Χώματα στη γλώσσα μ’
Τάσος Μακρής
Χάμα-λήμμα (τα αγαθά)
Η σημασία της φράσης ήταν άφθονα, αλλά πρέπει ίσως από περιέργεια και μόνο, να βρούμε γιατί δεχόμαστε αυτή τη μετάφραση και τι είναι οι λέξεις, που την απαρτίζουν.
Η λέξη “χάμα” φαίνεται να είναι το επίρρημα “χάμω” το οποίο προέρχεται από το αρχαίο “χαμαί”. Ο τύπος χάμα είναι ιδιωτικός και έγινε παρασυρμένος από τη δεύτερη λέξη σε κατάληξη “α” ή και το αντίστροφο. Δε λέγεται σε άλλη περίπτωση παρά μόνο σε αυτή τη φράση.
Η δεύτερη λέξη της φράσης είναι προβληματική. Αν τη γράψουμε με “ει”, δύο λ,, προερχόμενη από το έλλειμμα παραπέμπει στην έλλειψη ενώ η φράση μιλάει για αφθονία. Εξάλλου δεν δικαιολογείται η αποβολή του τονισμένου “ε”.
Αν τη γράφαμε ως “λήμμα ” προερχόμενη από το λαμβάνω, πάλι δύσκολα θα βγάζαμε νόημα.
Υπάρχουν και τα ομόηχα “λύμα”= απόβλητο και “λίμα”= εργαλείο ακονίσματος, τα οποία αποκλείονται ως τελείως άσχετα με το νόημα της φράσης.
Μία άλλη περίπτωση όμως δεν αποκλείεται. Στο λεσβιακό ιδίωμα έμεινε παραλλαγμένο το αρχαίο ¨αλάομαι”= περιφέρομαι, με τη σημερινή μορφή του ως “λιέμι” και με την ίδια σημασία. Το να προήλθε από αυτό ένας ιδιωματικός τύπος, που θα σήμαινε ότι τα άφθονα πράγματα- προϊόντα “κείτονται” (περιφέρονται) χάμω, δεν φαίνεται απίθανο. Ίσως δε να ήταν κάποτε και οι δύο λέξεις διαφορετικές και η φράση ως εξής: ¨χαμαί λιέμι” και η άγνοια στη μακρόχρονη χρήση της την έφερε στα μέτρα γλωσσικής ευκολίας.
Να, λοιπόν, που είναι η ντοπιολαλιά μας είναι σε θέση να δημιουργήσει γλωσσικά προβλήματα και σπαζοκεφαλιές στους ειδήμονες. τη βοήθεια των οποίων ικετεύουμε.
Χύθτσι απ’ του νού μ’.
Το νόημα της φράσης είναι πως το ξέχασα. Επιλέξαμε τη φράση, γιατί μας φάνηκε χαριτωμένη η περιγραφή της αμνησίας, ίσως και η… επιστημονική διερεύνηση του μηχανισμού της μνήμης!
Το ρήμα “χύνω- χύνομαι” χρησιμοποιείται σε κάποιες περιπτώσεις και για σώματα στερεά αλλά είναι κυρίως λέξεις των ρευστών. Έτσι ο νους μοιάζει με δοχείο, στο οποίο είναι αποθηκευμένες ιδέες, εικόνες, παραστάσεις, μνήμες που μοιάζουν με ρευστά, οι οποίες μπορούν να ξεφύγουν, αν δεν είναι στεγανός ο νους, και να χυθούν σαν το νερό και άντε ύστερα να τις μαζέψεις!
Χάνει κανείς τα λόγια του μπροστά στο λόγο εκείνων των ανθρώπων, που είναι γνωστό πως δεν είχαν και πολλές σχέσεις με σχολειά και παιδείες!
Χώματα στη γλώσσα μ’.
Σε δύο τομείς οι πρόγονοί μας, με τον παροιμιώδη λόγο τους, είχαν ξεχωριστές επιδόσεις: στις κατάρες και στους όρκους. Δεν είχαν κανένα δισταγμό να φτιάξουν μεγαλόστομες διατυπώσεις, προκειμένου να εκτονώσουν την οργή τους με τις κατάρες και να πείθουν τους συνομιλητές τους για την φιλαλήθειά τους:”Ν΄’ ανοίξ’ η γη να μι καταπιεί”.
Η φράση μας. με τα χώματα στη γλώσσα, είναι εξίσου βαρύς όρκος με την προηγούμενη. Τα χώματα δεν τρώγονται, ούτε είναι καυστικά, σαν της πιπεριές, για να φοβάται η γλώσσα να πει κακά λόγια. Για τα ψέματα που πιθανό να πει, θα γευτεί τα χώματα με το θάνατο και την ταφή.
Φτρών’ όπ’ δε τουν σπέρνιν
Η διεισδυτικότητα των προγόνων μας στις παθογένειες των κοινωνικών τους διεργασιών ήταν καταπληκτική. Τούτο φαίνεται στη διατύπωση των φράσεων του προφορικού τους λόγο με τον εύστοχο παραλληλισμό της ζωής τους με τα φυσικά φαινόμενα, διαπλάθοντας έτσι έξυπνο, ζωηρό, χαριτωμένο μεταφορικό λόγο.
Υπήρξαν από πάντα στις κοινωνίες εκνευριστικά, αδιάκριτα άτομα, που δεν χρειάζονταν πρόσκληση, για να συμμετάσχουν σε ομαδικές κοινωνικές δραστηριότητες. Αυτοί έμοιαζαν με τους σπόρους που φύτρωναν σε μέρη που δεν ήθελε ο γεωργός. Όποιος σπόρος και να ήταν, έμοιαζε τότε με ενοχλητικό ζιζάνιο, σαν τους αδιάκριτους ανθρώπους.