Του Παύλου Τζίμα
Είναι ίσως επειδή, όπως λέει και ο Μαρξ, “η παράδοση των νεκρών γενεών βαραίνει σαν βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών”. Επειδή ο φόβος για την απλή αναλογική γράφτηκε στο DNA της πολιτικής από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια- όταν στις συμπληγάδες του ψυχρού πολέμου η ελληνική πολιτική ζωή προσπαθούσε να βρει, διά πυρός και σιδήρου, μία Δημοκρατική κανονικότητα, και χρειαζόταν τρεις εκλογές και έξι κυβερνήσεις σε 32 μήνες, ώσπου να επιβληθεί ένα πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα και, δι’ αυτού, η σταθερότητα του “κράτους της Δεξιάς”. Ή επειδή ο πολωμένος δικομματισμός, που σταθεροποίησε επί 35 χρόνια το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης, ήταν περισσότερο συμβατός με εκλογικά συστήματα ενισχυμένης αναλογικής. Ή, τέλος, πιο πεζά, επειδή οι μονοκομματικές πλειοψηφίες επέτρεπαν την ομαλότερη αναπαραγωγή του κομματικού ελέγχου του Κράτους (“δεν διαδέχεται, παιδί μου, το ΠΑΣΟΚ τη ΝΔ στην κυβέρνηση, και τανάπαλιν, διαδέχεται η ΠΑΣΚΕ τη ΔΑΚΕ στον έλεγχο του Κράτους”, μου είχε πει κάποτε ένας σοφός της δημόσιας διοίκησης) και τον έλεγχο των πελατειακών δικτύων.
Το βέβαιο είναι ότι στα πολιτικά μας ήθη, όπως διαμορφώθηκαν επί δεκαετίες, η αυτοδυναμία έγινε η φυσική μέθοδος διακυβέρνησης και η απλή αναλογική μοιάζει ασύμβατη με την ολιγοπωλιακή συγκρότηση του κομματικού συστήματος. Άλλωστε, τις δύο φορές που καθιερώθηκε, ήταν μάλλον ως “κόλπο”, ως παγίδα για να εμποδιστεί μία νίκη του αντιπάλου, στο ίδιο πολωμένο σκηνικό, παρά ως εργαλείο για να διαμορφωθεί ένα αντιπολωτικό πολυφωνικό κομματικό τοπίο. Και, επιπλέον, οι κυβερνήσεις συνεργασίας, όσες φορές η ανάγκη των αριθμών της επέβαλε, συγκροτήθηκαν συνήθως ως προσωρινές λύσεις, ως υποχρεωτική και απρόθυμη συγκατοίκηση κομμάτων στην εξουσία. Όχι ως προϊόντα κάποιας προγραμματικής πολιτικής συμφωνίας. Κι έτσι αναπαρήγαγαν μάλλον παρά ανέτρεπαν το κυρίαρχο, μονοκομματικό μοντέλο διακυβέρνησης.
Όλες οι ως τώρα κυβερνήσεις συνεργασίας- ακόμη και εκείνες που άφησαν ένα σχετικά θετικό αποτύπωμα- σχηματίστηκαν έτσι, με τη μέθοδο της συγκατοίκησης και της μοιρασιάς. Στην τετράμηνη διάρκεια της Κυβέρνησης Ζολώτα, για παράδειγμα, συγκατοικούσαν στα ίδια υπουργεία εκπρόσωποι τριών κομμάτων, ο Τσοχατζόπουλος με τον Κεφαλογιάννη, ο Τζανετάκης με τον Παπούλια ή ο Γεννηματάς με τον Δραγασάκη. Το ίδιο και στην κυβέρνηση Σαμαρά, όπου ο Αβραμόπουλος με τη Γεννηματά μοιράζονταν το υπουργείο Άμυνας, όπως μοιράζονταν τα δικά τους ο Μητσοτάκης με τη Χριστοφιλοπούλου, ο Βρούτσης με τον Κεγκέρογλου ή ο Μιχελάκης με τον Γρηγοράκο. Και στην κυβέρνηση Τσίπρα συγκατοικούσαν στο ίδιο υπουργείο ο Σταθάκης με την Κουντουρά ή ο Καμμένος με τον Βίτσα. Ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτής της συνύπαρξης; Κανένα άλλο πλην της μοιρασιάς των θέσεων εξουσίας. Καμιά φορά μάλιστα- όχι πάντα- ως αλληλοεξουδετέρωση μάλλον παρά ως συνεργασία.
