Ο δεσμός της Ποίησης με την Πίστη
Η πίστη είναι μια συνύφανση αλλά και μια συνεχής μάχη ανάμεσα σε δύο κόσμους, τον ιδεατό και τον πραγματικό. Τη γοητεία αυτής της μάχης την ένιωσαν οι πρώτοι ποιητές του κόσμου και συνάρμοσαν το λόγο τους με τέτοιο τρόπο που να ενώνει το όνειρο με την αλήθεια! Η ανάγκη του ανθρώπου να φτιάξει έναν κατανοητό Θεό ήταν αυτή που τον οδήγησε στην ποίηση, γιατί μέσα από τα λόγια ενός ποιήματος ο στεγνός ορθολογισμός του νου παίρνει λάμψη από το φως της ψυχής και ο εσωτερικός κόσμος γίνεται ολοζώντανες εικόνες που αντικατοπτρίζουν χρωματισμένα τα αισθήματα. Ίσως έτσι να γεννήθηκαν τα πρώτα ποιήματα στον κόσμο τα οποία πολύ πιθανόν να ήταν ύμνοι σε κάποιο Θεό.
Ένας ακόμα λόγος που η ποίηση από καταβολής του κόσμου έχει πρωτεύουσα θέση στη λατρεία της κάθε Θεότητας, είναι ότι λόγω του μέτρου είναι πιο εύληπτη, πιο αφομοιώσιμη από τον αποδέκτη, δηλαδή τον ακροατή κι όταν μάλιστα συνδυάζεται με τη μουσική ανατάσσουν τον πιστό.
Η πίστη έγινε το νερό που πότισε το δέντρο της ποίησης, γι’ αυτό και ο δεσμός Πίστης και Ποίησης είναι άρρηκτος και έχει τη δύναμη που έχει ο δεσμός της μάνας με το παιδί της! Οι ύμνοι που αναφέρονταν στη λατρεία των Θεών έγιναν οι πρόδρομοι για την νεότερη λυρική ποίηση.
Μνήσθητί μου κύριε
Μαρία Βρανά-Παπάλα
“Ω! γλυκύ μου έαρ”
των εποχών εσύ τρισμάκαρη κι ευλογημένη
το Πάσχα που φιλοξενείς και παίρνεις άλλη όψη,
αναγεννιέσαι, ανθίζεσαι
μοσχοβολιά και φως σκορπάς στην οικουμένη.
“Ιδού ο Νυμφίος έρχεται”
στ’ Αγιοπατήματά του ανθοβολούν βασιλικά και ρόδα
κι όλοι στο πέρασμά του δειλά παραμερίζουν,
“νίπτουν τας χείρας τους”
και με κατάνυξη το σώμα του αγγίζουν.
Ω! γενεά μας άπιστη Τελώνες-Φαρισαίοι
που δικαστές γινήκαμε αληθινού Θεού
και παραδώσαμε σ’ άτιμη καταδίκη
άσπιλο κρίνο, αμόλυντο να σταυρωθεί με φρίκη
και “άρον-άρον σταύρωσον Αυτόν”.
Ο Μέγας! της οικουμένης βασιλεύς
“σήμερον κρεμάται επί ξύλου”,
και μύρο αναβλύζει απ’ τ’ άψυχο το ξύλο του Σταυρού,
σπαράττεται, θρηνολογεί έως κι αυτό το φως του ήλιου,
“προσκυνούμεν σου τα πάθη Χριστέ”
“μνήσθητί μας Κύριε εν τη βασιλεία σου”.
“Στέφανος εξ ακανθών”
την κεφαλοκορφή του Γολγοθά στολίζει
κι από τα δάκρυα τα αιμάτινα των μυροφόρων
π’αστέγνωτα στο χώμα πάνω έχουν μείνει
μαραίνεται ο άκανθος και ρόδο πορφυρό ανθίζει.
“Δεύτε λάβετε φως”
του κόσμου το ανέσπερο που τις καρδιές φωτίζει
και εν τω μέσω της νυκτός
αγάπη άσβεστη, γεννιέται απ’ το φως
κι ελπίδα ουρανόφερτη κομίζει.
“Άρατε πύλας”
το καλωσόρισμα αθάνατης ζωής
απ’ τον τριήμερο το θάνατο Θεού, γεννάται
και με την ένδοξό Του Ανάσταση
ο θάνατος νικάται.
Σύντομος σχολιασμός του ποιήματος από τον Ιγνάτη Ψάνη
Αρχόντισσα της εκκλησιάς και μάνα των αγγέλων
εσύ που ντύνεις τις ψυχές μ’ ελπίδα για το μέλλον
πόρτα τ’ ουρανού το φως σου να σταλάζει
σαν τη βροχή το βλέμμα σου πάνω στη γη να στάζει.
Εσένα που σ’ αγκάλιαζαν της γης οι καταιγίδες
και σου καρφώναν την καρδιά σαν κοφτερές λεπίδες,
πληγές σαν σπόρους φύτευαν τα έργα της φυλής σου
κι εσύ τον Άδη φίλευες με γάλα της θηλής σου.
Έζησες της απανθρωπιάς τον παγερό το φθόνο
την ερημιά της ξενιτιάς, της ορφανιάς τον πόνο,
στα μάτια μαυροφόρεσες τη λαίλαπα της μοίρας
και στην ψυχή σου ένιωσες το χτύπημα της σφύρας.
Δέξου παράκληση κι ευχή πουλιών ταξιδεμένων
που ‘δαν παράπονο πικρό ματιών αδικημένων.
Δέξου και μήνυμα ζωής απ’ τ’ άστρα τ’ ουρανού σου
ψυχές πονούν και καρτερούν το έλεος του νου σου!
Σβήσε πολέμους που ξυπνούν της σταύρωσης το τάμα
μοίρασε στον κόσμο σου των αμπελιών τα νάμα.
Φέξε το δρόμο των ψυχών στης θάλασσας τα βάθη
μεγάθυμα να συγχωρούν των δυνατών τα λάθη!
Με την πνοή σου δρόσισε παιδιά ηλιοκαμένα
δάκρυ συμπόνιας πότισε της γης τα διψασμένα.
Κυρά του πόνου! φύσηξε ανάσα της ελπίδας
και δώσε μας το φύλαγμα της θεϊκής ασπίδας.
===========
Κώστας Βάρναλης
Από τα σημαντικότερα έργα του
- Το φως που καίει (Αλεξάνδρεια 1922)
- Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927)
- Κηρήθρες (1905)
- Ποιητικά (1956)
- Ελεύθερος κόσμος (1965)
- Οργή λαού (1975)
- Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
- Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925) κ.α.
Οι πόνοι της Παναγιάς
Κώστα Βάρναλη, 1927
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς, τ’ άδικο να φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.
Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
– Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
Σύντομος σχολιασμός του ποιήματος (Αριστοτέλειο παν/μιο Θεσ/νίκης)
Παρότι ολόκληρο το ποίημα αποτελεί έναν θρηνητικό μονόλογο της Παναγίας,
υπάρχει μέσα του ένας «αόρατος» αντίλογος του Ιησού, που μπορούμε να τον
συμπεράνουμε έμμεσα από τα λόγια της μάνας.79 Ο Ιησούς φαίνεται να απαρνήθηκε την
ησυχία και την ασφάλεια που θα του εξασφάλιζαν ένα νοικοκυριό και οι προοπτικές του
μακρόχρονου βίου ενός εργαζόμενου τεχνίτη-επαγγελματία, και μπήκε άφοβος στον αγώνα
του, ώσπου σκοτώθηκε άδικα με τη συνέργεια φίλων και εχθρών, αφού, όπως δηλώνεται
στις απορηματικές ερωτήσεις της μάνας του, δεν διάλεξε τελικά τον δρόμο της φυγής και
της σωτηρίας ούτε της άρνησης της «αποστολής» του. Πρόκειται λοιπόν για έναν αγωνιστή
που οραματίζεται ένα νέο κόσμο, αν και όχι ακριβώς με το κοινωνικό περιεχόμενο που θα
ήθελε ο Βάρναλης· ακόμη και μπροστά στο θάνατο, δεν θα μπορούσε να αρνηθεί τον
ύψιστο σκοπό της ζωής του.
Εδώ παρατηρούμε ξεκάθαρα ότι ο ποιητής δίνει, ουσιαστικά, κοινωνικό και
ανθρωπιστικό, αντίστοιχα, περιεχόμενο στον Χριστό και τη Παναγία, αφαιρώντας απολύτως
τις μεταφυσικές και υπερφυσικές (ή, στην περίπτωση της Παναγίας, τις κατοπινές
θαυματουργικές κτλ.) ιδιότητές τους. Η θυσία του Ιησού αποκτά τώρα το νόημά της και
αποτελεί τη δραματική κορύφωση της προσπάθειας ενός συλλογικού/κοινωνικού αγώνα.
