Ιγνάτης Ψάνης (Σύντομη εισαγωγή)
Ως λογοτεχνική σελίδα αυτή τη βδομάδα αναρτήσαμε ένα προσωπικό βίωμα, που πληροί όλες τις προϋποθέσεις, για να καταταγεί στην κατηγορία που λογοτεχνικού πονήματος.
Χιλιάδες πιστοί στην Αγιάσο – Περπάτησαν δεκάδες χιλιόμετρα, για να προσκυνήσουν την Παναγία τη Βρεφοκρατούσα (από τον τοπικό τύπο)
Αντώνης Χατζηλάμπρος-Φιλόλογος
Το να βάζει κανείς το ‘να του ποδάρι μπροστά απ’ τ’ άλλο και να βαδίζει προς έναν τόπο, ακόμη κι άγνωστο, είναι μια απόφαση τα οφέλη της οποίας πολλοί υμνήσαν στο μάκρος των αιώνων. Οι κυνικοί φιλόσοφοι εξήραν τ’ αγαθά που προσφέρει ο νομαδικός βίος και η μόνιμη περιπλάνηση. Για τον Ρουσσώ η εξοχή ήταν το γραφείο που χρειαζόταν, ενώ για τον Φ. Νίτσε το περπάτημα ήταν η βασική προϋπόθεση του έργου του. Τον Μάρτη του 1930 ο Μ. Γκάντι αντιδρώντας στον διπλασιασμό φόρου τ’ αλατιού από την αποικιοκρατική κυβέρνηση, κάλεσε τον ινδικό λαό σε μια πορεία ειρηνικής διαμαρτυρίας 387 (!) χιλιομέτρων που έμεινε παγκοσμίως γνωστή ως «πορεία τ’ αλατιού». Σε καιρούς ισκιωμένους, τον Απρίλη του 1963, ο Γ. Λαμπράκης κρατώντας ένα μαύρο πανί με το σήμα του πυρηνικού αφοπλισμού -μετέπειτα της ειρήνης- και τη λέξη «ΕΛΛΑΣ», ξεκίνησε τον δικό του «Μαραθώνιο Ειρήνης» από τον Τύμβο των Μαραθωνομάχων. Τι κι αν συνελήφθη στο 28ο χιλιόμετρο; Το μήνυμα εστάλη παντού… Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς πως το περπάτημα δεν εξυπηρετεί μόνο την αναγκαιότητα της μετατόπισης από ‘να σημείο σ’ άλλο. Είναι υγεία, τρόπος ανά(σ)τασης, πηγή φιλοσοφικού στοχασμού, πράξη πολιτική…
Σ’ εμένα, όπως και σ’ όλους τους ανθρώπους, μου δόθηκε μια «ρίζα». Τούτη δεν είν’ άλλη απ’ αυτή του πεφιλημένου μας τόπου, του Πολιχνίτου. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα μα δεν υπήρξε χρόνος, απ’ τους σαράντα τέσσερεις του βίου μου, που να μη πάτησα αιολικά χώματα. Οι δικοί μου με ‘μάθαν να τα περπατώ, να τ’ αγαπώ και να τα τιμώ μ’ όλο μου το είναι. Το νησί μας, πριν χρόνους πολλούς, γραφτό το ‘χε να δεχθεί στην αγκάλη του μια «προσφυγούλα». Ήταν το ιερό της Παρθένου εκτύπωμα, η εικόνα της Θεομήτορος «Αγίας Σιών» που έφτασε κατά ‘δώ απ’ τους Άγιους Τόπους για να γλυτώσει το εικονομαχικό μένος. Η φερώνυμος κωμόπολη, η «Αγιάσος», ο χλοερός και με γάργαρα νερά τόπος, στον ίσκιο του Ολύμπου, έμελλε να γίνει ένα δεύτερο «Περιβόλι της Παναγιάς». Από τότε η Υψηλοτέρα των Ουρανών απλώνει την ποδιά Της πάνω απ’ τ’ άγιο μας νησί και με την Τίμιά Της Σκέπη το προστατεύει απ’ τις συμφορές. Η παράδοση το ‘χει εδώ, ως ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης για τη Θεία Της Χάρη, παραμονές της Κοιμήσεως, να «παγαίνουμε πουρπατάμεν’» -ο καθείς απ’ το χωριουδάκι του- μέχρι το Θείο Εικόνισμα της Βρεφοκρατούσας. Στην εποχή που όλοι και όλα βιάζονται, κάποιοι επιλέγουν, από κάθε γωνιά του νησιού, πεζή να μεταβαίνουν στην Παναγιά την «Αγιασιώτσσα», για να μαρτυρήσουν την πίστη τους στην Κεχαριτωμένη. Σε ‘μάς τους Πολιχνιάτες μάς έλαχε μια απόσταση μισού