Ιγνάτης Ψάνης
Μεταξύ των ομιλητών στη παρουσίαση του λευκώματος του Κυριάκου Κουκούλα και
Τάσου Μακρή, στις 12.10.2018 στο τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, ήταν και η κυρία
Τόνια Κατερίνη, πρώην προέδρου των Αρχιτεκτόνων Ελλάδος και νυν μέλος του ίδιου συλλόγου. Ας προσέξουμε την τελευταία παράγραφο, όπου μας προτρέπει να αναβιώσουμε «τα κέντρα εκπαίδευσης χαμένα επαγγέλματα, όπως αυτό του λιθογλύπτη, συμβάλλοντας στην προστασία της παραδοσιακής κληρονομιάς».
Εμείς παραθέτουμε το απόσπασμα της ομιλίας της, που αναφέρεται στις διαπιστώσεις και στις αξιολογήσεις της για το κτηριακό απόθεμα του Πολιχνίτου.
Το άρθρο
“Δεν έχω τίποτα να πω μόνο να δείξω”
Αντωνία (Τόνια) Κατερίνη
«Ο υπότιτλος της παρουσίασής μου είναι λίγο προκλητικός. Είναι μια φράση του φιλόσοφου Βάλτε Μπέγκιαμιν που λέει «Δεν έχω τίποτα να πω, μόνο να δείξω». Αυτή τη φράση ο Μπέγκιαμιν την είχε εντάξει σ’ ένα κείμενο για την σημασία της φωτογραφίας, ως εργαλείο κατανόησης της πραγματικότητας, κάνοντας ορατή την καταγωγή του παρόντος, όχι ως μια κατασκευασμένη αφήγηση, αλλά μέσα στην πολυπλοκότητα αυτού που υπήρξε, μέσα στην λεπτομέρεια του, μέσα στις μικρές γωνίες που αναφέρατε και πριν. Έτσι κάπως διάβασα κι εγώ αυτό το λεύκωμα, που πιστεύω ότι υπηρέτησε διακριτικά και με απόλυτη επιτυχία αυτή την λειτουργία.
Ο Πολιχνίτος είναι ένας από τους 800 χαρακτηρισμένους παραδοσιακούς οικισμούς. Αυτό από μόνο του αποτελεί μια σημαντική ιδιαιτερότητα. Στην Ελλάδα έχουμε 12.000 μικρούς οικι–
σμούς, από τους οποίους οι περισσότεροι φθίνουν και καταρρέουν, μεγάλος αριθμός αξιόλογων οικισμών δεν έχουν καμία προστασία Ωστόσο, κάποιοι, βρίσκονται κάτω από ένα προστατευτικό θεσμικό πλαίσιο και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό. βέβαια θα πρέπει να πούμε ότι αυτό δεν είναι επαρκές, χρειαζόμαστε ακόμη επεξεργασία αυτών των εργαλείων και χρειαζόμαστε νέους τρόπους, για να μπορέσουμε να παρέμβουμε και να συνεχίσουν αυτοί οι οικισμοί να ζουν, διατηρώντας ταυτόχρονα την μνήμη αλλά δίνοντας ταυτόχρονα και την ευκαιρία να αναπτυχθούν με μία ειρηνική, αρμονική, συνύπαρξη του παλιού και του καινούργιου. Εμείς δουλεύουμε πάρα πολύ σ’ αυτό το τομέα και θεωρώ ότι είναι μια συζήτηση την οποία έχουμε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να την κάνουμε και μέσα στις τοπικές κοινωνίες.
Ο οικισμός του Πολιχνίτου, επίσης, είναι ένας οικισμός με ένα εξαιρετικό κτηριακό απόθεμα. Όσοι και όσες δουλεύουμε παράγοντας και μετασχηματίζοντας το χώρο, γνωρίζουμε ότι οι παραδοσιακοί οικισμοί αποτελούν ερέθισμα, έμπνευση κι αντικείμενο μελέτης και προστασίας. Και είναι σημαντική η συνεισφορά σε αυτή την διαδικασία η συλλογή, η καταγραφή και η δημοσιοποίηση του πολύτιμου αχαρτογράφητου, ως εχθές, υλικού, που φωτίζει πλευρές της ζωής και της χωρικής ανάπτυξης ενός τέτοιου οικισμού.
Όπως προκύπτει από το εξαιρετικό υλικό του λευκώματος που έχουμε στα χέρια μας, ο Πολιχνίτος έχει ακμάσει ως ένα τοπικό αλλά αξιόλογο παραγωγικό κέντρο με μια ποικιλία δραστηριοτήτων, με ισορροπημένη κατανομή ανάμεσα στην αγροτική παραγωγή, την ιχθυοτροφία, την μεταποίηση, το εμπόριο αλλά και την ανάπτυξη μεγάλου αριθμού προσφερόμενων υπηρεσιών.
