Σελίδα λογοτεχνίας-Μέρος 4ο-Το Θείο Δράμα με τα μάτια της  ποίησης της Μαρίας Βρανά- Παπάλα και του Κώστα Βάρναλη [videos]
Φωτογραφία : Γιώργου Αράπογλου
Ιγνάτης Ψάνης
Δεν υπάρχει άνθρωπος, χριστιανός, καθολικός, μουσουλμάνος, αθεϊστής, που να μένει ασυγκίνητος μπροστά στο Θείο Δράμα, που η τελευταία του πράξη κορυφώνεται με μία αιματοβαμμένη προσφορά στον άνθρωπο, τη θυσία, με την πιο ψηλή μορφή της, τον σταυρικό θάνατο.
 Κυρίαρχη μορφή του είναι ο Χριστός ως «δρων» πρόσωπο, το οποίο με το λόγο του έδωσε άλλο νόημα και λόγο ύπαρξης στον άνθρωπο, με τη δράση του καταξίωσε αυτό το νόημα, με τη θυσία του το επισφράγισε και με την Ανάστασή του το διέσωσε και το κατέστησε αιώνιο.
Το άλλο πρόσωπο είναι η Παναγία, πρόσωπο στο οποίο αντανακλάται το “μέγα πάθος και ο μέγας πόνος”. Η μάνα, που περνά το δικό της μαρτύριο, γιατί εσωτερικεύει την αδικία, το ψέμα, την υποκρισία, την προδοσία, την αχαριστία, που έντεχνα κατασκεύασαν τον Σταυρό και τα καρφιά του Γιου της.
Οι δύο αυτές τις μαρτυρικές μορφές, απάγκιο και αποκούμπι, ελπίδα και απαντοχή κάθε “πάσχοντος ανθρώπου”, είναι απολύτως λογικό και αναμενόμενο να διαπερνούν και τον χώρο της ποίησης, τον κατεξοχήν χώρο έκφρασης όλων των ανθρώπινων συναισθημάτων χιλιάδες χρόνια τώρα.
Εμείς επιλέξαμε δύο σχετικά ποιήματα, της δικής μας, της μυτιληνιάς ποιήτριας Μαρίας Βρανά – Παπάλα, για να δώσουμε το θρησκευτικό βάθος του Θείου Δράματος και δύο  ποιήματα του Κώστα Βάρναλη, για να δώσουμε περισσότερο το  Θα προσπαθήσουμε να σχολιάσουμε από ένα ποίημά τους
Προηγείται μία εισαγωγή με θέμα  τον εσωτερικό δεσμό ανάμεσα στην Ποίηση και στην Πίστη από την ποιήτρια κ. Μαρία Βρανά-Παπάλα,
που γεννήθηκε και ζει στο νησί, έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογες  με τον τίτλο “Ανεμόεσσα Αιολίδα” και είναι ιδρυτικό μέλος και γενική γραμματέας της Ένωσης Λογοτεχνών Αιγαίου.
Μαρία Βρανά-Παπάλα

Ο δεσμός της Ποίησης με την Πίστη

Η πίστη είναι μια συνύφανση αλλά και μια συνεχής μάχη ανάμεσα σε δύο κόσμους, τον ιδεατό και τον πραγματικό. Τη γοητεία αυτής της μάχης την ένιωσαν οι πρώτοι ποιητές του κόσμου και συνάρμοσαν το λόγο τους με τέτοιο τρόπο που να ενώνει το όνειρο με την αλήθεια! Η ανάγκη του ανθρώπου να φτιάξει έναν κατανοητό Θεό ήταν αυτή που τον οδήγησε στην ποίηση, γιατί μέσα από τα λόγια ενός ποιήματος ο στεγνός ορθολογισμός του νου παίρνει λάμψη από το φως της ψυχής και ο εσωτερικός κόσμος γίνεται ολοζώντανες εικόνες που αντικατοπτρίζουν χρωματισμένα τα αισθήματα. Ίσως έτσι να γεννήθηκαν τα πρώτα ποιήματα στον κόσμο τα οποία πολύ πιθανόν να ήταν ύμνοι σε κάποιο Θεό.