Έτσι, η Παναγία εδώ γίνεται η Μάνα-Σύμβολο της διαχρονικής μάνας του αγωνιζόμενου
ανθρώπου και επίσης η αιώνια μάνα του πόνου και του πάθους. Αυτός ο πόνος, μαζί με τη
διαμαρτυρία, το παράπονο και την αδυναμία της μητρικής καρδιάς να καταλάβει τον άδικο
σκοτωμό του παιδιού της, οι απαράμιλλες εικόνες ειρηνικής και γλυκύτατης οικογενειακής ζωής και ο μεστός λυρικός λόγος κάνουν το ποίημα αυτό ένα από τα αριστουργήματα της
ποίησης του Βάρναλη και ολόκληρης της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Η Μάνα του Χριστού
Κώστα Βάρναλη
Αλλά και στο άλλο ποίημά του «Η Μάνα του Χριστού» (Το Φως που Καίει), μέσα από απλές καθημερινές σκέψεις και με συναισθήματα ενός πλάσματος που βιώνει την κοινωνική ζωή στη βάση των πραγματικών αναγκών, θρηνεί με μια συγκλονιστική ορμή και δύναμη. Η «Θεοτόκος» της ζωής αγγίζει με τα μάτια και τη σκέψη της, με τις αισθήσεις και το βλέμμα της, τις ομορφιές τού γύρω κόσμου, την στιγμή που ο γιος της οδηγείται στο θάνατο.
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
Ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
Και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Της οργής και του μίσους τη θρέψαν οι αέρες
Τη χαρά της λαοθάλασσας τούτης που βόγγει.
Πόσες νύχτες λεφκές, πόσες μάβρες ημέρες
Οι κρυφές, οι μουγγές τήνε θρέψαν φοβέρες.
Α! πως είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργα από μίση!
ένα κόκκινο σπίτι σ’ αβλή με πηγάδι
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι
και νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
Στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να ΄μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
Δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο το όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη
και δολερά ξεσηκώσανε τα άγνωμα πλήθη
Κι όσο ο γήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι,
Το σταβρό σου καρφώσαν κι οχτροί σου και φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
Σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός» τι είπες «Να με!».
Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σέμαθα ακόμα!
Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
Ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
Και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Της οργής και του μίσους τη θρέψαν οι αέρες
Τη χαρά της λαοθάλασσας τούτης που βόγγει.
Πόσες νύχτες λεφκές, πόσες μάβρες ημέρες
Οι κρυφές, οι μουγγές τήνε θρέψαν φοβέρες.
Α! πως είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργα από μίση!
ένα κόκκινο σπίτι σ’ αβλή με πηγάδι
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι
και νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
Στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να ΄μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
Δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο το όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη
και δολερά ξεσηκώσανε τα άγνωμα πλήθη
Κι όσο ο γήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι,
Το σταβρό σου καρφώσαν κι οχτροί σου και φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
Σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός» τι είπες «Να με!».
Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σέμαθα ακόμα!
Σχολιασμός του ποιήματος (Αριστοτέλειο Παν/μιο Θεσ/νίκης)
Αυτή είναι η Παναγιά. Είναι η κάθε μάνα, που στο πρόσωπο του δικού της παιδιού, του σπλάχνου της, βλέπει το δικό της Χριστό. Η κάθε χαροκαμένη μάνα που μπρος στο άψυχο σώμα του παιδιού της θρηνολογεί, σπαράσσεται και ολοφύρεται δίχως να βρίσκει παρηγόρια, παρά μόνο όταν συνειδητοποιεί την επιλογή του παιδιού της να σταθεί όρθιο στο δρόμο του δικού του αγώνα. Η Παναγία του Βάρναλη, η Παναγιά του κόσμου μας βρίσκει στο τέλος τη δύναμη να αναγνωρίσει την αδυναμία της, να καταλάβει τη διαφορετικότητα του γιου της και να παρηγορηθεί από τις αποφάσεις του… «Αχ! Δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!/ Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!). Αυτή η Μάνα δεν είναι ούτε χαροκαμένη, ούτε ηρωική. Είναι η Μάνα που σέβεται τον εαυτό της και το παιδί της. Είναι η επαναστατημένη συνείδηση, που δε χωρά σε στερεότυπα.