σχεδόν μαραθωνίου μέχρι τη θαλερή Αγιάσο. Από παιδί μικρό ακολούθησα κι εγώ -στην αρχή μην ξέροντας το γιατί- τα λεφούσια των πιστών που κινούσαν για το ενιαύσιο τάμα τους. Στα παιδικά μάτια τούτος ο «αποικισμός» μού φάνταζε ιεροτελεστία μοναδική. Μαυροφορεμένες γυναίκες, λιγόλαλοι άντρες, παλικάρια, κοπελούδες και παιδιά παίρναμε δρόμο. Συνήθως ξεκινούσαμε την ώρα του εσπερινού. Και να κάπου εκεί η άγια μορφή της μάνας μου, να κι οι θειάδες και τα ξαδέρφια μου και να η «πεζοπόρος αφλουγή» και να τα «δυναμωτικά μικροτσιμπούσια» στις στάσεις μέχρι την «ακκλησά»… Προχωρούσαμε στωικά μέχρι να φτάσουμε στον φωτοστόλιστο ναό της δροσερής Άνασσας. Έκτοτε, σχεδόν κάθε χρόνο, κάνω κι εγώ το ιερό μου καθήκον. Θες ένεκα πίστεως, θες ένεκα παράδοσης, θες ένεκα της περιπέτειας που τόσο απουσιάζει στη μαύρη Αθήνα; Μάλλον λίγο απ’ όλα.
Εγώ πια προτιμώ να πηγαίνω μόνος για ν’ αποφεύγω τις στάσεις. Και μου αρέσει να φεύγω κατά το ξημέρωμα… Εκείνη την ώρα συγκυβερνούν αρμονικά κι ακριβοδίκαια η πορτοκαλένια Σελήνη και ο βασιλιάς Ήλιος. Όσο ξεμακραίνεις από το χωριό του φεγγαριού το λάμπος -που ‘χεις στην πλάτη σου- δύει για να ΄δώσει τη θέση του στις ανατέλλουσες ‘λιάτικες αχτίνες. Μέχρι να φτάσεις στο γήπεδο έχεις πια ορίσει το βήμα σου, το βήμα το σωστό! Κι όταν συναντήσεις τα πρώτα μαντριά έξω απ’ το χωριό το μυαλό παύει να λειτουργεί όπως πάντα κι είναι λες και συντονίστηκε σε μιαν άλλη «παραμυθική» συχνότητα. Οι ελιές που θωρεί το μάτι σου αρχίζουν και πυκνώνουν. Γεμίζει το μάτι κι ευφραίνεται η ψυχή με τ’ ασημένια λιόδεντρα, τούτα τα ‘βλογημένα γεννήματα της φύσης με τους στριφτούς κορμούς. Στα δεξά το Δαμάνδρι και ο Άη-Γιώργης στα Μελαντά. Μικρός σαν ήμουνα η μάνα μου μας έβαζε με την αδερφή μου να κοιμόμαστε στο εκκλησάκι του έφιππου Αγίου και η θειά μου μας αφηγούταν τον θρύλο για το ταπεινωμένο από τον Τροπαιοφόρο θεριό. Άλλο τάμα αυτό! Βέβαια οφείλω εδώ να ‘ξομολογηθώ (Μεγαλομάρτυρα σχώρα με) πως οι θρύλοι περί εμφανίσεων του Αγίου τις νυχτιές, μόνο καλό δεν έκαναν στον παιδοψυχισμό μου! Παρόλ’ αυτά το νοσταλγικό ταξίδι στ’ άσπιλα παιδικά σου χρόνια ξεκινά… Και προχωράς και προχωράς… όπως κι η ζωή. Το φτάσιμο στα Βασιλικά σού φωνάζει πως η παραίτηση από τον σκοπό δεν είναι πια επιλογή. Οι μαγικές δυνάμεις που σε παρακολουθούν πάνω από πεύκα μετά τον Άγιο Ραφαήλ σε καλούν να χαθείς στη γητειά του δάσους. Κι εκεί καταλαβαίνεις πως ο ανήφορος που διάλεξες είναι η επιλογή η σωστή, γιατί κατά ‘κει δεν σε πάει η συνήθεια ή το έθιμο, αλλά η επιθυμία να νικηθεί η σάρκα, να νικήσει η ψυχή. Κι εκεί συνειδητοποιείς πως δεν περπατάς πια μόνος. Τα πόδια σου είναι χιλιάδες πόδια γιατί η στράτα είν’ ασφαλώς πεπατημένη απ’ τα μιλιούνια των προγόνων που ακλουθήσαν την ίδια πορεία μέχρι τη Μεγαλόχαρη. Κι όσο προχωράς κι αψηφάς τους πρώτους πόνους στα ποδάρια, «η ράτσα σου ολάκερη υψώνεται κι αντριεύει» και καλοπατάς το μονοπάτι με την ελπίδα να το πατήσουν κι απογόνοι. Δεν είσαι πια ένας αλλά πολλοί.