  Ένας ακόμα λόγος που η ποίηση από καταβολής του κόσμου έχει πρωτεύουσα θέση στη λατρεία της κάθε Θεότητας, είναι ότι λόγω του μέτρου είναι πιο εύληπτη, πιο αφομοιώσιμη από τον αποδέκτη, δηλαδή τον ακροατή κι όταν μάλιστα συνδυάζεται με τη μουσική ανατάσσουν τον πιστό.

 Η πίστη έγινε το νερό που πότισε το δέντρο της ποίησης, γι’ αυτό και ο δεσμός Πίστης και Ποίησης είναι άρρηκτος και έχει τη δύναμη που έχει ο δεσμός της μάνας με το παιδί της! Οι ύμνοι που αναφέρονταν στη λατρεία των Θεών έγιναν οι πρόδρομοι για την νεότερη λυρική ποίηση.

Μνήσθητί μου κύριε

Μαρία Βρανά-Παπάλα

“Ω! γλυκύ μου έαρ”
των εποχών εσύ τρισμάκαρη κι ευλογημένη
το Πάσχα που φιλοξενείς και παίρνεις άλλη όψη,
αναγεννιέσαι, ανθίζεσαι
μοσχοβολιά και φως σκορπάς στην οικουμένη.
“Ιδού ο Νυμφίος έρχεται”
στ’ Αγιοπατήματά του ανθοβολούν βασιλικά και ρόδα
κι όλοι στο πέρασμά του δειλά παραμερίζουν,
“νίπτουν τας χείρας τους”
και με κατάνυξη το σώμα του αγγίζουν.
Ω! γενεά μας άπιστη Τελώνες-Φαρισαίοι
που δικαστές γινήκαμε αληθινού Θεού
και παραδώσαμε σ’ άτιμη καταδίκη
άσπιλο κρίνο, αμόλυντο να σταυρωθεί με φρίκη
και “άρον-άρον σταύρωσον Αυτόν”.
Ο Μέγας! της οικουμένης βασιλεύς
“σήμερον κρεμάται επί ξύλου”,
και μύρο αναβλύζει απ’ τ’ άψυχο το ξύλο του Σταυρού,
σπαράττεται, θρηνολογεί έως κι αυτό το φως του ήλιου,
“προσκυνούμεν σου τα πάθη Χριστέ”
“μνήσθητί μας Κύριε εν τη βασιλεία σου”.
“Στέφανος εξ ακανθών”
την κεφαλοκορφή του Γολγοθά στολίζει
κι από τα δάκρυα τα αιμάτινα των μυροφόρων
π’αστέγνωτα στο χώμα πάνω έχουν μείνει
μαραίνεται ο άκανθος και ρόδο πορφυρό ανθίζει.
“Δεύτε λάβετε φως”
του κόσμου το ανέσπερο που τις καρδιές φωτίζει
και εν τω μέσω της νυκτός
αγάπη άσβεστη, γεννιέται απ’ το φως
κι ελπίδα ουρανόφερτη κομίζει.
“Άρατε πύλας”
το καλωσόρισμα αθάνατης ζωής
απ’ τον τριήμερο το θάνατο Θεού, γεννάται
και με την ένδοξό Του Ανάσταση
ο θάνατος νικάται.

Σύντομος σχολιασμός του ποιήματος από τον Ιγνάτη Ψάνη

Το ποίημα ξεκινά με τη γνωστή κλητική κραυγή του μοιρολογιού της Παναγιάς τη Μεγάλη Παρασκευή “Ω! γλυκύ μου έαρ”. Μόνο που επειδή λείπει το δεύτερο είναι ημιστίχιο “πού έδυ σου το κάλλος;” δίνεται η ευχέρεια στην ποιήτρια να αποστασιοποιηθεί από την ταύτιση έαρ (Άνοιξη)- Χριστός. Εδώ η Άνοιξη-το έαρ- θεωρείται τρισευτυχισμένη γιατί φιλοξενεί δύο εξαίσια γεγονότα και φαινόμενα. Από τη μία την αναγέννηση της φύσης και από την άλλη το φως της Ανάστασης, το Πάσχα.
Παράλληλα και στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού συναντούμε το θέμα του «Πειρασμού» της Άνοιξης από τη μια και της πείνας και του θανάτου αλλά και της Ελευθερίας από την άλλη.
Στη συνέχεια το ποίημα διορθώνεται σπονδυλωτά με βάση πολύ γνωστές εκκλησιαστικές ρήσεις που σηματοδοτούν και την πορεία του Χριστού από τη Μεγάλη Δευτέρα ίσαμε την Κυριακή της Ανάστασης.
– «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται»: Γιορτινή ή ατμόσφαιρα, καθώς ως Γαμπρός μπαίνει στα Ιεροσόλυμα. Τον υποδέχεται και Τον αποδέχεται πανδήμως το πλήθος.
– «Νίπτουν τας χειράς τους»: συνοπτικά παραλείπονται η σύλληψή Του, η προδοσία, οι διαδοχικές ανακρίσεις, οι εξευτελισμοί, η απαίτηση ευθυνών και φτάνουμε στη λήψη της τελικής απόφασης, Σταύρωση! Από το “ωσαννά” στο:
-“Άρον- άρον σταύρωσον Αυτόν”: στο σημείο αυτό καταγγέλλεται η “άτιμη καταδίκη” , ο φαρισαϊσμός και η συνενοχή όλων στη “φρίκη”. Και έτσι:
-“Σήμερον κρεμάται επί ξύλου”: στην κρίσιμη αυτή σκηνή συμμετέχει και το άψυχο περιβάλλον και η φύση, όπως ακριβώς συμβαίνει στα δημοτικά μας τραγούδια, ” το άψυχο ξύλο του Σταυρού αναβλύζει μύρο και το φως του ήλιου θρηνολογεί”.
-Ο “στέφανος εξ ακανθών” μαραίνεται και το τοπίο αμέσως αλλάζει ριζικά
– “Δεύτε λάβετε φως”
– “Άρατε πύλας”: το ανέσπερο φως διαχέεται και και κομίζει την αγάπη και την ελπίδα, την ήττα του θανάτου, με το καλωσόρισμα μιας άλλης ζωής.
Το ποίημα είναι αμιγώς θρησκευτικό ασφαλώς, όμως η εξιστόρηση το γεγονότων μάς δίνει τη δυνατότητα  να προσεγγίσουμε και κοινωνικές συμπεριφορές και αντιδράσεις. Η ποιήτρια στέκεται με πολύ μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπο του Χριστού, αποφεύγοντας τον ηχηρό και εντυπωσιακό λόγο καθώς και τις μεταφυσικές προεκτάσεις.
Η εικονογράφηση των παθών εστιάζεται περισσότερο στον Χριστό, ως Άνθρωπο της αγάπης, και του φωτός, γι’ αυτό και τον ικετεύουμε να μας θυμάται με τα λόγια του εκ δεξιών του στον Σταυρό ληστή:” Μνήσθητί μου κύριε”, που είναι και ο τίτλος του ποιήματος
Κυρά του πόνου Παναγιά
Η Παναγιά που ένιωσε στα κατάβαθά της τον πόνο, είναι αυτή που μπορεί να νιώσει, να βοηθήσει, και τον συντρέξει τον “πάσχοντα άνθρωπο”. Το θέμα του επόμενου ποιήματος
Μαρία Βρανά-Παπάλα

Αρχόντισσα της εκκλησιάς και μάνα των αγγέλων
εσύ που ντύνεις τις ψυχές μ’ ελπίδα για το μέλλον
πόρτα τ’ ουρανού το φως σου να σταλάζει
σαν τη βροχή το βλέμμα σου πάνω στη γη να στάζει.

Εσένα που σ’ αγκάλιαζαν της γης οι καταιγίδες
και σου καρφώναν την καρδιά σαν κοφτερές λεπίδες,
πληγές σαν σπόρους φύτευαν τα έργα της φυλής σου
κι εσύ τον Άδη φίλευες με γάλα της θηλής σου.

Έζησες της απανθρωπιάς τον παγερό το φθόνο
την ερημιά της ξενιτιάς, της ορφανιάς τον πόνο,
στα μάτια μαυροφόρεσες τη λαίλαπα της μοίρας
και στην ψυχή σου ένιωσες το χτύπημα της σφύρας.

