Διαβάζοντας τη φράση της ντοπιολαλιάς μας θα μπορούσαμε να χαμογελάσουμε για τη χαριτωμένη διατύπωση, επειδή οι αφελείς πρόγονοί μας μπέρδεψαν την Παναγιά στα ξύλα και να σταθούμε εκεί. Όταν όμως λειτουργήσει η αναμενόμενη ανθρώπινη περιέργεια και ζητηθεί η ερμηνεία της διατύπωσης, το θέμα παίρνει προεκτάσεις, που μας οδηγούν βαθιά μέσα στις παράδοσή μας, τη θρησκευτική, χριστιανική μας παράδοση.
Η φράση είναι μία διπλή ευχή-επίκληση στο θεό και στην Παναγία, δύο θρησκευτικών οντοτήτων, στις οποίες οι ορθόδοξη χριστιανοί δείχνουν ιδιαίτερο σεβασμό, του μεν θεού για την παντοδυναμία και την δικαιοσύνη Του, της δε Παναγίας για τη φιλανθρωπία και τη μητρική στοργή Της, συναισθήματα που θα ήθελαν να καλλιεργούνται και στις ανθρώπινες σχέσεις.
Από το θεό ζητούν στη φράση το καλό (εννοείται να δώσει). Η πρόταση λεγόταν και μόνη: “θιός να δώσ’ ” (ευχόμαστε, το καλό). Εντύπωση κάνει η αοριστία του “καλού”. Εδώ το επίθετο έχει γίνει ουσιαστικό και επωμίζεται μία γενίκευση, η οποία κρύβει γνήσια ευσέβεια. Θα μπορούσε να είναι προς όφελός μας, για την οικογένειά μας, για τη δική μας ομάδα, κ. λπ. Αντί γι’ αυτό το καλό αφήνεται στην κρίση του θεού. Κι αυτό είναι υπέροχο!
Τα πράγματα μπερδεύουν πολύ με τα ξύλα της Παναγίας. Κάποτε ένας γέρος είχε την άποψη πως με τα ξύλα οι κατασκευαστές της φράσης εννοούσαν ξύλινα καράβια, την προστασία των οποίων ανέθεταν οι πρόγονοί μας στην Παναγία. Αλλά η Παναγία δεν υπήρξε ποτέ προστάτης των ναυτικών, για να έχει την αποκλειστικότητα της προστασίας των καραβιών. Γι’ αυτή τη δουλειά οι ναυτικοί έχουν τον Άγιο Νικόλαο. Κάποιοι άλλη, λοιπόν, εξήγηση πρέπει να υπάρχει.
Στην Αγιάσο υπήρχε μια μουσική σύνθεση, που ήρθε από τη Μικρασία δίχως λόγια τραγουδιού και δίχως όνομα. Οι Αγιασώτες της έδωσαν το όνομα, την ονόμασαν τα “ξύλα”, ισχυρίζονται δε πως αυτό προήλθε τότε που χρειάστηκε οι νέοι του χωριού να κουβαλήσουν εθελοντικά από το δάσος την ξυλεία για την κατασκευή της σκεπής του ναού της Παναγίας. Για να κάνουν κουράγιο τα παλικάρια, προπορευόταν της πομπής η τοπική κομπανία – ορχήστρα και επαιάνιζε την περί ης ο λόγος μουσική, η οποία τελικά ταυτίστηκε με τα ξύλα της σκεπής της Παναγίας.
Η θρησκευτική πίστη των προγόνων μας ήταν βαθιά αλλά και απλοϊκή. Τα θεία πρόσωπα και οι Άγιοί τους επωμίζονταν ρόλους κατά το σύστημα των ανθρώπινων κοινωνιών με πρακτικές, που εύκολα διακρίνεται, τις αντέγραψαν από τους αρχαίους Έλληνες. Αν ο θαλασσινός θεός ήταν ο Ποσειδώνας, την ίδια υπηρεσία θα μπορούσε να προσφέρει και ένας χριστιανός Άγιος. Αν η εξαγορά του Ποσειδώνα γινόταν με μία θυσία, η βοήθεια από τον Άγιο ερχόταν με ένα τάμα.
Οι φράσεις στη γλώσσα των προγόνων μας, που είχαν την ίδια μορφή και περιεχόμενο με αυτόν του τίτλου μας ήταν πάμπολλες. Είχαν περιεχόμενο ευχής και παράκλησης αλλά και κατάρας. Επειδή ήταν διατυπωμένες σε γλώσσα νεότερη, καταλαβαίνουμε πως ήταν και είναι ακόμα, λόγος των πλησιέστερων προγόνων μας. Οι “αρές” τον αρχαίων ήταν του τύπου:” να ψηφίσει ο γάιδαρος του γείτονα και ας κουβαλώ τα ξύλα με τον ώμο”. Αυτή νεωτερική διατύπωση και το πνεύμα, που αποπνέει, μας σιγουρεύει πως καταγόμαστε από κάποια γιαγιά, που τη λέγανε Σαπφώ και κάποιον παππού, που τον λέγανε Αλκαίο. Τους μοιάζουμε σ’ όλα τα χούγια τους. Μόνο την πίστη μας αλλάξαμε. Τώρα έχουμε μόνο ένα παντοδύναμο θεό αλλά και πανάγαθο κι ένα Χριστό, που δέχτηκε να φορτωθεί όλες τις ανθρώπινες ανοησίες και με την ανθρώπινη θυσία του “Ο Αδάμ ανακέκληται και η Εύα ηλευθέρωται”. Ως για την Παναγία ανέλαβε όλα τα ανθρώπινα και έτσι με μουσική ενθάρρυνση τέλειωσε η σκεπή του οίκου Της και έμεινε και σε μας η παραδοσιακή μουσική “τα ξύλα”.