του Δημήτρη Κωφόπουλου
Εμείς, χωρίς να το θέλουμε, βρεθήκαμε μακριά από τη γη που μας γέννησε “όπου γης και πατρίς” και προσφέραμε τις υπηρεσίες μας σε άλλους τόπους. Υπήρξαν όμως επιστήμονες- συγχωριανοί μας, που μετά τις σπουδές τους εγκαταστάθηκαν στον Πολιχνίτο και διακρίθηκαν για την προσφορά τους σε μία εποχή δύσκολη από οικονομική, πολιτική, πνευματική και ηθική άποψη, μέσα σε ποικίλες εναντιότητες και απογοητεύσεις. Κατάφεραν, στην πράξη, να αναδειχθούν σε πρότυπα αληθινά μαχόμενων ανθρώπων. Κατάφεραν στην πράξη να αναδειχθούν σε πρότυπα αληθινά μαχόμενων ανθρώπων. Περισσότερα από 30 χρόνια μόχθησαν στη γενέτειρά τους, με συνέπεια και ζήλο απροσμέτρητο, ώστε σήμερα να δικαιούνται την αμέριστη εκτίμηση και το σεβασμό στη μνήμη τους.
Παιδί του Δημοτικού Σχολείου τότε, στα χρόνια 1940-46, τους έβλεπα και πίστευα ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με εμάς, με τους δικούς μας, με τους πατεράδες μας. Είναι πλασμένοι να προσφέρουν υψηλές υπηρεσίες, είναι αναντικατάστατοι, κρατούν την κοινωνία του χωριού μας. Αν το συναντούσαμε στο δρόμο, τους χαιρετούσαν με σεβασμό, οι μεγαλύτεροι σηκώνονταν όρθιοι όταν περνούσαν, και εγώ αν τύχαινε να τους μιλήσω, μπέρδευα τα λόγια μου.
Αυτές τις μορφές θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω καθώς αναδύονται από τα βάθη της μνήμης μου. Αν κάποιος από αυτούς ζει σήμερα, σίγουρα θα απολαμβάνει το σεβασμό και την ευγνωμοσύνη όλων, διότι κατά τον Απόστολο Παύλο: “τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα”.
Θα ξεκινήσω από τους δασκάλους των τριών δημοτικών μας σχολείων. Πολλές γνώσεις Παιδαγωγικής δεν είχαν, είχαν όμως αγάπη για τη δουλειά τους και πολλές φορές χρησιμοποιούσαν τον πλούσιο ραυδισμό και τους υψηλούς τόνους για να επιβάλουν την τάξη και να μας μάθουν στους κανόνες της γραμματικής και της αριθμητικής. Εμείς- μικροί τύραννοι- μετά το σχόλασμα περνούσαμε από το σπίτι του ξυλοφορτωμένου και πετούσαμε σπόντες για να ακούσουν οι γονείς και να συνεχίσουν τον ξυλοδαρμό, μια και ο δάσκαλος είχε πάντα δίκιο,” ήνταν καλές οι μπάμιες και κότσνις πιπιριές;”. Το ίδιο βέβαια παθαίναμε και εμείς, όταν ερχόταν η σειρά μας.
Φωτογραφία από Γ. Καρακλά ( από το λεύκωμα Κ. Κουκούλα-Τ. Μακρή)
Την άνοιξη, που τα παράθυρα των σχολείων ήταν ανοιχτά, μπορούσε κανείς από τον Καρδώνα, να παρακολουθήσει άνετα τη διδασκαλία του Αντωνιάδη ή του Αλτιμπαρμάκη. Στο 1ο Δημοτικό σχολείο υπηρετούσαν οι δάσκαλοι Μαργαρίτης, Θεοδώρου, Αλτιμπαρμάκης, και οι δασκάλες Μαρία Μανώλα, Ελένη Μαργαρίτη και Πηνελόπη Σακελλαρίδη. Στο 2ο δημοτικό σχολείο οι δάσκαλοι Αντωνιάδης, Ανδρεαδέλλης, Ζίγκας και οι δασκάλες Σφίγγα, Πιτσούλη, Αδαλή και Αντωνιάδου. Στο 3ο δημοτικό σχολείο οι δάσκαλοι: Βερβέρη, Παναγιωτόπουλο, Σακελλαρίδη, Μπούμπα, στη συνέχεια φροντιστήριο με καθηγητές τους: Γεωργαντέλλη, Παναγιωτόπουλο, Καλδέλλη. Μετά ιδρύθηκε ημιγυμνάσιο με καθηγητές τους: Παναγιωτόπουλο, Συκά, Μπούμπα, Χατζόπ0υλος.
φωτογραφία Γ. Καρακλά (από το άλμπουμ Κ. Κουκούλα και Τ Μακρή)
Ο Θεολόγος καθηγητής και Γυμνασιάρχης Δ. Παναγιωτόπουλος
Ο γιατρός Νίκος Κωστομοίρης ήταν ένας πληθωρικός αρχοντάνθρωπος. Καβάλα στο καταστόλιστο μουλάρι με τα καρπετιά, επισκεπτόταν τους ασθενείς στα σπίτια τους. Και μόνο η επιβλητική παρουσία του, πολλές φορές, έκανε καλά τον άρρωστο. Τον έβρισκε κανείς στο φαρμακείο του Παπαγιαννέλη. Ο Περικλής Σάββας ήταν ένας αριστοκράτης, λυγερόκορμος με σταθερή περπατησιά, γλυκομίλητος και είχε το στέκι του στο φαρμακείο του πατέρα του. Ο Καμπουρόπουλος μικρόσωμος και αεικίνητος όλα τα προλάβαινε. Οδοντίατρος Σάββας Κλούρας ήταν ένας καλοσυνάτος και γλυκομίλητος άνθρωπος. Αν όμως πήγαινες στο ιατρείο του και σε έβαζε σ’ εκείνη την πολυθρόνα με τον τροχό κρεμασμένο πάνω από το κεφάλι σου και κρατούσε και εκείνη την τανάλια-δοντάγρα τη λέγαμε- έτοιμος να επιτεθεί στο δόντι σου, ζούσες τις τελευταίες στιγμές του μελλοθάνατου πριν του πάρουν το κεφάλι.
Ο γιατρός Καμπουρόπουλος-Φωτογραφία του Αντώνη Καμπουρόπουλου
Τα φαρμακεία του Απόστολου Παπαγιαννέλη και του Σάββα Σάββα πρόσφεραν και πρώτες βοήθειες και οι φαρμακοποιοί έκαναν και μικροεπεμβάσεις. Ήταν η εποχή που τα κεφάλια μας ήταν συνεχώς σπασμένα, γεμάτα κτούτσ(ι)α, από τον πετροπόλεμο και τις σκανταλιές, οι πατούσες μας χιλιοτρυπημένες από την ξυπολησιά και τα πόδια χτυπημένα από τις κλωτσιές που παίζαμε. Το καλοκαίρι οι κλωτσιές των ξυπόλυτων ήταν ανώδυνες. Το χειμώνα, όμως, το χοντροπάπουτσο από βακέτα με τις κεφαλωτές πεταλόπροκες από κάτω, όπου χτυπούσε έσκιζε. Τις περισσότερες φορές κρύβαμε τα τραύματα από τους γονείς μας και δεν πηγαίναμε στο γιατρό. Ακούγαμε τις συμβουλές των μεγαλύτερων παιδιών “κατούρ’σι του, ρε, να γιαν'(ει). Το πώς δεν πεθαίναμε από μόλυνση ένας Θεός το ξέρει.
Μεγάλη ήταν η προσφορά στο γυναικείο πληθυσμό του χωριού μας των δύο μαιών. Επιστήμονες μαίες- μαμές και οι δύο, η Όλγα Τσουλφά και η Φρόσω Κουτρή ξεγέννησαν γενιές ολόκληρες. Όταν η Όλγα μού είπε ποιο ήταν το πρώτο παιδί που ξεγέννησε τρόμαξα. Δεν ήταν δυνατόν να φανταστώ το γέροντα που μου ονομάτισε, βρέφος σπαργανωμένο. Άνδρες και γυναίκες τις σέβονταν απεριόριστα και αν πήγαινα στη βρύση να πάρουν νερό, ευθύς όλες παραμέριζαν. Παρακολουθούσαν την έγκυο με συνέπεια και υπευθυνότητα για να φτάσει στο φυσιολογικό τοκετό. Αν ήταν δύσκολος, δεν έπαιρνε πρωτοβουλίες, σαν τις πρακτικές αλλά τις συνοδεύουν στο Βοστάνειο Νοσοκομείο και τις έσωζαν. Είχαν συνείδηση επιστήμονα. Ήταν οι μαμές για την εποχή εκείνη και σαν εξομολογητές ιερείς, έβλεπαν πολλά, άκουγαν πολλά, αλλά το στόμα πάντοτε κλειστό, για να μην εκθέσουν την κοπέλα και την οικογένειά της. Έλεγε κάποτε η Όλγα στη μάνα μου: “είδα πολλά στις γέννες, μου είπαν πολλά, και τερατόμορφο πλάσμα ξεγέννησα μια φορά, αλλά αυτά όλα θα τα πάρω στον τάφο μου”.
Το Ειρηνοδικείο, και λίγες φορές στο Μονομελές, συνεδρίαζε στο ισόγειο του παλιού Δημαρχείου. Οι δικηγόροι, που υπερασπίζονται αυτούς τους χωριανούς μας ήταν ο Γ. Κωφόπουλος και Γαλανόπουλος. Πολλές φορές έκαναν και το διερμηνέα, γιατί όταν ο μηνυτής άρχιζε να μιλά για “του γκερτσ’ που βρουμεί” ή “για τα τούμπα που σπάσαν” πού να καταλάβει ο δυστυχής ειρηνοδίκης- που ήταν ξενόφερτος- ότι γκερτσ’ είναι ο υπόνομος και τούμπα οι σωλήνες.
Οι συμβολαιογράφοι ιΧωτίνης και Σκληρός είχαν πολλή δουλειά, ιδίως τις παραμονές του γάμου- και γινόταν πολύ γάμοι- με τα προικοσύμφωνα. Οι συμπέθεροι ήθελαν καθαρές δουλειές. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω και τους ταπεινούς παπάδες μας, τον Χρυσοστόμου Μουτζούρη, τον Βασίλη Συκά, τον Ηρακλή, τον Γεώργιο Δουκέλλη, το Γιατρέλλη στα Βασιλικά και το Λεβέντη στο Μοναστήρι.
Οι ψάλτες μας, Πρόδρομος και Βογιατζής, πάντοτε φρόντιζαν να κάνουν μία χορωδία παιδιών, αλλά δεν τα κατάφερναν, ίσως γιατί εμείς είμαστε παράφωνοι, ενώ εκείνοι ζητούσαν το τέλειο.
Αν κάποιον ξέχασα, ας με συγχωρήσουν οι συγγενείς. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα που αναφέρω καλύπτουν τα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας 1940-46.
Από τότε είσαι με σήμερα ο Πολιχνίτος έβγαλε τόσος επιστήμονες, που κατακυρίευσαν όχι μόνο το νησί ολόκληρο αλλά και την Αθήνα και την Ελλάδα και τον κόσμο όλο.
Το άρθρο που δημοσιεύσαμε είναι από το βιβλίο του Δημήτρη Κωφόπουλου; “Περασμένα αλλά όχι ξεχασμένα”-ένας νοσταλγικός περίπατος στους περασμένους καιρούς.