Παράλληλα, στις πιο δύσκολες εποχές, ο Πολιχνίτος είχε το δικό του μερίδιο στο μεταναστευτικό ρεύμα και την συμβολή των μεταναστών στην στήριξη του οικισμού. η ευημερία αυτή αποτυπώνεται χαρακτηριστικά και στο κτηριακό του απόθεμα του οποίου διασώζονται μέχρι και σήμερα αξιολογότατα δείγματα.
Ιδιαίτερα οι κατοικίες, κατά κανόνα διώροφες, παραπέμπουν περισσότερο σε αστικές κατοικίες με αναφορές τόσο σε μια νεοκλασική τυπολογία όσο και στο ευρύτερο διεθνές και βαλκα–
νικό στυλ της περιόδου που φτιάχτηκαν. Εδώ βλέπουμε κάποιες χαρακτηριστικές κατοικίες που έχουν μεγαλύτερη, ισχυρότερη, αναφορά στην νεοκλασική τυπολογία και στην συμμετρία, ενώ
παράλληλα έχουμε και την απόκλιση από την κλασσική τυπολογία που παρατηρείται, όπως εδώ, από την ανατροπή της συμμετρίας από ένα διάκοσμο με εκλεπτικιστικές διαφορές αλλά και την
πολύ χαρακτηριστική και ιδιαίτερη για την εποχή τυπολογία της εισόδου σε εσοχή.
Ιδιαίτερο μορφολογικό ιδίωμα των κατοικιών αποτελούν οι παραστάδες, τα υπέρθυρα και οι υπόλοιπες γλυπτολυπτικές κατασκευές, εξαιρετικού ενδιαφέροντος που αξιοποιούν την τοπική πέτρα αλλά και αναδεικνύουν μια μεγάλη λιθογλυπτική παράδοση.
Βλέπουμε διαφορετικές λογικές στην διαχείριση της πέτρας, έχουμε την λιθοξοϊκή τέχνη σε δομικά στοιχεία, όπως είναι οι τοίχοι, οι τοιχοποιίες και οι στέγες. Έχουμε, όμως, και την λιθοξοϊκή τέχνη σε περισσότερο διακοσμητικά στοιχεία, είτε με μια λογική πιο κοντά σε μια καμπυλόμορφη και εκλεπτικιστική παράδοση είτε και στην πιο γεωμετρική παράδοση.
Και βέβαια έχει πολύ μεγάλη σημασία να δούμε πώς αυτά τα έργα τέχνης θα πρέπει να καταγραφούν, να μπορέσει να δημιουργηθεί μια μεθοδολογία ταξινόμησης και ταυτόχρονα, βεβαίως, να υπάρξει και μια αξιολόγηση και έμπνευση και των κατοίκων πάνω στην σημασία αυτού του πλούτου, που έχουν στην διάθεση τους, ώστε, βεβαίως, να αποφύγουμε αυτές τις παρεμβάσεις, που έτυχε να πέσουν στην αντίληψη μου και που, βεβαίως, δεν μπορεί να είναι αποδεκτές μέσα σε ένα τέτοιο εξαιρετικό τοπίο.
Θα πρέπει, λοιπόν, σήμερα να χαρτογραφήσουμε τους φυσικούς και πολιτιστικούς πόρους της περιοχής. Οι φορείς, ο σύλλογος αρχιτεκτόνων και ο τοπικός σύλλογος στην διάθεση σας
στην οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια αλλά και οι υπόλοιποι επιστημονικοί φορείς που ασχολούνται στο πεδίο αλλά και το πανεπιστήμιο του Αιγαίου θα μπορούν, και πρέπει να συνδράμουν για ένα τέτοιο σκοπό.
Θα πρέπει να χαρτογραφήσουμε τους φυσικούς και πολιτιστικούς πόρους της περιοχής, να καταγράψουμε τον πλούτο της πολιτιστικής κληρονομιάς, να σκεφτούμε νέες ιδέες για την αξιοποίηση του κτηριακού αποθέματος πέρα από το να γίνουμε ένα απέραντο ξενοδοχείο, να διερευνήσουμε τα χαμένα επαγγέλματα, όπως αυτό του λιθογλύπτη και την πιθανή ανάγκη να αναβιώσουν σε κέντρα εκπαίδευσης, συμβάλλοντας στην προστασία της παραδοσιακής κληρονομιάς. Δεν μπορούμε να πούμε τίποτε για το μέλλον, αν δε διασώσουμε τη μνήμη και δεν κατανοήσουμε το παρελθόν.
Ξανά κλέβω από τον Βάλτερ Μπέγκιαμιν, και με αυτή την έννοια
αυτό το βιβλίο, που μοιάζει αρχικά νοσταλγικό, στην πραγματικότητα μας μιλάει για το μέλλον.
Ευχαριστώ”