Ιγνάτης Ψάνης
Πριν χρόνια, παραμονές της Παναγίας, τον Δεκαπενταύγουστο, οδηγώντας προς την Αγιάσο συνάντησα στη Μεγάλη Λίμνη μια νεαρή γυναίκα, λεπτοκαμωμένη, που κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της, στο ύψος του στήθους της ένα μικρό παιδάκι. Ήταν ξεπεταμένο, περίπου δίχρονο. Το βάδισμά της σταθερό και αποφασιστικό, σαν αυτόν που βιάζεται να συναντήσει κάποιον , για να τακτοποιήσει κάποιον επείγοντα λογαριασμό. Φαινόταν κάπως κουρασμένη, καθώς περπατούσε, σφιχταγκαλιάζοντας το μοναδικό της θησαυρό, από τον Πολιχνίτο. Είχε περάσει τις ανηφορικές στροφές του Λισβοριού, των Βασιλικών, τις στροφές και τις ανηφοριές μετά την Αχλαδερή, και σεβαστή και μόνη κατάπινε τα χιλιόμετρα, όπως και να ήταν, ανήφορος, κατήφορος, ισιάδα. Σήκωνε το γλυκό της βάρος, χωρίς να αγκομαχεί. Το βλέμμα της καρφωμένο μια στο παιδί και μια στο δρόμο. Σου έδινε την εντύπωση πως η όρασή της είχε αίφνης περιοριστεί και μάλλον με τα μάτια της ψυχής της ” έβλεπε ” κάτι άλλο, λίγο πιο μακριά, την εικόνα Της.
-Θέλεις να σε βοηθήσω σε κάτι;
Τη ρώτησε, θέλοντας να δείξει πιο πολύ ότι την καταλάβαινε, γιατί την προηγούμενη χρονιά έκανε και αυτός την ίδια διαδρομή, οπότε ήξερε. Ίσως λίγο νερό, ένα χαρτομάντηλο, ακόμα και μόνο ο λόγος του, ίσως ήταν μια κάποια βοήθεια. Ξεκίνησε απόγεμα, για να αποφύγει η δόλια το λιοπύρι.
– Όχι, ευχαριστώ, ήταν η χλιαρή και μάλλον αδιάφορη απάντησή της.
Του φάνηκε πως ήταν και λίγο ενοχλημένη. Σα να τα έβαλε με τον εαυτό της που επέτρεψε να δείχνει έτσι, ώστε να σταματήσει κάποιος άγνωστος, για να τη βοηθήσει. Δε χρειαζόταν βοήθεια γι’ αυτό που υποσχέθηκε. Έπρεπε να είναι δυνατή, για να εκπληρώσει το τάμα. Υποσχέθηκε στην Παναγιά να πάει στη χάρη Της περπατώντας.
Κάτι νέα παιδιά – αγόρια – την προσπέρασαν, σχεδόν τρέχοντας, και βάζοντας στοίχημα για το αν μπορούσαν να κάνουν τη διαδρομή Πολιχνίτος – Αγιάσος σε λιγότερες από τέσσερεις ώρες. Πιο μπροστά είχε συναντήσει μια οικογενειακή παρέα, που ξεκουράζονταν σε κάτι πέτρινα παγκάκια και ο μικρότερος της παρέας ρωτούσε τη μάνα του:
-Μάνα, είναι μακριά ακόμα η Παναγιά;
-Σα δε ντρέπεσαι, να ρωτάς τέτοια πράματα. Στη χάρη Της πηγαίνουμε!
Απάντησε με σεβασμό λες και έπρεπε να απολογηθεί στην Παναγιά για το ατόπημα του πιτσιρικά της, που δε γρικούσε ακόμα από τάματα. Εδώ και ώρα η νεαρή γυναίκα, χωρίς να βλέπει, καταλάβαινε πως σιωπηρά την ακολουθούσαν κάποιοι. Γύρισε με τρόπο και κοίταξε. Μια μάνα κρατούσε από το χεράκι το κοριτσάκι της. Ήταν δεν ήταν δέκα χρονώ. Όταν την πρόφτασαν και ήρθαν στα ίσια κοίταξε για μια στιγμή τη μάνα στα μάτια. ‘Ήταν σαν τα δικά της, υγρά και πονεμένα. Στον Άη Δημήτρη είδε αρκετούς που ξεκουράζονταν.
-Άντε, μη καθόσαστε, τους φώναξε κάποιος, όσο πιο πολύ ξεκουραζόμαστε τόσο πιο πολύ κουραζόμαστε. Μια ανάσα δρόμος απόμεινε ακόμα.
Κόσμος πολύς περπατούσε και από τα γύρω χωριά. Τα αυτοκίνητα περνούσαν τρεχάτα και κόρναραν. ‘Έδιναν με τον δικό τους κώδικα κουράγιο και δύναμη, γιατί, ό τι απόμεινε στο δρόμο, θα τους έκανε την ανάσα πολύ δύσκολη. Ήθελε γερά πνεμόνια και δυνατά γόνατα. Πολύς και δύσκολος ανήφορος. Η τελική δοκιμασία πριν το τάμα.
Η νέα κοπέλα με το μικρό της παιδί στην αγκαλιά πήγαινε σαν υπνωτισμένη πια. Ξέπνοη περπατούσε, χωρίς να ακούει τα αυτοκίνητα που συχνά κόρναραν, για την ίδια. Έμπαινε στην Αγιάσο πια με το παιδί να κρατιέται με το ζόρι κρεμασμένο από τα αδύναμα χεράκια της στο ύψος των γοφών της, όπως ακριβώς κρατά η Παναγιά καθισμένη το νεκρό σώμα του γιου της σ’ εκείνο το μοναδικό γλυπτό του Μιχαήλ Άγγελου, την Πιετά. Μόνο που το παιδάκι της είναι ζωντανό και εκείνη δεν κάθεται, περπατεί και περπατεί… Όμως, το κεφάλι ίδιο κατεβασμένο, τα μάτια ίδια καρφωμένα, όπως σε όλη τη διαδρομή στο πρόσωπό του, σα να μετρούσε τις ανάσες του, σα να στεναχωριόταν που το κούραζε σε μια στάση γνώριμη μεν για το ίδιο αλλά όχι με τέτοιες συνθήκες. Τρικλίζοντας από την ανείπωτη σωματική κόπωση περπατούσε αγέρωχη στο πρόσωπο και ο κόσμος, πλήθος μέγα, έκανε πέρα, άνοιγε το δρόμο, με ένα βλέμμα σεβασμού και θαυμασμού συνάμα, όχι οίκτου μα αγάπης και κατανόησης, γιατί και αυτοί λίγο – πολύ ζήσανε δύσκολα και τα αναπολούσαν σε τέτοιες στιγμές. Έτσι την είδα, καθώς επέστρεφα με το αυτοκίνητο για τον Πολιχνίτο.
Σε όλη τη διαδρομή έλεγε και ξανάλεγε μέσα της, σχεδόν το είχε μάθει πια απέξω, τι θα έλεγε γονατιστή μπροστά στη βρεφοκρατούσα Παναγιά. Θα την ευχαριστούσε πρώτα – πρώτα, γιατί ανησύχησε, όταν είδε το παιδάκι της χλωμό και ανήμπορο. Το έτρεξε αμέσως στον Αντώνη, ένα νέο γιατρό και καλό παιδί στο αποκάτω πάτωμα, χωριανός της. Ο Αντώνης, που χρόνια μπαινόβγαινε στην κλινική συγγενούς του, κάτι είδε που δεν του άρεσε.
-Αμέσως στο Νοσοκομείο, της είπε προσποιούμενος τον άνετο, έτσι για κάποιες εξετάσεις, προληπτικά.
Μετά από αρκετές ειδικές εξετάσεις ειπώθηκε αυτό που δεν ήθελαν να ακούσουν
-Κάτι στο αίμα, τους είπαν. Και αμέσως πάγωσε το αίμα τους.
Πέρασαν μήνες ανείπωτης αγωνίας, ξενύχτια σφίγγοντας τα σεντόνια, μούσκεμα στο ιδρώτα και το κλάμα. Παρηγοριά της μόνο η Παναγιά. Εξάλλου το είπε και ο γιατρός που ανέλαβε τη δύσκολη θεραπεία του παιδιού:-Πάνω από εμάς είναι ο Θεός, η Παναγιά, και μη στεναχωριέσαι μπαίνουν κάθε μέρα στο Νοσοκομείο μας!
Κάθε νύχτα παρακαλούσε την Παναγιά. Μα από την αρχή είχε κάνει το τάμα της.
– Θα στο φέρω, Παναγιά μου, στη χάρη σου, με τα πόδια. Μόνο κάνε το μου καλά, δεν έχω κι άλλο.
Ο άντρας της σ’ όλη τη διαδρομή ακολουθούσε με το αυτοκίνητο.
– Δεν ξέρεις τι γίνεται, για καλό και για κακό είπε, παρά τις αντιγνωμίες της γυναίκας του.
Μπήκαν στον Ναό οι δυο τους, μπρος η μάνα με το πρόσωπό της ολοφώτιστο και δίπλα ο άντρας της, που για άλλη μια φορά θαύμαζε, όπως στους δύσκολους μήνες της θεραπείας, τη δύναμη και τη ψυχή της γυναίκας του.
Απ’ όλα όσα είχε αποστηθίσει να πει μπροστά στην άγια εικόνα Της
-Σ’ευχαριστώ, Δέσποινά μου, είπε μόνο.
-Κι εγώ σ’ ευχαριστώ, μανούλα, είπε το παιδάκι, που βίωσε σιωπηλά όλη τη μυσταγωγία του τάματος της μητέρας του.
Αγκαλιασμένοι και λυτρωμένοι άναψαν τη λαμπάδα και σιωπηλοί ξαναγύρισαν στο όμορφο χωριό τους.
Η εικόνα της γυναίκας με το γιατρεμένο, μα αδύναμο παιδάκι της, να κρέμεται από τα λεπτά της χέρια και τρικλίζοντας να μπαίνει κοντά μεσάνυχτα στην Αγιάσο, με έχει σημαδέψει για πάντα και κάθε χρόνο αυτές τις μέρες χρόνια τώρα έρχεται στη θύμησή μου.
Η δύναμη και το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής!