Επιμέλεια: Ιγνάτης Ψάνης
Είναι μία ευκαιρία να θυμηθούμε οι παλιοί και να μάθουνε οι νέοι για ένα κομμάτι της ντόπιας ιστορίας μας, μισο-ζωντανό, μισο-γκρεμισμένο, ένα κομμάτι που κυριολεκτικά ξεθάψαμε από το 5 φύλλο του” Αντίλαλου της Βρίσας”το 1987! Εμείς απομονώσαμε μόνο το μέρος μιας μονογραφίας του Π. Σ. Παρασκευαΐδη που αφορά στο χωριό μας, γιατί ολόκληρη η εργασία αφορά στις χαμένες πόλεις και κάστρα της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής περιόδου ολόκληρης της Λέσβου. Το μέρος που αναδημοσιεύουμε θα ξαναφέρει στο μυαλό μας τον Άγιο Σίδερο, την Τραπεριά, την Αγία Κυριακή, τη Νυφίδα, την Παναγιά τη Ροδοτού, Στρογγυλού, το Άσκυλο, τα Τσίχια, το Κλιμάτι, το Κάστρο της Κιτρογαλιάς κ. α.
Η μονογραφία του Π. Σ. Παρασκευαΐδη:
ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΣΤΡΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΛΕΣΒΟΥ
Του Π.Σ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, από το περιοδικό “ΨΑΡΑ”
Στο χωριό Βατούσα της Λέσβου υπάρχει μία παράξενη Παναγία, “η Παναγία η Θρηνωδούσα”. Εικονίζεται μόνη της χωρίς άλλο πρόσωπο και στο λαιμό της έχει καρφωμένες τις αιχμές επτά σπαθιών. Αίμα ρέει από τις πληγές και αυτή υποφέρει καρτερικά το μαρτύριο.
Παναγιά Θρηνωδούσα γινόταν η Λέσβος κάθε φορά που την κούρσευαν, όταν από τον 9ο- 10ο αιώνα ο βυζαντινός στόλος έχασε τον έλεγχο του Αιγαίου, ανεμπόδιστα πια εμφανίστηκαν οι πειρατές και κούρσευαν καράβια και χωριά, αρπάζοντας, σφάζοντας και ερημώνοντας. Γιατί οι πειρατές δεν ήταν συνηθισμένοι κλέφτες να ξεγυμνώνουν τα θύματά τους από τα υπάρχοντά τους .Ήταν δαιμονικά στοιχεία του κακού και όταν ακόμα δεν συναντούσαν αντίσταση, θεωρούσαν αυτονόητο καθήκον τους να σκοτώσουν ανθρώπους και ζώα να κόψουν δέντρα και να κάψουν σπαρτά και γενικά να καταστρέψουν όσο περισσότερο μπορούσαν την κατοικημένη περιοχή της επιδρομής τους.
Έτσι συχνά το μέρος από όπου περνούσαν οι πειρατές μεταβαλλόταν σε ερείπια που κάπνιζαν και όσοι από τους κατοίκους γλίτωναν το λεπίδι ή την αιχμαλωσία ήταν πολύ δύσκολο να ζήσουν μέσα στα αποκαΐδια! Εξίσου δύσκολο βέβαια ήταν και να τα εγκαταλείψουν. Πώς να αφήσουν τον τόπο που μεγάλωσαν, τα δρομάκια του χωριού που περπάτησαν, το σπίτι που έζησαν. Φεύγοντας κανείς δεν παίρνει την πατρίδα του κάτω από τις πατούσες του.
