. Ο ήλιος πρόβαλε και σου μάτωσε τα γόνατα. Αυτά κάνει ο ήλιος και τον παρεξηγούν, αυτά κάνουν τα σύννεφα και τα ευγνωμονούν. Ενάντιος ο άνεμος, ενάντιο το ποτάμι, ενάντιες οι ηλιοφόρες ακτίνες, σπίλωμα η λάσπη, καρτερία η φρίκη, ασύμμετρο το σπίτι, νέα η πόλη. Ο βρόγχος του πατρικού σπιτιού θα γίνει νέα οικοδομή, αντιπαρέχοντας το καθαρό πουκάμισο του φεγγαριού σε μπετόν αρμέ. Στην νέα πόλη των Τρικάλων, με τα παλιά πεύκα και το ποτάμι, η ξεχασμένη βρύση αναστενάζει σταγόνα την σταγόνακρυστάλλινους μακρινούς ήχους σε ρυάκια φαύλα των φλεβών των χεριών, κοντά στην παλάμη, όπως όταν κραδαίνει ο κασμάς την ανασκευή.
Παραπέρα στη Μεταμόρφωση, στον πετρόμυλο, αλέστηκε με το κουρκούτι μουχλιασμένο το σιτάρι και το καλαμπόκι για το πρόσφορο στον θεό της βροχής. Η τελετουργικές αρτοκλασίες ήταν πρόχειρες, άψητες, καλοφωτογραφημένες για την μνήμη, γεμάτες φωνές, επτά από το ύπαιθρο με ήχους πλαγίαυλων από τους Πάνες του Πηλίου. Το ελεγειακό συναπάντημα έφερε γυναίκες και γυναίκες, αγγέλους των ορατών να πλέκουν ζυμάρια σαν σπλαχνικά σύνεργα, σαν γουργουρίσματα εντερικά από τα κόλλυβα της λάσπης. Άντε, βγήκαν οι πρώτες πνοές από το ευλογημένο εντός μας, γιατί το εκτός μας γεμάτο λάσπη και σπόρους θα φυτρώσει με νέες καλαμποκιές, νέους σιτοβολώνες. Έτσι αρχίζει και ξανακαρποφορεί η ερημιά μας, ο ουρανός είναι στο κυανότερο χειμώνα των εποχών του ποτέ. Το σιγοτραγούδισμα «της Μαρμαρένιας μου βρυσούλας» έβρεξε τα χείλια σε ρυθμό τέσσερα τέταρτα. Βγήκαν όλοι από τον καφενέ. Τα φώτα της δημοσιάς ήταν κίτρινα. (Δράση Α Thessaly Project Συμμετοχική performance: «Συμμετοχικό έργο με την κοινότητα στο φυσικό περιβάλλον/στο πεδίο της καταστροφής από την πλημμύρα». Χωριό Μεταμόρφωση – Θεσσαλία, Καφενείο ο Βάγιος. 25/07/2024. Συμμετείχαν: Κατερίνα Αναστασίου, Βάσω Βαλαράκου, Λίτσα Ρίτα Κόγια, Γεωργία Κονείδου, Νέλα Κωνσταντίνου, Παναγιώτα Ντάντου, Φανή Ντάντου, Δήμητρα Πλατιά, Δήμητρα Σιατερλή, Βασίλης Σέντζας, Βαΐτσα Τέγα και οι μικροί Δήμητρα και Φάνης. Επιτελεστική επιμέλεια: Κατερίνα Αναστασίου. Συντονισμός επί τόπου: Λίτσα Ρίτα Κόγια, Σπύρος Μπουντούρης, καταγραφή: Σπύρος Μπουντούρης στα πλαίσια του Thessaly Project – Ομάδα Εν-φλώ)