Δέξου παράκληση κι ευχή πουλιών ταξιδεμένων
που ‘δαν παράπονο πικρό ματιών αδικημένων.
Δέξου και μήνυμα ζωής απ’ τ’ άστρα τ’ ουρανού σου
ψυχές πονούν και καρτερούν το έλεος του νου σου!

Σβήσε πολέμους που ξυπνούν της σταύρωσης το τάμα
μοίρασε στον κόσμο σου των αμπελιών τα νάμα.
Φέξε το δρόμο των ψυχών στης θάλασσας τα βάθη
μεγάθυμα να συγχωρούν των δυνατών τα λάθη!

Με την πνοή σου δρόσισε παιδιά ηλιοκαμένα
δάκρυ συμπόνιας πότισε της γης τα διψασμένα.
Κυρά του πόνου! φύσηξε ανάσα της ελπίδας
και δώσε μας το φύλαγμα της θεϊκής ασπίδας.

===========

Κώστας Βάρναλης

Γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884. Τελείωσε το σχολείο στη Φιλιππούπολη και έπειτα σπούδασε Φιλολογία στην Αθήνα. Το 1908 πήρε το πτυχίο του και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση. Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και στον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Υπήρξε κομμουνιστής με διαρκή προσφορά και συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.

Από τα σημαντικότερα έργα του

  • Το φως που καίει (Αλεξάνδρεια 1922)
  • Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927)
  • Κηρήθρες (1905)
  • Ποιητικά (1956)
  • Ελεύθερος κόσμος (1965)
  • Οργή λαού (1975)
  • Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
  • Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925) κ.α.

Οι πόνοι της Παναγιάς

Κώστα Βάρναλη, 1927

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς, τ’ άδικο να φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.

Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.

Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!

– Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…-

Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά

την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

 

Σύντομος σχολιασμός του ποιήματος (Αριστοτέλειο παν/μιο Θεσ/νίκης)

Παρότι ολόκληρο το ποίημα αποτελεί έναν θρηνητικό μονόλογο της Παναγίας,
υπάρχει μέσα του ένας «αόρατος» αντίλογος του Ιησού, που μπορούμε να τον
συμπεράνουμε έμμεσα από τα λόγια της μάνας.79 Ο Ιησούς φαίνεται να απαρνήθηκε την
ησυχία και την ασφάλεια που θα του εξασφάλιζαν ένα νοικοκυριό και οι προοπτικές του
μακρόχρονου βίου ενός εργαζόμενου τεχνίτη-επαγγελματία, και μπήκε άφοβος στον αγώνα
του, ώσπου σκοτώθηκε άδικα με τη συνέργεια φίλων και εχθρών, αφού, όπως δηλώνεται
στις απορηματικές ερωτήσεις της μάνας του, δεν διάλεξε τελικά τον δρόμο της φυγής και
της σωτηρίας ούτε της άρνησης της «αποστολής» του. Πρόκειται λοιπόν για έναν αγωνιστή
που οραματίζεται ένα νέο κόσμο, αν και όχι ακριβώς με το κοινωνικό περιεχόμενο που θα
ήθελε ο Βάρναλης· ακόμη και μπροστά στο θάνατο, δεν θα μπορούσε να αρνηθεί τον
ύψιστο σκοπό της ζωής του.

Εδώ παρατηρούμε ξεκάθαρα ότι ο ποιητής δίνει, ουσιαστικά, κοινωνικό και
ανθρωπιστικό, αντίστοιχα, περιεχόμενο στον Χριστό και τη Παναγία, αφαιρώντας απολύτως
τις μεταφυσικές και υπερφυσικές (ή, στην περίπτωση της Παναγίας, τις κατοπινές
θαυματουργικές κτλ.) ιδιότητές τους. Η θυσία του Ιησού αποκτά τώρα το νόημά της και
αποτελεί τη δραματική κορύφωση της προσπάθειας ενός συλλογικού/κοινωνικού αγώνα.
Έτσι, η Παναγία εδώ γίνεται η Μάνα-Σύμβολο της διαχρονικής μάνας του αγωνιζόμενου
ανθρώπου και επίσης η αιώνια μάνα του πόνου και του πάθους. Αυτός ο πόνος, μαζί με τη
διαμαρτυρία, το παράπονο και την αδυναμία της μητρικής καρδιάς να καταλάβει τον άδικο
σκοτωμό του παιδιού της, οι απαράμιλλες εικόνες ειρηνικής και γλυκύτατης οικογενειακής ζωής και ο μεστός λυρικός λόγος κάνουν το ποίημα αυτό ένα από τα αριστουργήματα της
ποίησης του Βάρναλη και ολόκληρης της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Η Μάνα του Χριστού

