Μπινταγιάλας: Μια συγκλονιστική αφήγηση από τον ίδιο

Σχόλιο του ιστότοπου: Δεν έχουμε ακόμα στα χέρια μας το βιβλίο για τον αείμνηστο “Μπινταγιάλα”, για το οποίο θα κάνουμε και κάποια παρουσίαση. Από το απόσπασμα που μας στάλθηκε και δημοσιεύσαμε έχουμε να πούμε ότι πρόκειται για μια λαϊκή αφήγηση  δοσμένη, με τέτοιο μικροπερίοδο λόγο, τόσο σφιχτοδεμένο, παραστατικό, λιτό και αυθόρμητο, που λίγοι μπορούν να γράψουν. Μοιάζει με Μακρυγιάννη! Απολαύστε τον.

 

Στο βιβλίο του Χαράλαμπου Μοσχόβη «ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΑΙΤΖΗΣ ΜΠΙΝΤΑΓΙΑΛΑΣ –  Έρωτας με τις χορδές των οργάνων» σε αρκετά μέρη του αναφέρονται χρήσιμες πληροφορίες για την ζωή και την κοινωνική κατάσταση στο Πολυχνίτο τον μεσοπόλεμο, αφού για οκτώ περίπου χρόνια εκεί έζησε και δραστηριοποιήθηκε η οικογένειά του. Η αφήγησή του είναι πράγματι συγκλονιστική αφού είναι εξομολόγηση από «πρώτο χέρι» και αποτελεί καταγραφή μιας περιόδου που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

…Εν τω μεταξύ την επόμενη χρονιά, (1933) πήγαμε στο Πολυχνίτο. Εκεί ο μεγάλος αδελφός μου ο Δημήτρης είχε νοικιάσει ένα μαγαζί και το είχε σαν σχολή, σαν ωδείο. Είχε περίπου δεκαοκτώ, δεκαεννιά μαθητές, μεταξύ αυτών και ο Τάσος ο Κουλούρης που έγινε άξιος μουσικός και συνθέτης και έπαιζε και πολλά όργανα  Θυμάμαι όταν έφερε πρώτη φορά τον Τάσο στο σπίτι μας  – ξυπόλητο και οι τρίχες στο κεφάλι του ήταν όρθιες σαν σκαντζόχοιρος – ο αδελφός μου τον σύστησε και μου είπε ότι θα μάθει βιολί. Δεν μου γέμισε το μάτι. Κι όμως ο Τάσος βγήκε από τους πρώτους. Μεγαλώναμε μαζί ό,τι όργανο έπιανα εγώ, το έπιανε και κείνος. Παίξαμε μαζί πολλά χρόνια, σαντούρι εγώ, βιολί ο Τάσος και κιθάρα ο Χρήστος Παπανικολάου από τα Βασιλικά. Έπαιζε και σαντούρι ο Τάσος και όταν κουραζόμασταν αλλάζαμε όργανα. Σκάντζα βάρδια. Τώρα εγώ το χα βάλει πείσμα με το βιολάκι. Δεν ήθελα να μου δείξει ο αδελφός μου. Πήγαινα απ΄ έξω από τη σχολή του όταν δίδασκε κι άκουγα που έλεγε τις κλίμακες. Ντο, ρε, μι, φα, σολ, λα, σι, ντο.  Δρόμο εγώ, ξυπόλητος, πίσω στο σπίτι το βιολάκι, δόστου-δόστου ναι. Ντε ντε ντε έμαθα τις κλίμακες, έμαθα τα μεσόφωνα, έγινα ωραίος. Από εκείνη την εποχή θυμάμαι το πατέρα μου που μου  «πέρασε» το «Αϊβαλιώτικο». Εκείνος το σφύραγε και εγώ το έπαιζα. Σε λίγο διάστημα έπαιζα και τραγουδούσα. Έκανα και κάτι συγκροτηματάκια και τα κονομούσαμε. Μετά με πήρανε στο συγκρότημα τα αδέλφια μου.

 

Ο Νίκος Καλαϊτζής σε ηλικία 11 χρονών με το βιολί

μαζί με τον μικρότερο αδερφό του τον Ηλία.

Στη συνέχεια πήρε ο πιο μεγάλος ο Γιώργος σαντούρι. Δεν με άφηνε να το ακουμπήσω κι αυτός. Το μελετούσα, όταν έφευγε  έξω. Μια μέρα, ο Τάσος ο Κουλούρης βρήκε ένα σαντουράκι σε ένα υπόγειο, που το είχανε πάνω σε ένα κιούπι σαν καπάκι. Πάμε λοιπόν το αγόρασα το σαντουράκι. Πήρα σύρμα, το αρμάτωσα, το σενιάρισα. Του έδωσα και μια ταχύτητα στα χέρια μη συζητάς. Μπορώ να πω ότι τα χέρια τα δικά μου ήταν γεννημένα για σαντούρι. Γιατί έπιανα ένα όργανο, το οποίο δεν ήτανε αξίας και στα χέρια μου γινότανε βελούδο. Απόδιδε όμορφα. Και στο βιολάκι και στα άλλα τα όργανα ήμουνα καλός, αλλά το σαντούρι ήταν άλλο πράγμα. Οπότε όταν έγινα εγώ σαντουριέρης, έπιασε ο μεγάλος τρομπόνι και παίζαμε σε μια λέσχη στο Πολυχνίτο. Είχε μια ορχήστρα ευρωπαϊκής μουσικής που παίζανε τα βράδια. Παίζαμε εμείς τη μέρα είχε μια παρέα και πλακώνω ένα χόραρο στο σαντούρι, σηκώνεται αυτός ο πιανίστας και μου λέει «ρε μπάσταρδε πότε έγινες μουσικός και πότε εκτελείς αυτά τα πράγματα»; Εγώ χαμογέλαγα.

Στα συγκροτήματα εκείνη την εποχή η δύναμη ήταν τα πνευστά όργανα, τα μπρούτζινα. Στην έκτη δημοτικού είχα γίνει πρόσκοπος και είχα γίνει σαλπιγκτής, φύσαγα ωραία τη σάλπιγγα. Ο εκπαιδευτής μου όταν φύσαγα στη σάλπιγγα το εγερτήριο ή το προσκλητήριο έλεγε «αμάν με σκότωσες». Μου μπήκε λοιπόν στο μυαλό να πάρω κορνέτα Βρήκα μια μεταχειρισμένη κορνέτα την αγόρασα κι αυτή. Είχα λοιπόν ακουμπημένο το σαντούρι κάτω, ένα καρφί πάνω το βιολί και σε ένα άλλο τη κορνέτα.  Έρχεται ο μεγάλος αδελφός μου, βλέπει τη κορνέτα λέει «τι είναι αυτό», λέω «κορνέτα». «Αϊ σιχτίρ ρε μπάσταρδε, θα πας να φυσάς μέσα στο μπρούτζο»;  Λέω «εγώ σε ένα μήνα θα παίξω κορνέτα». Και πραγματικά έπαιξα και γίνομαι μια «κορνέτα» από τους λίγους. Στα δεκατρία μου χρόνια έπαιζα κορνέτα. Η κορνέτα όμως δεν ήταν και τόσο καλή, έχανε αέρα. Λέω εγώ με το νου μου το τρομπόνι είναι πιο δυνατό. Είχε στο Μεσότοπο έναν που είχε πάρει να μάθει τρομπόνι και δεν τα κατάφερε. Παναγιώτης Τσακίρης ήταν το όνομά του, ήτανε αγροφύλακας. Πάω εγώ, το αγοράζω. Δάσκαλος μου ήταν ο καθρέπτης. Είχαμε ένα μεγάλο καθρέπτη, πήγαινα απέναντι και έβλεπα τη στάση που είχα αν είναι σωστή, αν βάζω στραβά το στόμα. Γίνομαι και στο τρομπόνι δυνατός. Επειδή φύσαγα πολύ είχα βγάλει το όνομα στα πανηγύρια ότι ο Μπινταγιάλας είναι στο τρομπόνι. Με είχαν πάρει από φόβο. Αργότερα όμως τα σταμάτησα τα πνευστά, γιατί οι γονείς μου που γκρινιάζανε να τα σταματήσω, είδα ότι είχαν δίκιο και έμεινα στο σαντούρι. Γιατί τότε στη Μυτιλήνη τα σαντούρια είχαν τη πρωτοβουλία όπως σήμερα είναι το μπουζούκι. Από τη πλευρά  Μεσότοπο, Άντισσα, Παράκοιλα ήμουν το πιο δυνατό σαντούρι, από την Αγιάσο ήταν ο Γιαννάκης ο Κακούργος, είχε όμως κι άλλους, ήταν ο Στρατής ο Ψύρας, καλός κι αυτός. Τώρα ο μόνος που έχει μείνει είναι ο Κωστάκης  ο Ζαφειρίου, έχει και στο Σκουτάρο έναν ηλικιωμένο. Πάνε οι σαντουριέρηδες, που είχε πάρα πολλούς και δυνατούς η Μυτιλήνη.