Με τέτοια φτερά στα πόδια μπαίνεις στο δάσος, αφού πρώτα πάρεις μια δροσιά από τον αγέρωχο της Καλλονής κόλπο στα ζερβά σου. Και το μυαλό στροβιλίζεται στο τώρα σου. Οικογένεια: Κάναμε τα σωστά για τα παιδιά! Κάναμε τα σωστά για τα παιδιά; Δουλειά: Κάνω αυτό που μπορώ! Κάνω αυτό που μπορώ; Ζωή: Τα έχω καλά καμωμένα! Τα έχω καλά καμωμένα; Σκέψεις και λογισμοί, όσο βαθαίνεις στα δεντρά, κάνουν απρόσκλητα την εμφάνισή τους κι είναι τότε που λες η «ζωή είναι δρόμος». Άλλοτε πλατιά ανοιχτός, άλλοτε κλειστός. Άλλοτε χωμάτινη, κακοτράχαλη ατραπός κι άλλοτε δημοσιά. Άλλοτε μονόδρομος, άλλοτε πολύβουη λεωφόρος. Άλλοτε ευνοϊκός για προσπέραση κι άλλοτε στενός για να περιμένεις τη σειρά σου. Ένα είναι βέβαιο: το στρατί είναι το σπίτι σου, η δουλειά σου, η πορεία σου μέχρι τα τριάντα, τα πενήντα, τα εξήντα σου… Κι έχει πάντα επιλογές: να περιμένεις πίσω από άλλον, να τον προσπεράσεις, να τρέξεις, να μπεις στο αντίθετο ρεύμα… Κι αυτές οι επιλογές με τη σειρά τους φέρνουν προσπεράσματα, ανελίξεις, μετωπικές… Κι όσο βαδίζεις στο «τσαμλίκι» και στους κορμούς που γίνονται, με τ’ αδιάκριτα μάτια τους, μάρτυρες στο προσωπικό σου «σκάψιμο», είναι που νογάς ότι τα ερωτήματα είναι πιο σημαντικά απ’ τις απαντήσεις που βρήκες. Γιατί αυτά σε βγάζουν στο δρόμο για την προσωπική σου Ιθάκη, για την προσωπική σου Αγιάσο. Σημασία έχει να βρίσκεσαι καθ’ οδόν! Και πριν το καταλάβω είμαι στη στροφή για Αχλαδερή. Στα μισά του δρόμου κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τώρα θέλει βαθιές ανάσες γιατί η ανηφοριά μεγαλώνει και το κορμί κουράζεται. Ο παντοκράτορας Ήλιος μου καίει λίγο τους ώμους γιατί πια έχει κυριαρχήσει στους αιθέρες. Μα ποτέ δε σταματώ. Βοηθά βέβαια και το ενθαρρυντικό βλέμμα των οδηγών από απέναντι που σου φωνάζει: «Βοήθειά σου!». Καταλαβαίνουν! Λες και νιώθουν τον πόθο για το φτάσιμο! Και θυμούνται πως κι αυτοί πρέπει να βγουν στη γύρα. Όλοι εξάλλου, απ’ την ίδια άβυσσο ξεπεταχτήκαμε και κατά ‘κεί βαδίζουμε, μα στο μεσοδιάστημα θέλουμε μ’ όλο μας το σφρίγος ν’ αποδείξουμε την ανθρώπινή μας ύπαρξη. Και προχωράς κοιτώντας το μέλλον, κουβαλώντας πάντα σ’ ένα λεπτό κέλυφος το παρελθόν σου. Ό,τι γλυκό απόμεινε. Σαν τα νερά απ’ τις λίμνες του πευκώνα. Σταυρός στην Αγιά Ειρήνη, ένα καλημέρα στους μικροπωλητές και στους πυροσβέστες της Λίμνης και προχωρώ για το τελευταίο κομμάτι…
Τώρα πια δεν περνώ μέσα απ’ τον Άγιο Δημήτρη. Εκεί οι γονείς μου βάζαν πάντοτε νερό στα μπιτόνια και μου παίρναν κανένα δώρο απ’ το μπακαλικάκι. Παλιά… Ευτυχώς από εδώ και κάτω ο δρόμος γίνεται λίγο κατηφορικός! Πού να ξέρω κι εγώ ότι ο κατήφορος -όπως και στη ζωή- είναι παγίδα… Καταπονεί τόσο τα γόνατα που η τελική ανηφόρα για την Αγιάσο θα μοιάζει με Γολγοθά. Μα τώρα πια είναι η καρδιά που παίρνει τον λόγο σαν δει τη μεγάλη καφέ πινακίδα «Ιερό προσκύνημα Κοιμήσεως της Θεοτόκου». Σ’ αυτό το βασίλειο της καρδιάς διαφεντεύουν δυνάμεις που κάνουν το πιο καταπονημένο κορμί να περπατοπετά! Τι κι αν οι φτέρνες ουρλιάζουν και οι γάμπες κοντεύουν να εκραγούν! Οι στροφές μέχρι την κωμόπολη ατελειωτες, μα ο βιγλάτορας Όλυμπος, ο δικός μας ο Όλυμπος σε παρακολουθεί και σ’ επιβραβεύει που κατάφερες το φτάσιμο! Κι όταν μπεις… Τι χάρη! Τι ομορφιά! Τι μυρωδιές! Οι πάγκοι με τα παιχνίδια -θες δε θες- σε πάνε και πάλι πίσω στα μικράτα σου, που σου παίρναν τόξα και βέλη, αυτοκινητάκια, κούκλες κι άλλα «παναγυριώτκα». Ο κόσμος στους καφενέδες και στα μαγαζιά με τα ξυλόγλυπτα σε επευφημεί σαν τον δρομέα που μπαίνει στο στάδιο για τα τελευταία μέτρα… κι η καρδιά ψηλώνει και λες «έχω πολλά να κάνω ακόμα»! Και βάζεις στόχους για τον χειμώνα που ‘ρχεται. Κι όσο ψηλώνει η καρδιά λες «όλα τα μπορώ»… Χωρίς να νιώθεις κούραση πια, περνάς την έξω πύλη του Ναού. Κόβεις το νήμα και μπαίνεις στον κόσμο της θαλπωρής που μόνο η Παναγιά μπορεί να σου δώσει. Πλένεις τα χέρια και το πρόσωπο στον νιπτήρα με σκοπό να διώξεις ό,τι βρόμικο έμεινε στην ψυχή σου. Μπαίνεις στο περβόλι Της και σε περιλούζει απ’ την κορφή ως τα νύχια η κατάνυξη, της Παναγιάς η Θεία Χάρη. Σ’ αγκαλιάζει η αύρα Της -σαν της μάνας την αύρα- κι ας μην είδες ακόμα την εικόνα Της. Σαν ανάψεις ένα κερί, ατενίζεις το γλυκό αγλάισμα που σ’ απαντέχει να το ασπαστείς… Οι στιγμές σου με την Παναγιά είναι ολόδικές σου.
Φωτογραφία Βαγγέλη Μόσχου
Κι όξω σαν βγεις πια, σαν τον αθλητή που τερμάτισε, μπορείς ν’ αναπαυθείς στις δάφνες του παραδοσιακού καφενείου και να ξαποστάσεις. Εκεί -καθαρός πια- κοιτάς κατά το μέλλον, σκέφτεσαι να κάνεις την ίδια διαδρομή με το παιδί σου, μα κοιτάς και κατά τους δρόμους που δεν έχεις διαβεί ακόμη. Έχει πολύ περπάτημα ακόμη… Δεν είσαι πια ένας αλλά πολλοί!