Ιγνάτης Ψάνης
Του Πηνιλόπ’ στα νιάτα τ’ ήνταν… ‘’ της φουτιάς’’! Πουρπάτγι τσι χλίμντριζι! Η μάνα τ’ παρακάλι να βρει κανέναν να παντιφτεί να ντ βγάλ’ απί του τσιφάλ’ ιτ.
Μεσ’ στου χ’μώνα μια μέρα απά σ μισμιριού, παίρν του καλάθ’ τσι ένα κλαδιφτήρ τσι πήγι να βγάλ’ ραδίτσια. Έτσει πέρα που γύρζι μεσ’ στα χουράφια, πιτιέτι μπρουστά τ’ ένας ξουχάρς τσι ντ πιαν’ στ’ κουβέντα. Απ’ έδουνα ντ’ν είχι απ’ έφνα ντ’ν είχι… ντ τράβξι μεσ’ στου νταμ τσι γίντσι … του κακό!
Σι λίγου τσιρό πιάσι η τσλιά τ’ τσι φούσκουνι. Τί να κάνιν μάνα τσι κόρ! Παν τα λεν’ σι μια θειά ντουν γριγιά. Κάτσι φτη, σκέφτσι ξανασκέφτσι, τσι απουφασίσαν να ντ παντρέψιν μι έναν ξλουμένουν για να τα… κουκλώσιν. Η γάμους γίντσι ντ Λαμπρή.
Τουν Αύγουστου γέννσι. Αρχίσαν του πειράζαν του Μητρελ’ του ξλουμένου, οπ’ τουν βρίσκαν μεσ’ στου δρόμου.
«Βρε Μητρέλ, του μουρό μάνι μάνι ήβγι; Ιννιά μήνις κάνιν οι γναίτσις να γιννήσιν. Η δ’τσιά σ’ τίλιγια τα κατάφιρι; Ξέρ άλλ’ συνταγή;»
Δωσ’ του τσι γιλούσαν τσι τουν κουρουιδεύγαν!
Πάγινι φτος στη γ’ναίκα τ’ τα ίλιγι, αλλά ιπειδή ήνταν όλους διόλου αγράμματους ούτι να μιτρήσ’ δένι νόγα, τα μπλάστρουνι φτη σα που ήθιλι τσι ίβγινι λαδ’.
«Κάτσι ξτιανέ μ’ έδουνα να μιτρήσουμι σ μήνις. Λόγιαζι τα δαχτύλιαμ’. Λοιπόν:
Μάιγς τσι Μαμαλίγκους δυό μήνις. Θιρστής τσι δριπανστής άλλ’ δυο.
Αλουνστής τσι λιχνιστής ακόμα δυο. Σ’ Παναγιάς η μήνας ακόμα ένας, Αύγουστους τσι Αυγουστανέλα ακόμα δυό… Ε! να που βγαίνιν ιννιά οι μήνις μαθέ! Ουπότι σουστό είνι του μουρό!»
Μια χαρά τα έστρουσι… σύχασι τσι του Μητρέλ ένι ξαναμίλξι πια.
Τα προυτουβρόχια, πήγαν στα χουράφια ντουν, να δουν άμα έχειν οι λιες μαξούλ.
« Κοίτα άντρα μ’ τούτανα τα δέντρα εν έχιν καθόλ μαξούλ. Τα άλλα που είνι στου νταμπάν είνι φουρτουμένα βλουν. Ποιά σ’ αρέσιν πιο πουλύ , φτα που έχιν μαξούλ ή φτα που δεν έχιν;»
«Ε φτα που έχιν βρε γναίκα τί μι ρουτάς;»
«Ε τσι μένα άντρα μ’ να στου πω να του ξερ’ς μι του μαξούλ ( αγκαστρουμέν’) μι πήρις!»
Τώρα τί κατάλαβι του Μητρέλ Θιός τσι ψ’ή τ’ !