Το φως κράζει με τους κεραυνούς, το σκοτάδι στριγγλίζει με τις βροντές, ανοίγοντας παντού κλειδαρότρυπες. Κρυφοκοιτάζει ο θεός από κοντινή απόμακρη απόσταση τους ανθρώπους που επιπλέουν ξεραμένοι στα λασπόνερα, σαν καύκαλο σε αίμα πηκτό και αργό. Επιλέγουμε το λυχνάρι της γιαγιάς με πρόχειρο λάδι θαμπού φωτός και κεριά κηροζίνης εκρηκτικής μελαγχολία. Αυτά βρήκαμε και περπατήσαμε γρήγορα έξω από το σπίτι. Το νερό φούσκωνε, τα παπούτσια γίναν τόσο δα μικρές βάρκες. Ο Πηνειός σκεφτόταν τον Αχιλλέα και την πτέρνα του. Η άσφαλτος διεγερμένη θα σπάσει σε μικρά κομμάτια κομμένη στο χέρι. Έτσι καταπλεύσαμε στον ουρανό του τίποτα με τίποτα. Βρήκαμε κι άλλους συχωριανούς, κατασχίσαμε νερά νερών και σωθήκαμε νομίζουμε σε ένα πάνω όροφο νοματαίοι όλοι. Η ορθωμένη ξαγρύπνια έφερε τα φεγγερά κεριά και τα λυχνάρια να μεγαλώνουν τις σκιές μας τόσο που να φαινόμαστε χωμένοι σε πηγάδια.
Σε άλλο σπίτι ο ανύπαντρος γιος έβαλε την ανήμπορη μάνα του κατάκοιτα στο τραπέζι για να μην βραχεί. Αυτός, συμπαραστάτης καθήμενος πάνω στο ίδια τάβλα, λαχνοβοούσε τη ζωή της. Θέατρο της μοναξιάς, ξέπλυμα πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένῳ λόγω, χωρίς ἑκάστῳ των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσις. Η ωδή των τράγων από ανονείρευτη διέγερση στην περιπατημένη γη του άρτου ζυμώνει εκ νέου ονόματα ανθρώπων, ζώων και τόπων. Δυο εκεί δεν κοιτιόντουσαν, τρεις δεν μιλιόντουσαν όμως οι δεκατρείς περίμεναν το ξημέρωμα οριζόντια και κάθετα. Εσύ και εγώ σε ένα κοινό γίγνεσθαι. Δρόμος δεν υπήρχε μέσα στα σκοτεινά νερά αλλά το φέγγος ήταν οι ίδιοι οι αναξιοπαθούντες του θειώδους ή θεανθρώπινου ή πανμέγιστου τελικά του πανανθρώπινου εσύ και εγώ όταν βρίσκεται μέσα στην επίκληση, μέσα στην τραγωδία.
Βρέχει και νυχτώνει, ιδρώνω που νυχτώνει, βρέχει και βροντά. Ξέρω εικοσιπέντε λέξεις για τη βροχή. Γνωρίζω τις βροχερότερες των λέξεων. Πέρασα μέρες με αυτό τον υγρό μανδύα των λέξεων, δέθηκα με τον ζουρλομανδύα του πνιγμού. Είδα να στάζει το τελευταίο φύλλο του δέντρου με τον φόβο της γενναιότητας. Στάθηκα σε σιντριβάνια χαράς και είδα να δακρύζουν αγάλματα στη μέση του δρόμου. Τι ήρωες δακρυσμένοι είναι αυτοί. Ερωτιδείς τσαλαβουτούσαν στην ακροποταμιά του Ενιπέα και στα μισοφέγγαρα εντόπιζαν τις σκιές των ρεμβασμών τους. Ο χρόνος είναι πιο πλατύς από τον χώρο και δεν πλημμυρίζει ποτέ. Η μέρα όταν πλημμυρίζει γέρνει καταγής φορτωμένη μέχρι τους υδροφόρους ορίζοντες που τι να ορίζουν τώρα; Φανταστείτε το φαντασιακό νερό των ξεροπόταμων να με παρασύρουν στην θάλασσα, μαζί με κροκάλες, με κλαδιά ανυπομονησίας και ύλες σπερνόμενες στα απύθμενα θαλάσσιων επιθυμιών. Θέλω να γίνω θάλασσα. Θάλαττα θάλαττα, ωρέ Ξέρξη, που τα ξέρεις όλα. Ομολογουμένως, σε αυτή την πλημμύρα υπήρξαν άνθρωποι και κάηκαν, μάλιστα σιγοκάηκαν. Αδιέξοδο.