Στον Πολυχνίτο, όταν γινόταν αρραβώνα έπρεπε να ξενυχτήσουνε και με τα όργανα να πάνε να ανοίξουνε ένα καφενείο, να συνεχίσουνε το γλέντι Εγώ τώρα πιτσιρικάς με ένα βιολάκι τρία τέταρτα και βγαίνουμε στο δρόμο το πρωί να πάμε στο καφενείο, απ’ τη παγωνιά κοκκινίσανε τα δάκτυλά μου, δεν πατάγανε στο βιολί. Πάγωσα τελείως. Μπήκαμε στο καφενείο, αμέσως βάλανε φωτιά στη σόμπα, έτρεξα εγώ. Ο πατέρας μου φώναξε να μη πάω κοντά, αλλά εγώ δεν άκουσα. Με πιάσανε λοιπόν κάτι πόνοι, που δεν μπορούσα να τους αντέξω, με πήρανε τα κλάματα. Ύστερα μου έγινε μάθημα και δεν πλησίαζα φωτιά….

Οικογενειακή σύνθεση των αδελφών Καλαϊτζή από τη στρατιωτική τους θητεία

Ο κόσμος τότε διασκέδαζε, υπήρχαν δουλειές παρά πολλές, σε σημείο να κρυβόμαστε να μη μας βρούνε. Τις Απόκριες είχαν ένα έθιμο στο Πολυχνίτο να ξενυχτάνε και τη Καθαρή Δευτέρα μαζευόντουσαν όλα τα συγκροτήματα με τις παρέες που γλεντάγανε από βραδύς και πηγαίνανε σε μια αλάνα που τη λέγανε «χορό». Ήτανε έξι-επτά συγκροτήματα, παίρνανε καρέκλες από τα μαγαζιά, καθίζανε και τραβούσε ο χορός μέχρι το απόγευμα. Εν τω μεταξύ εγώ δούλευα με τους δικούς μου, με τα αδέλφια μου. Αυτοί παραγγείλανε όλοι κουστούμια. Εμένα δεν με νοιάστηκε κανένας, ενώ τα λεφτά μου τα παίρνανε. Ο πρώτος αδελφός μου, ο Δημήτρης ήταν ακούραστος. Μερόνυχτα να δουλεύει να παίζει και να τραγουδάει δεν το έβαζε κάτω. Αφού παίζαμε μαζί πέφτανε τα λεφτά στο σαντούρι, εγώ τα έπαιρνα και τα έβαζα στην τσέπη του αδελφού μου, που ήτανε δίπλα μου με το βιολί. Πέφτανε δυο πενηντάρικα έβαζα το ένα σε αυτόν, το άλλο στη δικιά μου τσέπη. Ντε ντε ντε μάζεψα κάτι λεφτουδάκια, πήγα στο ράφτη, που είχανε παραγγείλει τα κουστούμια. Τον ρώτησα πόσα ήθελε να μου κάνει ένα κουστουμάκι όχι πρώτης ποιότητος, αλλά κάπως να αξίζει το κόπο. Χίλια διακόσια φράγκα μου απάντησε. «Θα τα έχεις μπροστά τα λεφτά, αλλά το κουστούμι το θέλω να είναι έτοιμο μαζί με τα άλλα κουστούμια» του είπα. Πήρα και ένα πουκαμισάκι καναρινί χρώματος, ζέρσεϊ ήταν τότε στη μόδα, ένα ζευγάρι παπούτσια άσπρα και τα φύλαξα όλα αυτά για τις Απόκριες, που θα ντυνόντουσαν και οι άλλοι. Φέρανε λοιπόν τα κουστούμια τους, τα κάνανε πρόβα, καμαρώνανε, πάω εγώ στο διπλανό δωμάτιο, ντύνομαι και παρουσιάζομαι. Όλοι αιφνιδιαστήκανε. «Τα πήρα, βολεύτηκα μόνος μου μάγκες» τους λέω, «αφού δεν με νοιάστηκε κανένας»……

Πλησίαζε του Αγίου Δημητρίου πανηγύρι. Μάθανε οι συνάδελφοι ότι γύρισα, ήλθαν σπίτι και με ρωτούσανε, αν θα μπορώ να παίξω του Αγίου Δημητρίου. Τους είπα ναι. Η μάνα μου γκρίνιαζε. Είπα όμως στο πατέρα μου να  μου φέρνει κάθε μέρα εκατό δράμια αρνάκι του γάλακτος. Το έτρωγα βραστό με το ζουμί και καμιά πατάτα βραστή. Μέχρι του Αγίου Δημητρίου κάπως συνήλθα. Πέρασαν οι άνθρωποι πήραν το τρομπόνι στα χέρια τους, φόρεσα ένα παλτό πήρα και το μπαστούνι κάθισα στο καφενείο και έπαιζα. Φύσαγα έπινα και κάνα δυο νεροπότηρα ούζο. Τελειώσαμε κατά τη μία και μισή  με δύο, πήρα τα λεφτά και με το μπαστούνι πίσω στο σπίτι. Όταν γύριζα συνάντησα τη μάνα μου που πήγαινε αργά για νερό στη βρύση, γιατί τη μέρα στο Πολυχνίτο το νερό ήταν λιγοστό και έπρεπε να περιμένεις σειρά. Το όργανο το κρατήσανε οι άλλοι συνάδελφοι, γιατί θα χρειαζότανε πάλι για το πανηγύρι των Ταξιαρχών. Πράγματι ήρθε η μέρα μου λένε οι συνάδελφοι θα είμαστε στο τάδε καφενείο. Οι σπασμοί από το πυρετό κρατούσαν ακόμα. Σηκώθηκα να ντυθώ, θυμάμαι είχαμε μια πολυθρόνα με μπράτσα στις άκριες, στηρίζομαι και φεύγω στο καφενείο. Αυτοί είχανε ένα έθιμο, όταν παίζαμε στα καφενεία μετά βγαίνανε με τα όργανα και διασκεδάζανε στους δρόμους κάνανε πατινάδες στις γκόμενες και γυρίζανε πίσω. Λέω «εγώ παιδιά δεν είμαι για τέτοια. Πηγαίνετε και εγώ θα σας περιμένω εδώ». Πράγματι τελειώσαμε, πήγα σπίτι, έδωσα τα λεφτά στους δικούς μου και τους είπα να συνεχίσουν να μου φέρνουν κρέας. Άρχισα σιγά-σιγά να δυναμώνω, σηκωνόμουνα με το μπαστούνι, αλλά με έπιασε ένας βήχας διαβολεμένος σαν κοκίτης. Εγώ εν τω μεταξύ είχα μάθει και το τσιγαράκι. Είχαμε γίνει «άντρες». Ο πατέρας μου τα χρειάστηκε, φοβήθηκε μη πάθω καμιά φυματίωση. Πήγε στο γιατρό. Ο γιατρός του είπε να πάρω μια σκόνη να πιω και να σταματήσω το τσιγάρο. Εγώ ήμουνα και νευρόσπασμα δεν έπαιρνα από λόγια, όταν γύρισε ο πατέρας μου έδωσε τη σκόνη, που την είχε μέσα σε μια εφημερίδα, μου είπε και τη σύσταση του γιατρού να κόψω το τσιγάρο. Με το που μου το λέει πετάω όξω την εφημερίδα από το παράθυρο. Ποιος είναι αυτός που μου είπε να κόψω το τσιγάρο. Μυαλά που είχα. Τέλος πάντων δεν θυμάμαι πως μου ήρθε, είπα στη μάνα μου και κάθε πρωί μου χτυπούσε δυο κρόκους αυγού με ζάχαρη. Σε μια βδομάδα δεν είχε μείνει ούτε βήχας ούτε τίποτα. Είχα γίνει περδίκι. Έκτοτε είμαι ακόλουθος του Ταξιάρχη, της Παναγίας και στους άλλους αγίους, αλλά έχω συμπάθεια στο Ταξιάρχη, γιατί ανήμερα των Ταξιαρχών σταμάτησε ο πυρετός και δεν με ξανάπιασε για πολλά χρόνια.

Πολιχνίτος 1938,οικογενειακή ορχήστρα Μπινταγιάλα: Από αριστερά Νίκος κορνέτα, Νίκος Χριστιανός κλαρίνο, Δημήτρης βιολί, Γιώργος σαντούρι, πατέρας Γιάννης ντραμς.

Θυμάμαι που λανσάραμε και τη πρώτη ντραμς στη Μυτιλήνη. Την έφτιαξε ο μεγάλος αδελφός μου ο Δημήτρης και μας συνόδευε με αυτήν ο πατέρας μου, αφού εμείς προοδέψαμε στα όργανα. Ήταν μια γκραν κάσα, ένα τύμπανο και ένα πιατίνι. Στο δέρμα της κάσας είχε ζωγραφίσει ένα ζωγράφος από το Πολυχνίτο μια κοπέλα που χόρευε.

Εμείς στην οικογένεια μέναμε πότε Μεσότοπο, πότε Πολυχνίτο. Στο Μεσότοπο δεν είχε ακτίνα δράσεως. Μια Ερεσό και μια Άγρα. Ούτε το ένα είναι ούτε το άλλο για όργανα. Και πολλές φορές μέναμε στο Μεσότοπο ας πούμε καταχρηστικώς. Βέβαια το τόπο του τον πονάει κανείς, κι αν πάω τώρα θα κάτσω, θα κατέβω στο Ταβάρι, αλλά με τραβάει κι ο κόλπος της Καλλονής και ειδικά ο Άγιος Παύλος. Ούτε τα Παράκοιλα που έζησα με τραβάνε. Και η Αποθήκα είναι όμορφη δεν μπορείς όμως να κατοικήσεις εκεί.  Στο Πολυχνίτο μείναμε από το 32 μέχρι το 44 που έφυγα εγώ. Τα ωραία μας χρόνια ήταν από το 37 μέχρι το 39, που ήμασταν συγκρότημα μαζί, όσα παίρναμε ήτανε δικά μας. Ταμίας ήτανε η μητέρα μου. Ό,τι παίρναμε τα παραδίναμε σε αυτή. Και εκείνη έδινε χαρτζιλίκι στο καθέναν. Με το πόλεμο σκορπίσαμε όλοι. Οι αδελφές μου φύγανε στη Θεσσαλονίκη στην αδελφή της μητέρας μου. Ο Πολυχνίτος ήταν η βάση μας για την δουλειά μας και σαν επιλογή ήταν καλή. Και σαν μέρος ήταν καλό, θα λέγαμε πλούσιο και υπήρχαν πολλά χωριά δίπλα που πηγαίναμε. Βασιλικά, Λισβόρι, Βρυσά, γύρω στα πέντε χιλιόμετρα το καθένα. Τα Βασιλικά μέχρι τώρα έρχεται το πρώτο χωριό στην πληρωμή. Εκείνη την εποχή υπήρχαν τα μεταλλεία, δούλευαν και πολλοί ξένοι. Έβλεπες τα Σαββατοκύριακα να παίζουν πέντε-έξι συγκροτήματα. Στα Βασιλικά όποια μέρα και να πήγαινα εκεί με το Χρήστο το Παπανικολάου κυρίως, παίζαμε στους φίλους και σήκωνα παράδες. Ζούσαμε καλά…..

Σχόλιο του ιστότοπου: Δεν έχουμε ακόμα στα χέρια μας το βιβλίο για τον αείμνηστο “Μπινταγιάλα”, για το οποίο θα κάνουμε και κάποια παρουσίαση. Από το απόσπασμα που μας στάλθηκε και δημοσιεύσαμε έχουμε να πούμε ότι πρόκειται για μια λαϊκή αφήγηση  δοσμένη, με τέτοιο μικροπερίοδο λόγο, τόσο σφιχτοδεμένο, παραστατικό, λιτό και αυθόρμητο, που λίγοι μπορούν να γράψουν. Μοιάζει με Μακρυγιάννη! Απολαύστε τον.