Δεν είναι αυτός ο ευρωπαϊκός κανόνας. Από τις 27 χώρες-μέλη της Ένωσης, 23 έχουν σήμερα μία κυβέρνηση συνεργασίας στο τιμόνι τους. Οι πολυκομματικές κυβερνήσεις είναι ο κανόνας. Και η συγκρότηση τους δεν γίνεται, στις ώριμες τουλάχιστον Δημοκρατίες, με τη μέθοδο της διανομής,- τρία εγώ, δύο εσύ, ένα ο τρίτος. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, από τον πόλεμο και ύστερα, μόνο μία φορά, τη δεκαετία του ’50, σχηματίστηκε μονοκομματική πλειοψηφία στην ομοσπονδιακή Βουλή. Όλες οι άλλες κυβερνήσεις ήταν συμμαχικές. Και η Γερμανία δεν είναι, μάλλον, ένα υπόδειγμα κακής, αναποτελεσματικής διακυβέρνησης.
Μα δεν είναι η σύνθεσή τους που έχει ενδιαφέρον για εμάς. Είναι η μέθοδος σχηματισμού τους. Οι τελευταίες εκλογές, για παράδειγμα, έγιναν στις 26 Σεπτεμβρίου 2021. Επί ένα μήνα τρία κόμματα, το SPD, οι Φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι, συζητούσαν εντατικά ώστε να καταλήξουν σε μία καταρχήν συμφωνία συνεργασίας πριν συγκροτηθεί η νέα Bundestag. Και χρειάστηκε ένας ακόμη μήνας εξαντλητικών συνομιλιών για να μπει στο χαρτί και να συμφωνηθεί ένα αναλυτικό κυβερνητικό πρόγραμμα. Τα υπουργεία μοιράστηκαν, κατόπιν, βάσει των προγραμματικών προτεραιοτήτων των κομμάτων του συνασπισμού. Το SPD πήρε επτά, οι Πράσινοι πέντε και οι Φιλελεύθεροι τέσσερα. Δεν τα μοιράστηκαν όμως στα ζάρια. Τα συμφώνησαν με βάση τις προτεραιότητες κάθε κόμματος. Κάθε υπουργείο διευθύνεται από ένα μόνο κόμμα του συνασπισμού, δεν συγκατοικούν δύο κόμματα σε ένα υπουργείο. Η αλήθεια είναι πως η κυβέρνηση Σολτς έχει δυσκολίες στη λειτουργία της, που προηγούμενες συμμαχικές κυβερνήσεις δεν είχαν. Αλλά η μέθοδος συγκρότησής της παραμένει υποδειγματική: όταν δύο ή περισσότερα κόμματα συνεργάζονται, η συνεργασία τους δεν μπορεί να εξαντλείται στη μοιρασιά των ευθυνών(και, στην περίπτωσή μας, των λαφύρων) της εξουσίας. Έχει στον πυρήνα της ένα μεγάλο συμβιβασμό. Που μπορεί να είναι επιτυχημένος ή όχι, προωθητικός ή όχι, λειτουργικός ή όχι. Μα είναι διαφανής.
Το υπόδειγμα έχει, νομίζω, ενδιαφέρον, για τα δικά μας πράγματα. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα διαμορφωθεί το πολιτικό τοπίο, όταν τα νερά του κατακλυσμού της οργής, που η συμφορά στα Τέμπη απελευθέρωσε, αρχίσουν να αποσύρονται. Αλλά είναι προφανές ότι η πιθανότητα το εκλογικό αποτέλεσμα να επιβάλει πολιτικές συνεργασίες είναι σήμερα μεγαλύτερη από ό,τι ήταν χθες. Καλό είναι, λοιπόν, τα κόμματα που διεκδικούν ευθύνες διακυβέρνησης να ξαναδούν την εμπειρία τους και να αρχίσουν να προετοιμάζονται. Έστω και σε επίπεδο μεθόδου.
Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» 24-26 ΜΑΡΤΙΟΥ 2023