Αλλά αν συμφορά ξαναχτύπαγε δεύτερη και τρίτη φορά, δεν άντεχαν άλλο, και εγκατέλειπαν το χώρο που δεν τους έδινε πια ζωή αλλά θάνατο και τράβαγαν για αλλού. Να ξαναχτίσουν το χωριό τους σε κάποιο τόπο που δεν θα τον έβρισκε εύκολα ο θάνατος και η ερήμωση με τη μορφή της πειρατικής επιδρομής. Βέβαια ο νέος χώρος δεν μπορούσε να απέχει πολύ από τον παλιό, γιατί το νησί δεν ήταν ακατοίκητο, για να πάνε όπου θέλουν ούτε μπορούσαν να απομακρυνθούν πολύ από τα κτήματά τους και τις οικονομικές τους απασχολήσεις. Τέλος και η πρόσβαση τους στη θάλασσα από την οποία διεξαγόταν το εμπόριο των προϊόντων τους θα έπρεπε να διατηρηθεί εύκολη.[…]
Για τη Λέσβο ξέρουμε και από γραπτές μαρτυρίες και από την προφορική παράδοση ότι υπέφεραν ιδίως τα παραλιακά μέρη από τους πειρατές και η καταστροφική μανία τους βασάνιζε τους κατοίκους για αιώνες ολόκληρους. Όταν οι οικονομικοί παράγοντες και η ελπίδα αποτροπής τους μιας νέας καταστροφής ήταν ισχυρή για τη διατήρηση της πόλης στο ίδιο μέρος και μετά την επιδρομή την ξαναστήλωναν στην ίδια θέση, για να δεχτεί όμως μετά από λίγο ή πολύ καιρό νέο χτύπημα που θα την εξαφάνιζε τελείως, π.χ. η Τροία στην αρχαιότητα χτίστηκε επτά φορές γιατί η θέση της ήταν σπουδαία. Τελικά έσβησε βέβαια και μόνο χάρη στον Σλήμαν μάθαμε ότι πράγματι υπήρξε. Στη Λέσβο όλες, μα όλες οι παραλιακές πόλεις, καταστράφηκαν εκτός από δύο που διέθεταν ισχυρά κάστρα, η Μυτιλήνη και η Μήθυμνα το ίδιο βέβαια έπαθαν και τα χωριά που ήταν ορατά από τη θάλασσα για αυτό οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να τα μεταφέρουν στο εσωτερικό του νησιού σε λακκώματα ή δυσπρόσιτα ψηλώματα, γενικά σε μέρη που δεν θα τα έβλεπαν οι πειρατές ή που δεν θα υποπτευόταν την ύπαρξή τους.
Όλα αυτά συντέλεσαν στην οικιστική διαμόρφωση του νησιού κατά τέτοιο τρόπο ώστε και η οικονομική ζωή να συνεχιστεί και ησυχία των ανθρώπων να μην διαταράσσεται. Έτσι η κατανομή των κατοικημένων τόπων, όπως περίπου είναι σήμερα, αρχίζει να διαφαίνεται τον 15ο αιώνα και σταθεροποιείται τον 18ο.
Το επιχειρήσουμε λοιπόν μία περιοδεία στη Λέσβο, για να περιγράψουμε πόλεις, χωριά και κάστρα που σήμερα έχουν χαθεί.
Πολιχνίτος
Και η περιοχή του Πολιχνίτου ήταν γεμάτη βυζαντινά χωριά που με τη σειρά τους και αυτά αναγκάστηκαν να αποσυρθούν στα ενδότερα και έτσι και οι διάφορες πολίχνες έκαναν τον μεγάλο Πολιχνίτο
Κατεβαίνοντας προς τη Σκάλα Πολιχνίτου είναι το ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου όπου σώζεται ένα μονάχα παλαιοχριστιανικής προέλευσης μάρμαρο. Στο τοπωνύμιο Απλοθύρα, Άσκυλα και Περιβόλα υπάρχουν ίχνη παλαιών οικισμών. Πριν από τη Νυφίδα είναι ο ναός της Αγίας Κυριακής, που και αυτός διασώζει ένα μονάχα μάρμαρο από το παρελθόν. Στην Τραπεριά το νεόδμητο (1983) ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου δυστυχώς έγινε πάνω σε παλιό αστέγαστο από το οποίο σώθηκαν λίγα μάρμαρα και ένα ανθέμιο. Στην ίδια περιοχή από ασβεστώματά του υπάρχουν παλιές τοιχογραφίες. Δύο μονάχα είναι ορατές. Η Αγία Τράπεζα στηρίζεται σε κολόνα με έναν έγγλυφο σταυρό. Κάτω από την Ωραία Πύλη ξεκινά αγίασμα, που βγαίνει έξω στην αυλή, όπου υπάρχει χτιστή κρήνη και τάσι, για να πίνουν οι προσκυνητές. Στην πηγή αυτή υπάρχουν και χέλια που την καθαρίζουν και όποιος τα πειράξει παθαίνει κακό κατά την επικρατούσα πίστη. Δύο χελιδονοφωλιές μέσα στο Ναό ψάλλουν και αυτές το “Δόξα εν υψίστοις”. Στον πρόναό του υπάρχουν αρχαίες κολονίτσες. Το ιερό του, ασυνήθιστο πράγμα, δεν βλέπει στην Ανατολή αλλά στο Νοτιά. Παλιά στις 8 Νοεμβρίου γινόταν μεγάλο πανηγύρι με πλειστηριασμό σύκων. Κοντά στο ναό ερειπιώνας και λιθόστρωτα δείχνουν την ύπαρξη παλαιών κτισμάτων.