Ένας περιηγητής της αναλήψεως περιφέρονταν λειτουργημένος και λειτουργός στο Ροπωτό Τρικάλων, εκεί που πριν από 12 χρόνια κύλισε η εκκλησία του χωριού αβάπτιστη. Στάθηκε καΐκι σε φουρτούνα, με το βουνό θεριεμένο κύμα. Όρμησε ο λειτουργός να ασκητέψει σε κλίση 17 μοιρών. Η εκκλησία έστεκε ασεριάνιστη. Ασκητήριο μοναδικό. Η ζέστη είχε αρχίσει από το πρωί. Μόνος προσκυνητής άνθρωπος ρασοφόρος, μεσαιωνικός, έφερε την ησυχία στη λοξή ανησυχία, του από θεού κρεμάμενου ναού. Στα μαρμάρινα δάπεδα κρατιόντουσαν οι ώρες. Οι ύμνοι κυλούσαν τόσο αργά που ο αέρας προλάβαινε να μπει από το ιερό και να βγει από τις εγκοπές του τρούλου. Κινήθηκε ο προσκυνητής, πριν γονατίσει, γυμνώθηκε. Άξιο σκουλήκι με τους πήχεις μπροστά βυθίστηκε στην αχαλίνωτη κλίση. Έκανε διάταση οπίσθιου μηριαίου από αποκλίνουσα στάση και κατέληξε σε θέση παιδιού, με βυθισμένο το κεφάλι στους πήχεις των χεριών. Τον διαπέρασε η πίστη. «Στώμεν καλώς – αν και επικλινώς». Η ευφροσύνη του παρέστεκε. Σηκώθηκε φύλλισε εξόκειλα την εικόνα του Άγιου Γεωργίου. Έξω έκανε το θέλημα του, τελετάρχης του τέλους. Ό,τι συνέβη στον κάμπο κάτω, μνημονεύτηκε: Θεσσαλία τυχερή στην ατυχία σου. Ο γυμνός ασκητής, με μάταια τα μάτια της σαρκός του, ξεκίνησε μια απαγγελία που έμοιαζε με δοξασία προτροπή και επαγρύπνηση. Πρώτα ζήτησε ενδόμυχα από τα σύννεφα να μην σταθούν εμπόδιο και να ζητήσουν πίσω το νερό τους. Το χώμα στέκει σκόνη την σκόνη αντίκρυ στα αστέρια. Μετά, μεγαλοφώνως, δεν έθιξε την τάξη, προέτρεπε ότι η αταξία θέλει πάντα συμπλήρωμα: βάφτισε την ίδια του τη σκέψη. Απήγγειλε, θεογόνισε, εκέκραξε. Κύριε ἐκέκραξε πρὸς σέ, εἰσάκουσόν μου, εἰσάκουσόν μου, Κύριε. Κύριε, ἐκέκραξα πρὸς σέ, εἰσάκουσόν μου πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου. Το όνομα αυτού Ντάνιελ. Το θυσιαστήριο είχε γίνει βαπτιστήριο. Περιδιάβασε ο προσκυνητής, εδέησε. Συντέμνει όχι το χρόνο, χρόνο έχει, τη διάθεση είχε βρει να κομίσει τρυφερότητα σπλαχνική για τον πέρα κάμπο. Τους καμπίσιους σκεφτόταν. Ευχόταν βαθειά θρησκευτικά ως γυμνός ασκητής με το σεντόνι της ησυχίας να σκεπαστούν.
ακκίζεται=χαριεντίζεται, κάνει νάζια
Βέρνερ Χέρτζοκ: Γερμανός σκηνοθέτης, ηθοποιός, σκηνοθέτης όπερας και συγγραφέας. Θεωρούμενος ως πρωτοπόρος του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου.