‘Μαθησιακές δυσκολίες” από τη Στέλλα Καρνά
Μέσα από το γλαφυρό και το χαριτωμένο διάλογο ανάμεσα στη Στέλλα και στη συνήθη συνομιλήτρια της, την κουμπάρα (γκμπάρα) της, αναδύεται ο αρνητικός ψυχισμός ενός παιδιού, που αρνείται το σχολείο και το απορρίπτει. Το παιδί έχει μαθησιακές δυσκολίες, άγνωστες πριν κάποιες δεκαετίες, που το φορτώνουν με αδιάκοπη καθημερινή προσπάθεια αναποτελεσματική, άγχος, πίεση, ενοχές και αυτοαπόρριψη. Ένα καθημερινό μαρτύριο, που δυστυχώς το πέρασαν πριν από μερικές δεκαετίες αρκετά παιδιά, χωρίς να έχουν καμία απολύτως ευθύνη. 
Εντύπωση προκαλούν η ευρηματικότητα της Στέλλας, οι έντονες εναλλαγές των συναισθημάτων (από την τυραννία στην απελευθέρωση!), οι ζωντανοί διάλογοι, δοσμένα με τη μαγεία της ντοπιολαλιάς, που τη χειρίζεται άριστα η Στέλλα. Άριστη και η αποτύπωση της ψυχοσύνθεσης της” μανούλας της!”                                              Ιγνάτης Ψάνης
ΟΙ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Γω, σα που στου είπα πουλλές φουρές, γκμπάρα, τότι που πάγινα στου σκουλειό, ένι μπόργουμ να μάθου του μάθημα απ’ όξου. Του διέβαζα, του καταλάβινα αλλά όχ’ να του πω απ’ όξου, του ξέχανα. 
Του βιβλίου του είχα παρμένου απί φόβου.Ένα βράδ’ ήνταν χμώνας τσι καθούμαστι στου κουζίν’ μας. Διάβαζα τσι ξαναδιάβαζα του μάθημα μ’, τσι η μάνα μ’ πιρίμινι να ντ’ δώσου του βιβλίου, να μ’ αφκριστεί. Μόλις του ίδινα στα χέρια τ’, τα ξέχανα ούλα. 
Άμα μ’ έκανις ιρουτήσεις, ήξιρα να απαντήσου. Γιατί έπριπι να του πω απ’ όξου νιρέλ; Τι ήμνταν παπαγάλους; μουρό ήμνταν!
-Ξαναδιάβασί του, μουρέλ’ ιμ.
-Δε μπουρώ πια, κουράσκα!
– Φάγι ένα πουρτουκάλ’ να ξικουραστείς, τσι ξαναδιάβασί του πάλι.
 – Δε μπουρώ να του μάθου απ’όξου.
 – Άντι άστου…πάνι να τσιμηθείς να ξικουραστεί του μυαλό σ’, τσι του προυί που θα σκουθείς, θα του θμηθείς ούλου.
 Βάζου τα κλιάματα!
 – Να σι πάγου στ’ δασκάλα ντ Ασπασούλα να σι προυγυμνάσ’, πάτσι σι δώσ’να καταλάβς πιο καλά;
-Δε θέλου να μη πας πουθινά. Δε θέλω να παγαίνου στου σκουλειό. 
-Έλα μουρέλ’ ιμ’, πιάστου λίγου-λίγου.
 -Δε μπουρώ σι λέγου να διαβάζου άλλου…μη μι
ζουρλαντίγς. Έ ντου σκών’ γι ουργανισμός ιμ του διάβασμα!
Του βάζ’ η δκό σ’ η νους; ανικάτιψα τσι τουν ουργανισμό μ’ μέσα! Τα έρξα σι φτόναν! Πού ήνταν τότις ένας αλληλέγγυους να μι συμπαρασταθεί ντε; Τώρα χάμα -λείμα.
– Άναγια μ’, γκμπάρα, καπαντίσκα όσ’ ώρα τα ίλιγις. Σένα πρέπ’ να σι άφσι ψυχολουγικό τραύμα ούλου εύτου του πατιρντί που γίνουνταν.
 – Σα π’ του λέιγς. Αλλά τι να του κανς που γιννήθκα πρώμα. Τώρα έπριπι να ήμνταν μαθήτρια.
 – Γιατί τι θα έκανις τώρα;
 – Θα έστειλνα ένα γράμμα στα ανθρώπινα δικιώματα …στα δικιώματα του πιδιού…σ’εύτιν σ’ΟΥΗΕΔΙΣ…
 – Στουν ΟΗΕ θέλ’ς να πεις;
 – Ναι! ξέρς πόσα σ’ πληρώνουμι; Ας κάνιν καμιά δλεια! Να σ΄πω του καμό μ’ να μι καταλάβιν.
 -Αμ τι καμός! Για άντι μπακαλούμ!
 – Φτοι λοιπόν που θα είχαν τα μέσα, θα μι κανουνίζαν ένα ραντιβού μι έναν ιπιστήμουνα, ειδικός για τα μουρά, που δυσκουλιβγόντιν στα μαθήματα. Να μι πάρ’ η μανούδα μ’ απ’ του χιρέλ’ να πάμι να μι ιξιτάσ’, ν’ απουφανθεί η ειδικός. – -Το παιδί σας, κυρία μου, έχει μαθησιακές δυσκολίες .
 Η μανούδα μ’ η καημέν’, που δε θα καταλάβινι τι είνι φτο, θα νόμζι «μασητικές” δυσκολίες, ότι δε μπουρεί να μασήσ’ καλά, δυσκουλεύγιτι.
 – Τι λεγς, κυρ γιατρέ; Να που του μασεί καλά του φαγί τ’. Τα μαγλέλια τ’ είνι κότσνα! Όλ’ μέρα του πκώνου…σα του τρούπ του έκανα!
 – Ηρεμήστε, κυρία μου. Το κορίτσι σας έχει μια δυσκολία στο να αποστηθίσει το μάθημά της. Θα της δώσω εγώ μια βεβαίωση , να τη δώσει στους δασκάλους της, και αυτοί ξέρουν. Σιγά-σιγά θα της φύγει ο φόβος.
 -Ααα! τι καλός κύριους που είνι τούτους! Τούτουν του κύριου θέλου για δάσκαλου, που μι καταλαβαίν! Τώρα μ’ αρέσ’του σκουλειό! Ν’ αρπάξου ντ’ βεβαίουσ’ , να πάμι στου σπίτ’,ν’ ανιβώ μάνι μάνι απάνου,τσι απί ντ’χαρά μ’ να μη μπουρώ να τσιμηθώ. Ουλ΄ντ νύχτα ντίντιρλι, καθήμιν πα στου κριβάτ’. Να σκουθώ αχάραγα, να βάλου ντ πουδιούδα μ’, μι ντ άπρ’ ντ κουλαρίνα, να φουρέσου τα άσπρα τα παπτσέλια μ’ που τά ‘βαζα σ’ ιπιδείξεις. Σημαιουστουλισμέν’…μιγάλ’ γιουρτή για μένα! Ξικαπαντίσκα απ’ τα διαβάσματα.
 – Κάτσι μουρό μ’ να φας του κρόκ, πιρίμινι να βράσ’ του κακάου να βτήξ’ ένα παξμαδέλ’. Πού θα πας νησκό; Ακόμα είνι πουλύ προυί, εν άνξι του σκουλειό.
 – Ε! θέλου τίπουτα. Θα φύγου, ε πνω!
 Να βγω μεσ’ του Μακρύ Σουκάτσ τσι να δώσου ένα πλαλτήρ…να γδιρνόντιν πα στου ντουσιμέ τα παπτσέλια μ’ τα άσπρα…ε μπειράζ’. Θα τα βάψ΄η μαμά μ’ μι του στουπέτσ’! Να μπω μεσ’ντ’ τάξ’, να έρτ’η δάσκαλους τσι να πιταχτώ απ’ του θρανίου σαν ιλατήριου. –
-Κυρί…Κυρί…Κυρί!
 -Τι είνι Στέλλα; Θα μας πεις μάθημα;Μπράβο! Έλα στου πίνακα.
 -Μπριτς! κοίτα γω, χαρτί μι βούλα!
 – Αγιό π’ να σι κάψ’ του κρουμμύδ’,γκμπάρα! Πού πας τσι τα κτσουμπλιάγς ούλα!
 – Γι’ αυτό σι λέγου, πρώμα γιννήθκα. Τώρα λέγου να γράψου ένα γράμμα στου Υπουργείου Πιδείας, να μι δώσιν φτήναν ντ βιβαίουσ’, που δικιούμι…αναδρομικά!
 – Τι θα ντ κάνς τώρα πια ντ βιβαίουσ’, μιγάλ’ γναίκα;
– Θα στείλου στου κράτους μια απανταχού τσι θα γυρέψου απουζημίουσ’! Μι ντ χρουστούν! Μμ! ε φταίβγου γω, που τα ανακαλύψαν ύστιρα οι γ ιπιστήμουνις τσι σουθούκαν τα μουρά…τσι γω τυραννιέμνταν! Θμούσταν ντ κουβέντα μ’! έδιου είσι τσι έδιου είμι! Μέχρι στα Ιβρουπαϊκά δικαστήρια θα φτάξου! Ας ντ’ ν ουργή ντουν πια…μι σκάσαν!
– Αναδρομικά…τσι απουζημίουσ’ απ’ του κράτους…τσι στα Ιβρουπαϊκά! Τι να σι πω, γκμπάρα μ’. Η ντονιάς δε σ’ έχ’!