Διδώ Σωτηρίου
Ιγνάτης Ψάνης
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το κλασικό πια βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου :”Οι νεκροί περιμένουν”. Ένα μαργαριτάρι της νεοελληνικής λογοτεχνίας με φόντο τους πρόσφυγες της Μικρασίας. Ένα ψυχογράφημα του πρόσφυγα, τόσο ανάγλυφο και ζωντανό, σα γροθιά στη συλλογική μνήμη και συμπεριφορά.
Έτσι για να μην ξεχνιόμαστε….

Διδώ Σωτηρίου
Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι από το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, διστακτικοί σαν νά’ μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε πού θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι, για ν΄ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:
-Απ’ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.
-Μα θα σας πληρώσουμε καλά. Άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους.
-Φοβόμαστε τις επιτάξεις. Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι και επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;
– Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε εμείς να ‘ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άντρες μας!
Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γενήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.
Βαπόρια φτάνανε το ένα πίσω από το άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, ένα κόσμο ξεκουρτισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι, οι εκκλησιές, τα σχολειά., οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαναν γέροι.
Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκαμε ξαφνικά έξω από τη προγονική γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαϊ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν, να φεύγουν κυνηγημένοι απ’ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορεί να παρατήσει το έχει του, τη πατρίδα του, το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια ,σχεδίες, βαπόρια πέρασαν τη θάλασσα σε έναν ομαδικό φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας, του Βόλου, της Πάτρας.
Ενάμιση εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας με μία θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος:” Πρόσφυγες!” Πού να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; τι να σκεφτούν; τι να πράξουν; πού να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;
Τρέμαν ακόμα από τον φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ’ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης, που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούν πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για τη ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ’ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στη πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμάλωτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές.
Κι είπαν: περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως, κι αύριο θα ματαγυρίζουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί, το νερό και τ’ αλάτι.
Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι Ιουδαίοι διωγμένοι απ’ τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα, χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.
Ψάχναν για τον αίτιο, αναθεμάτισαν τον ουρανό, τη γης, τον Κεμάλ, το Βενιζέλο, τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ΄όλα τον ύπουλο τον Άγγλο , τον υπολογιστή, τον διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού.