Τα Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα είναι καντάδα σε ¨Aρχόντισσα”;
Γράφει ο Τάσος Μακρής
Πρωτοχρονιάτικη καντάδα
Τα κάλαντα στην πατρίδα μας δεν είναι απλά ένα έθιμο της παράδοσής μας αλλά η η ίδια η παράδοση μας, η καρδιά της θα λέγαμε. Επειδή, ίσως, τελούνται στην περίοδο του εορτασμού μεγάλων γεγονότων του ετήσιου κύκλου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά) ενσωματώθηκαν στο εορταστικό κλίμα κι έγιναν αναπόσπαστα παραδοσιακά, αποδεκτά και ζητούμενα από το κοινωνικό μας σύνολο. Στην εποχή μας είναι πια τρισχαριτωμένη γραφικότητα, που την επωμίστηκαν τα παιδιά και είναι αυτό μια σιγουριά, πως θα αντέξουν στο χρόνο.
Για την καταγωγή και την ονομασία τους έχουν γραφτεί πάμπολλα και δεν χρειάζονται περισσότερα. Για το περιεχόμενό τους, όμως, των πρωτοχρονιάτικων στίχων, κάτι θα βρούμε να πούμε: τους άδουμε μελωδικά, μας αρέσουν, δίχως να πολυνοιαζόμαστε για το νόημά τους.
” Αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά
ψηλή μου δενδρολιβανιά”
Δικαιολογημένη ή ερώτηση: σε ποιον απευθύνονται τα Κάλαντα; αν είναι για την Πρωτοχρονιά, η παρομοίωση με ένα ψηλό κέδρο του Λιβάνου είναι κάπως… σουρεαλιστική. Δεν μπορεί, θα συμβαίνει. Ας δούμε παρακάτω…
” Άγιος Βασίλης έρχεται
και δε μας καταδέχεται…”
Ο Άγιος της αγάπης και των φτωχών πώς γίνεται να μη μας καταδέχεται; κάποιο λάθος θα γίνεται! Αν ο στίχος είχε άλλη μορφή, ήταν ας πούμε: “συ δεν μας καταδέχεσαι”, τότε τα πράγματα μπαίνουν σε άλλο δρόμο.
“Από την Καισαρεία
σύ’ σαι αρχόντισσα κυρία “
Εδώ είμαστε! Τα υπονοούμενα, κρυμμένα στους στίχους των καλάντων, προορίζονται για την “αρχόντισσα”, την κυρία που δεν τους καταδέχεται…
“Βαστά εικόνα και χαρτί
 ζαχαροκάντιο ζυμωτή”
Ο Άγιος, σαν Άγιος που είναι, βαστά εικόνα, για να δείχνει την πίστη του και χαρτί και καλαμάρι, για να γράφει τις σοφίες του, αλλά ζυμωμένη με ζάχαρη, γλυκιά σαν καραμέλα (κάντιο), είναι η κυρία του σπιτιού που ακούει τους στίχους. Το πράγμα αρχίζει να ξεκαθαρίζει!
” χαρτί και καλαμάρι
δες κι εμέ το παλληκάρι”
Ρίξε μία ματιά και στο παλληκάρι, υπερφίαλη κυρά μου, που ήρθε με τόσο εύσχημο και διακριτικό τρόπο να σου κάνει την καντάδα του!
” το καλαμάρι έγραφε
τη μοίρα μου την έγραφε
και το χαρτί εμίλει
άσπρε μου χρυσέ μου ήλιε”
Η ελπίδα του ερωτευμένου θα σβήσει τελευταία. Επιμένει στις ποιητικές παρομοιώσεις του αγαπημένου προσώπου, που το βλέπει σαν ολόλαμπρο ήλιο!
Ισχυριστήκαμε πως τα κάλαντα είναι δουλειά των παιδιών. Η ματιά που τα ρίχνουμε, όμως, στο κείμενο τούτο, δείχνει πως είναι, ή τουλάχιστον ήταν, και δουλειά των παλληκαριών. Μάλλον έτσι θα ξεκίνησαν και, όπως όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες στη διαδρομή τους στο χρόνο, λοξοδρόμησαν. Θα ισχυριζόταν κάποιος έτσι ότι οι έπαινοι στους οικοδεσπότες, ήταν συνηθισμένη πρακτική, για να αποσπούν οι καλαντάρηδες γενναιότερες προσφορές, όπως λένε άλλοι στίχοι: “… πληρώστε μας τον κόπο μας να πάμε σ’ άλλη πόρτα…”. Εδώ, όμως, στα πανελλήνια πρωτοχρονιάτικα κάλαντα δεν απαιτείται η υλική προσφορά ούτε και κανένας υπαινιγμός βιασύνης διακρίνεται, για επίσκεψη σε άλλες πόρτες. Μια πονεμένη παράκληση μόνο κυριαρχεί για μια καταδεκτική ματιά σ’ ένα να παλληκάρι απ’ την καλή του, που τη στολίζει τραγουδιστά με τόσους ποιητικούς επαίνους.