Το τάμα της Μάνας-Στρατή Πάντα

Το τάμα τη Μάνας

Στρατή Πάντα

Θα ξεκινήσω την ιστορία μου περιγράφοντας ένα τυχαίο γεγονός. Πριν μερικά χρόνια, περνώντας δίπλα από έναν κάδο απορριμμάτων, κοντά στη συνοικία όπου είναι το Δημαρχείο μας, πήρε το μάτι μου ότι είχαν πετάξει, κάποιοι αδιάφοροι, διάφορα παλιά χαρτιά. Υπό καλές συνθήκες θα τα μάζευα όλα για να τα αξιολογήσω με την ησυχία μου. Όμως, κάποιος κακομαθημένος ψαράς είχε πετάξει ολόκληρο τελάρο σάπια ψάρια και είχε κατακαλύψει και αχρηστέψει τον «θησαυρό μου». Περιορίστηκα να πάρω ένα μικρό κιτάπι και δύο-τρείς παλιές εφημερίδες, κρατώντας την ανάσα μου, και ν ’απομακρυνθώ το συντομότερο.

Φτάνοντας στο σπίτι, είδα ότι το κιτάπι ήταν βιβλίο ασθενών του γιατρού Περικλή Σ. Σάββα και κάλυπτε την περίοδο 1941-1943, με ελάχιστες προσθήκες το 1944. Σ ’αυτό είναι καταχωρημένα ονοματεπώνυμα πολλές φορές και με παρατσούκλια ή με την ένδειξη «άντρας της τάδε» ή «γαμπρός του τάδε». Ακόμη, αναφέρεται το περιστατικό, η διάγνωση, τα φάρμακα και προπαντός ο τρόπος πληρωμής της κούρας του γιατρού. Καταγράφοντας περιπτώσεις ιατρικών συμβούλιών με τους γιατρούς της περιοχής

(Καμπουρόπουλο, Κωσταμοίρη, Σάκκη, Τσελεμπιδάκη, Καραμάνο και Δημητριάδη) και διάφορες κωμικοτραγικές διαγνώσεις*, όπως εξαγωγή ερεβύνθου εκ ρινός, εξαγωγή ακάνθου ιχθύος εκ λάριγκος, πλύσις ώτος, φόβος δηλητηριάσεως εκ ντομάτας, εξετάσις οδοντοφυίας τέκνο, καυτηρίασις οφθαλμών, ραφή μαστού αιγός, εξαγωγή φασιόλου εκ ρινός υιού του, λουτρόν ασθενούς, εξέταση δια κέντημα αράχνης, ενοφήνωσις αλλοτρίου σώματος εις κερατοειδή, κλίσμα εις πενθερά του, ένορκος βεβαίωσης περί της υγείας, οιδήματα εξ ασιτίας, εξέταση νύφης δαρείσης παρ’ αδελφού της, τοκετός με εμβρυουλκία, ιατροδικαστικές εκθέσεις και πολλές βεβαιώσεις θανάτων.

Ο λογαριασμός των καλοπληρωτών είναι διαγραμμένος με ένα «Χ», αλλά υπάρχουν και πολλά βερεσέδια. Επίσης, αναγράφονται οκάδες λάδι και εργατικά ημερομίσθια, έναντι της εξόφλησης του λογαριασμού. Ο γιατρός Περικλής Σάββας, Σάββας ήταν γιός του φαρμακοποιού μας Σάββα Περικλή Σάββα. Μετά την απόκτηση του πτυχίου Ιατρικής, εν μέσω γερμανοκατοχής, εγκαταστάθηκε στην γενέτειρα του, το χωριό μας, και αργότερα επέστρεψε στην Αθήνα, όπου πήρε ειδικότητα δερματολόγου γιατρού στο Νοσοκομείο Συγγρού. Στην σελίδα 171 του βιβλίου υπάρχει η καταχώρηση**

Τα παιδιά που αναφέρονται παραπάνω είμαστε ο αδελφός μου Γεώργιος, γεννημένος το 1935 και ο γράφων, γεννημένος το 1939. Δηλαδή, το 1942 ήμασταν 7 και 3 ετών αντίστοιχα. Ο μεν αδελφός μου είχε διαγνωστεί ότι έπασχε από τύφο, ενώ εγώ από παράτυφο. Μάλιστα, εγώ είχα παρουσιάσει συμπτώματα τυφοειδούς πυρετού, πράγμα που επέβαλε στον θεράποντα ιατρό να δηλώσει, κατά νόμον στος αρμόδιες αρχές, όπως φαίνεται απ’ την καταχώριση του βιβλίου.