Πιο κάτω προς τη θάλασσα πια πάνω σε πλάτωμα είναι το ξωκλήσι του Αγίου Ισιδώρου( ένα νεόδμητο 1950 λέγει το έτος ανέγερσης η πλάκα στο υπέρθυρό του). Ο τόπος γύρω του είναι γεμάτος από απομεινάρια από παλιά κτίσματα, λιθόστρωτο δρομάκι, το αψευδές τεκμήριο ύπαρξης οικισμού, ερειπιώνες, κάποια μάρμαρα, μία κολώνα και σπασμένα κεραμίδια συνθέτουν την εικόνα. Η ανάμνηση πειρατικής επιδρομής είναι έντονη εδώ. Το τοπωνύμιο συνδέθηκε εκ των υστέρων μάλλον με αυτήν την Νυφίδα: μία νύφη που παντρευόταν και την κυνηγούσαν οι πειρατές. Μανίκι: τρέχοντας να ξεφύγει της σκίστηκε το μανίκι του φορέματός της. Παπούτσι: της ξέφυγε το παπούτσι, Στο τέλος, μετά τόσες ατυχίες, πρέπει να την πιάσανε. Κι αν ακόμα τους γλίτωσε η νύφη, ρήμαξαν τον τόπο και ξεθεμελίωσαν τα σπίτια που ήταν στην περιοχή αυτή. Έμειναν όπως πάντοτε οι εκκλησίες τους. Να και η Ροδοτού ( η Ρόδο-δοτού, η Δίδουσα Ρόδο δηλ.) Παναγιά.
Άλλο ξωκλήσι είναι στα στοιχεία ο Άγιος Ανδρέας( ο Κρήτης) που έχει χτιστεί στα ερείπια μόνο της κόγχης του παλιού ναού. Υπήρχε δηλ. ένας μεγάλος ναός εδώ. Γύρω του φαίνονται τούβλα και κεραμίδια και τα θεμέλια του προηγούμενου κτίσματος. Υπήρχε και ομώνυμη Μονή, του Αγίου Ανδρέα.
Πιο κάτω είναι το τοπωνύμιο Κλιμάτι, που υποδηλώνει την ύπαρξη ιδιαίτερου εκκλησιαστικού τόπου και Μονής. Κοντά στη θάλασσα είναι οι “Δύο Εκκλησίες” με τα χαλάσματα 4 ναών. Στην περιοχή αυτή ήταν η Επισκοπή Στρογγύλης που ήδη από την εποχή του Γαβριήλ (1620) ήταν μαζί με την Επισκοπή Πύρρας -“παντελώς ηρημωμένα”. Σήμερα σώζεται το Βυζαντινός Ναός του Αγίου Γεωργίου σε ερείπια βέβαια. Οι τοίχοι του στέκονται σε ύψος 3 μ. Στο εσωτερικό του υπάρχουν μάρμαρα και κολώνες. Μπροστά βρέθηκαν τάφοι. Τάφοι βρέθηκαν και στον Άγιο Σίδερο.
Στην περιοχή αυτή με τους τόσους οικισμούς πρόσφερε κάποια ασφάλεια το Κάστρο της Κιτρογαλιάς. Παλιόκαστρο το λένε και αυτό σήμερα. Σκαρφαλωμένο σε ένα λόφο δεσπόζει στα γύρω μέρη και αποτελούσε καταφύγιο των κατοίκων. Δεν στάθηκε όμως ικανό να τους σώσει ούτε να υπερασπίσει τα χωριά και να αποτρέψει την καταστροφή τους. Ούτε βέβαια σώθηκε το ίδιο. Υπέκυψε σε κάποια επίθεση και εγκαταλείφθηκε για πάντα.—-
Στην εξαιρετική μονογραφία ακολουθεί η Μονή του Δαμανδρίου, στην οποία, όμως, δεν θα αναφερθούμε, γιατί ήδη σε δύο μέρη έχουμε κάνει εκτενή αναφορά και περιγραφή της Μονής, σε δύο μέρη, στα υπ’ αρίθμ…. φύλλα του “ΠΟΛΙΧΝΙΑΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ”, όταν είχαμε την ευθύνη της σύνταξής του. Τα στοιχεία, που παραθέτει ο συγγραφέας για τη Μονή, τα έχουμε ήδη συμπεριλάβει.