Κώστα Βάρναλη

 

Αλλά και στο άλλο ποίημά του «Η Μάνα του Χριστού» (Το Φως που Καίει), μέσα από απλές καθημερινές σκέψεις και με συναισθήματα ενός πλάσματος που βιώνει την κοινωνική ζωή στη βάση των πραγματικών αναγκών, θρηνεί με μια συγκλονιστική ορμή και δύναμη. Η «Θεοτόκος» της ζωής αγγίζει με τα μάτια και τη σκέψη της, με τις αισθήσεις και το βλέμμα της, τις ομορφιές τού γύρω κόσμου, την στιγμή που ο γιος της οδηγείται στο θάνατο.

 

Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,

Ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!

Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει

Και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Της οργής και του μίσους τη θρέψαν οι αέρες

Τη χαρά της λαοθάλασσας τούτης που βόγγει.

Πόσες νύχτες λεφκές, πόσες μάβρες ημέρες

Οι κρυφές, οι μουγγές τήνε θρέψαν φοβέρες.

Α! πως είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει

(ήταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)

σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει

κι από δόξες αλάργα κι αλάργα από μίση!

ένα κόκκινο σπίτι σ’ αβλή με πηγάδι

και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι

και νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,

το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου

Στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να ΄μπεις!

Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)

Δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο το όνομά σου!

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη

και δολερά ξεσηκώσανε τα άγνωμα πλήθη

Κι όσο ο γήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι,

Το σταβρό σου καρφώσαν κι οχτροί σου και φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,

Σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός» τι είπες «Να με!».

Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!

Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σέμαθα ακόμα!

Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,

Ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!

Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει

Και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Της οργής και του μίσους τη θρέψαν οι αέρες

Τη χαρά της λαοθάλασσας τούτης που βόγγει.

Πόσες νύχτες λεφκές, πόσες μάβρες ημέρες

Οι κρυφές, οι μουγγές τήνε θρέψαν φοβέρες.

Α! πως είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει

(ήταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)

σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει

κι από δόξες αλάργα κι αλάργα από μίση!

ένα κόκκινο σπίτι σ’ αβλή με πηγάδι

και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι

και νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,

το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου

Στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να ΄μπεις!

Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)

Δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο το όνομά σου!

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη

και δολερά ξεσηκώσανε τα άγνωμα πλήθη

Κι όσο ο γήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι,

Το σταβρό σου καρφώσαν κι οχτροί σου και φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,

Σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός» τι είπες «Να με!».

Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!

Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σέμαθα ακόμα!

Σχολιασμός του ποιήματος (Αριστοτέλειο Παν/μιο Θεσ/νίκης)

Αυτή είναι η Παναγιά. Είναι η κάθε μάνα, που στο πρόσωπο του δικού της παιδιού, του σπλάχνου της, βλέπει το δικό της Χριστό. Η κάθε χαροκαμένη μάνα που μπρος στο άψυχο σώμα του παιδιού της θρηνολογεί, σπαράσσεται και ολοφύρεται δίχως να βρίσκει παρηγόρια, παρά μόνο όταν συνειδητοποιεί την επιλογή του παιδιού της να σταθεί όρθιο στο δρόμο του δικού του αγώνα. Η Παναγία του Βάρναλη, η Παναγιά του κόσμου μας βρίσκει στο τέλος τη δύναμη να αναγνωρίσει την αδυναμία της, να καταλάβει τη διαφορετικότητα του γιου της και να παρηγορηθεί από τις αποφάσεις του… «Αχ! Δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!/ Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!). Αυτή η Μάνα δεν είναι ούτε χαροκαμένη, ούτε ηρωική. Είναι η Μάνα που σέβεται τον εαυτό της και το παιδί της. Είναι η επαναστατημένη συνείδηση, που δε χωρά σε στερεότυπα.