Σύμφωνα με πληροφορίες που πήρα απ’ την ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια WIKIPEDIA, ο τύφος είναι ασθένεια που προκαλείται από βακτηρίδια. Χαρακτηρίζεται ως «ενδημικός», που μεταδίδεται από τρωκτικά, και «επιδημικός» που είναι η σοβαρότερη μορφή της νόσου και μεταδίδεται από ψείρες και άλλα έντομα. Αντιμετωπίζεται με άμεση χορήγηση αντιβίωσης. Ο παρατύφος είναι οξεία λοιμώδης νόσος, που προκαλείται από σαλμονέλες όλων των ομάδων (εκτός απ’ το είδος S. Typhea, που προκαλεί τύφο). Πηγή των παρατυφικών σαλμονέλων είναι τα κρεατοπαραγωγικά ζώα, τα πουλερικά και τα τρόφιμα που προέρχονται από αυτά. Μια τυφική σαλμονέλωση ευρύτερα γνωστή ως «τυφοειδής πυρετός», είναι η σοβαρότερη μορφή της νόσου. Επηρεάζει ολόκληρο τον οργανισμό και όχι μόνο το

έντερο, κάνοντας την ασθένεια πιο επικίνδυνη για τον οργανισμό, έως και θανατηφόρα.

Όπως είναι γνωστό, το 1942, στο μέσο της σκληρής και εγκληματικής γερμανοκατοχής, δεν υπήρχαν αντιβιοτικά για να αντιμετωπιστούν οι αρρώστιες. Μόνο κινίνη 0,3 διέθετε ο γιατρός και πρακτικά μέσα αντιμετώπισης.

Ο αδελφός μου προηγείτο ένα δεκαήμερο στη νόσηση του. Ίσως να είχε και πιο πολλές δυνάμεις. Ήταν και τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος. Έδειχνε να την έχει «σκαπουλάρει».

Η αφεντιά μου όμως, ένα εξασθενημένο τρίχρονο αγοράκι, δεν έδειχνα βελτίωση. Οι ελάχιστες δόσεις κινίνης 0,3 δεν καλυτέρευαν την κατάσταση. Υπήρχε, λίγα χρόνια πριν την Κατοχή κάποια βελτιωμένη κινίνη, η Αλντεμπρίνη, που τα χάπια της είχαν χρώμα πράσινο-μπλε, ήταν πιο πικρή στη γεύση, αλλά ήταν αποτελεσματική. Το 1942, όμως, είχαν χαθεί όλα τα φάρμακα απ’ την αγορά. Όλα τα φαινόμενα έδειχναν ότι μέρα με τη μέρα πήγαινα «του θανατά», λαμβανομένου πάντοτε υπ’ όψη ότι απ’ την παντελή έλλειψη τροφών, λόγω ασιτίας (πείνας), ήταν εξαντλημένοι οι οργανισμού μικρών και μεγάλων.

Το φτωχόσπιτο μας διέθετε όλα κι όλα μόνο δύο δωματιάκια, που τα είχαμε καταλάβει τα δύο άρρωστα παιδιά. Οι υπόλοιποι την «έβγαζαν» σ’ έναν στενό διάδρομο του σπιτιού. Δίπλα μας ήταν η αρχοντική βίλα του Σαράντου Σαραντίδη, που την είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και την είχαν κάνει φυλάκιο τους. Οι άντρες της φρουράς του γερμανικού φυλακίου δεν ήταν όλοι ναζιστές οργανωμένοι S.S. Υπήρχαν και λίγοι που ήταν Πολωνοί, Αυστριακοί κ.α., Δηλαδή, πολίτες χωρών που είχαν υποτάξει οι Γερμανοί και τους είχαν σύρει δια της βίας σε άλλες χώρες, όπως και στην πατρίδα μας. Αυτούς τους είχαν οι σκληροί επικεφαλείς ( όπως ο Ερρίκος και ο Χανς) υπό επιτήρηση και τους ανέθεταν να εκτελούν ελεγχόμενες υπηρεσίες.

