Πά και πί , παπί…του Φιλολόγου Γιάννη Μανούκα

Ιγνάτης Ψάνης

Ας ακολουθήσουμε τον αγαπητό φίλο και συνάδελφο, τον Γιάννη τον Μανούκα από την Βατούσα, στις χρωματισμένες συναισθηματικά και γλαφυρά εκφρασμένες κοινωνικο-πολιτικές αναμνήσεις και προβληματισμούς  του.
Άραγε από τότε που αρχίσαμε να συλλαβίζουμε  “πα και πι το παπί” ίσαμε σήμερα, πόσο μας βοήθησαν τα γράμματα, ώστε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι και να φτιάξουμε μια καλύτερη κοινότητα;
Πά και πί, παπί

Κάθομαι τούτον τον καιρό και φυλλομετρώ παλιά αναγνωστικά των παιδικών μου χρόνων που εκδίδει γνωστή κυριακάτικη εφημερίδα, απευθυνόμενη προφανώς σε αναγνώστες με ίδιες με τις δικές μου καταβολές, αλλά και την ίδια διάθεση επιστροφής στο παρελθόν, στην ηλικία εκείνη που ο Αλεξανδρινός ξόμπλιασε ως την «ποίηση της ζωής μας». Και χάνομαι μέσα σε κείνες τις τόσο απλοϊκές εικόνες, με τα πρόσωπα και τα πράγματα, τα κτίσματα και τα τοπία, όλα ζωγραφιές με απλές γραμμές, χωρίς καν την προοπτική του χώρου, με τις ναϊφ πινελιές του χρωστήρα, που ακόμα και τώρα, όπως τότε, φαντάζουν μπροστά μου πραγματικά, χωρίς το ρεαλισμό που απομυθοποιεί και συνακόλουθα σε κάνει να κρυφογελάσεις, τουλάχιστο με κατανόηση. Και περιπλανιέμαι συνάμα ανάμεσα στα πρώτα μου γράμματα, στις συλλαβές που συλλάβιζα, στις λεξούλες που άρθρωνα με το ντύμα πια του γραφτού λόγου. Πά και πί, παπί….

Όλα τούτα βέβαια, παρόλο που ως εκπαιδευτικός, και δάσκαλος κυρίως, ανδρώθηκα και στοιχειώθηκα με το ρεαλισμό εκείνον που μπορούσε να διακρίνει την ιδεολογία ενός εκπαιδευτικού συστήματος που αναδείκνυε το τρίπτυχο Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια, με σημαιούλες, εκκλησιές σε πλατείες φανταστικών χωριών, με βρύσες και γάργαρα νερά, και σπίτια, όπου η «Αγία Οικογένεια» με τη σιγουριά που απέπνεε η παρουσία της αποτελούσε τον πυρήνα όπου τεκταινόταν η ανάδειξη και διατήρηση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής πραγματικότητας.

Κι όμως εμέ τίποτε πια από όλα αυτά δε με πτοεί, γιατί τούτο το περπάτημα των ματιών μου πάνω στις εικόνες και τα γράμματα των αναγνωστικών μου με φέρνουν εκεί στα μέσα περίπου του ΄50, όταν έγραφα την Αντιγραφή μου και διάβαζα την Ορθογραφία μου με τη λάμπα πετρελαίου πάνω σε ένα παμπάλαιο σκαμνάκι, εκεί δίπλα στο τζάκι μας κι ανάμεσα στο κουβεντολόι των αγαπημένων της φαμελιάς μου.

Και είναι στιγμές που δέχομαι χτυπήματα στην πόρτα του φαντασιακού μου, όπου αυτοέγκλειστος περιδιαβάζω στο παιδικό μου παρελθόν μέσα στις σελίδες των αναγνωστικών μου και συνέρχομαι για λίγο από τούτον τον ασύστολο παλιμπαιδισμό μου για να ακούσω φωνές άλλες, που κάποτε απέπεμπα σκαιότατα, να μου θέτουν ερωτήματα αμείλικτα:

Μήπως τούτα τα δίσεκτα χρόνια που ζούμε, κάπου αδικήσαμε την Πατρίδα και ενοχοποιήσαμε την έννοια και την ιδέα της, αφήνοντας να τη μονοπωλούν ανιστόρητοι και νιώθοντας ενοχές αν ψελλίσουμε κάτι από αυτήν μέσα σε τούτον τον πολτό της παγκοσμιοποιήσης με τα αλλότρια ήθη της παρακμής που κατακυριεύουν τις νεότερες γενιές και εμάς ακόμη τους πρεσβύτερους, και πανωσάμαρα, που λέγαν οι παλιοί, να κρατούν τα γκέμια της λευτεριάς μας οι περιβόητοι νόμοι της παγκόσμιας αγοράς; Και πού οδήγησε τη νεολαία η, μετά βδελυγμίας και περιφρόνησης, απόρριψη της Θρησκείας, της δικής μας ελληνορθόδοξης εκδοχής με την αρχέγονη εκείνη σύζευξη του μεταφυσικού και του εγκόσμιου; Κι αν ερρίφθη στο πυρ το εξώτερον η Αγία Οικογένεια, ας αναλογιστούμε το κατάντημα της σύγχρονης, πυρηνικής λεγόμενης, που διαλύεται εν μιά νυκτί από ένα καπρίτσιο, αλλά και το θαύμα που τον τελευταίο καιρό συντελείται στους κόλπους της, να κρατά υπό τη σκέπη της, ενισχύοντας παντοιοτρόπως άνεργους νέους και απολυμένους γονείς με το υστέρημα των παλιών συνταξιούχων στυλοβατών της («τα τιμημένα γηρατειά» του πάλαι ποτέ Ανδρέα), μερικούς από τους οποίους θυμηθήκαμε πως υπάρχουν κι επαναφέραμε άρον-άρον από τα γηροκομεία…

Με τούτα, δε φιλοδόξησα άρθρο ιστορικής και κοινωνικής ανάλυσης Μνήμες και συναισθήματα θέλησα να μοιραστώ και ερωτήματα που θέτω στον εαυτό μου να κοινοποιήσω, ελπίζοντας να βρω κοινωνούς των συναισθημάτων και σκέψεών μου.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΡ.ΜΑΝΟΥΚΑΣ