Ένας τέτοιος ήταν ο Ιωσήφ ο Πολωνός που, επειδή είχε γνώσεις νοσηλευτή είχε τη διαχείριση των φαρμάκων πρώτης ανάγκης της Φρουράς. Ήταν ένας μειλίχιος και συμπαθής άνθρωπος, όπως τον περιγράφουν οι μεγαλύτεροι, που αγαπούσε τα σκλαβωμένα Ελληνόπουλα και που κάθε τόσο τον είχαν δει να βγάζει απ’ το πορτοφόλι του τη φωτογραφία των δικών του παιδιών και να τα αναπολεί δακρύζοντας. Αυτός είχε περιθάλψει και τον Γ.Ε.Σ., το γειτονάκι μας, που είχε γκρεμοτσακιστεί από μια κολώνα, μπροστά στο σαπωνοποιείο των Σαραντίδη-Κλαδογένη. Τον είχε βάλει σε ένα ράντσο εκστρατείας, μέσα στο φυλάκιο, για κάμποσες ημέρες και τον γιατροπόρεψε με τα μέσα που διέθετε. Σ’ αυτόν, λοιπόν, έστειλε κατασκασμένη η μητέρα μου τον ξάδελφο μου, Χαράλαμπο Π. Χριστοδούλου, που ήταν τότε δεκαοχτάχρονο παλληκαράκι και τον είχε μεγαλώσει η μητέρα μου, γιατί ορφάνεψε όταν ήταν δύο ετών. Με νοήματα και με Ελληνογερμανικά ο Χαράλαμπος έδωσε στον Ιωσήφ να καταλάβει πως ένα βρέφος πεθαίνει, γιατί δεν υπάρχουν φάρμακα. Στο άκουσμα «τυφοειδής πυρετός» ο Ιωσήφ αντιλήφθηκε την ανάγκη και έκλεψε ένα φιαλίδιο αλντεμπρίνες και ένα άλλο φάρμακο, που δεν μάθαμε ποτέ ποιο ήταν, και μας τα έδωσε. Ο γιατρός ανακουφίστηκε όταν είδε τα φάρμακα. Μου τα χορήγησε αμέσως. Και ιδού εγώ σήμερα ζώ!

Όμως η μάνα μου, παράλληλα με την ιατροφαρμακευτική φροντίδα, επειδή τον προηγούμενο χρόνο, εξαιτίας της πείνας και των κακουχιών της γερμανοκατοχής, είχε γεννήσει νεκρό ένα αγοράκι, όσο μ’ έβλεπε να υποφέρω απ’ την αρρώστια δεν σταματούσε να πέφτει στα γόνατα μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού μας και να

παρακαλεί «Μάνα Παναγιά μου, μην επιτρέψεις να πιώ κι άλλο ποτήρι φαρμάκι. Σώσε το Στρατάκι μου. Γιάτρεψε το, Μάνα Παναγιά μου. Εσύ σαν Μάνα του Χριστού έχεις αυτή τη δύναμη Γιάτρεψε το κι εγώ τάζω τάμα να του φοράω κάθε χρόνο μαύρο πουκάμισο, όλο τον Δεκαπενταύγουστο Σου».

Ξεπέρασα την αρρώστια μου τότε, τον Νοέμβριο 1942. Επέζησα. Μεγάλωσα και γέρασα, με τη βοήθεια του Χριστού και της Παναγίας, αλλά και με τη φροντίδα του νεαρού τότε γιατρού Περικλή Σ. Σάββα και με την καθοριστική ευεργεσία του Πολωνού Ιωσήφ. Πέρασαν από τότε ογδόντα ένα ολόκληρα χρόνια απ’ τον καιρό του τάματος της Μάνας μου και εγώ, όλα τα χρόνια εκτός απ’ τα δύο χρόνια της στράτευσης μου, τιμώντας την ιερή μνήμη και των δύο «Μανάδων», κάθε χρόνο θυμάμαι και εκτελώ την υπόσχεσή μου. Φοράω το μαύρο πουκάμισο.

Έτσι κι εφέτος, μόλις η καμπάνα του Αγίου Γεωργίου σήμανε για τον εσπερινό της 31ης Ιουλίου, παρουσιάστηκα μαυροφορεμένος. «Γιατί παππού έβαλες μαύρο ρούχο μ’ αυτόν τον καύσωνα; Οι γιατροί συνιστούν ανοιχτόχρωμα ρούχα να φοράμε. Και οι Άραβες βάζουν άσπρες κελεμπίες στην Σαουδική Αραβία», μου είπε ο Στρατής εγγονός μου και – μια και αφηγήθηκα την ιστορία του τάματος της Μάνας μου στον εγγονό μου – είπα ας τη γράψω κιόλας, για να τη διαβάσουν κι άλλοι φίλοι μου.

 

*Διατηρείται η αρχική ορθογραφία των διαγνώσεων

**(Σ.Σ.) Ο γιατρός θεωρούσε όλους τους Σκαλιώτες αλιείς, αλλά και ο πατέρας μου, Παναγιώτης Γ. Πάντας, ήταν λιμενεργάτης