ΤΑ ΦΡΟΥ ΦΡΟΥ – ΣΤΕΛΛΑΣ ΚΑΡΝΑ
Ιγνάτης Ψάνης
Η μητρική μας διάλεκτο, τα Πολυχνιάτικα, που κάποιοι απαξιωτικά και περιφρονητικά τα ονομάζουν χωριάτικα, κάποιοι που ξεχάστηκαν και ξέχασαν, βρήκαν, εκτός από τον Τάσο Μακρή, που χρόνια τα μελετά, τα τελευταία χρόνια έναν ανέλπιστο υποστηρικτή, που τα τελευταία χρόνια γράφει τη δική της ιστορία. Kατάφερε με την αυθεντικότητά της, το ταλέντο και το ταπεραμέντο της, με το κατάλληλο στήσιμο των επεισοδίων (θέμα, λόγος, πλοκή, δομή, ύφος) να δημιουργήσει το δικό της χώρο, που είτε τον αγοράζουν με το βιβλία της είτε τον επισκέπτονται διαδικτυακά.
Εμείς, όπως και πάρα πολλοί άλλοι, την απολαμβάνουμε και τη χαιρόμαστε, όπως τώρα με την τελευταία, φρεσκότατη, γλαφυρή, διασκεδαστική και διδακτική ιστορία της.
Ο λόγος στη Στέλλα:
ΤΑ ΦΡΟΥ ΦΡΟΥ
Η Κική ήνταν παντριμέν’ μι του Νίκου δέκα χρόνια, αλλά εν είχαν μουρά. Η Νίκους δούλιβγι στα ψάρια. Μια μπαταριά είπι να μπαρκάρ. Έφγι στα καράβια τσι έκανι ένα χρόνου να γυρίσ’. Άμανι ξιμπάρκαρι τσι γύρσι στου σπίτ’ ίφιρι τρεις βαλίτσις ρούχα, ούλα για του Κική. Δεν ήξιρι τί να προυτουφουρέσ’. Κάθι τόσου πάγινι σ μουδίστρις τσι έραβγι τα βλάρια τσι καμαρώνουνταν. Αλλά η Νίκους ικτός απί τα βλάρια , τότι που πέρασι του καράβ απί ντ Κίνα, αγόρασι πουλά νάυλουν βρατσιά… κυλότις σα που του ίλιγι η Κική μι τα φρου φρου, απ’ ούλα τα χρώματα τσι κουμπινιζόν νάυλουν μι πλατιά ταντέλα.
‘Ύστιρα απί δυό μήνις ξαναμπάρκαρι η Νίκους.
«Μάνι μάνι έφγι η Νίκους;» ρουτούσαν οι γ’τόνσις. «Εμ πώς ένι κάτσι να κάνιτι Λαμπρή τσι να φυγ’ πιο ύστιρα;»
«Θέλ’ να μαζέψ’ παράδις να χτίσουμι πυργέλ’, γι αυτό ξανάφγι πίσου μπρός.»
Φτο συνιχίζουνταν για πέντεξ χρόνια.
Η Κική ένι στιναχουριένταν γιατί κάθι τόσου αρχόνταν τα τσέκια, τα γράμματα τσι οι κάρτις , απί σ Φιλιππίνις, απί ντ Τζακάρτα … Μια χαρά πέρνα η κουπέλα. Άμα πάγινι στου μπακάλκου να ψ’νήσ’ ίπιρνι ένα μιγάλου κότσνου πουρτουφόλ που τούχι φιρμένου η Νίκους τσι πουρπάτγι καμαρουτή καμαρουτή. Ινώ οι γι άλλις οι γναίτσις μεσ’ ντ χιριά ντου βαστούσαν σ δραχμές. Του πουρτουφόλ, του παίρναν άμανι κατιβαίναν στα μαγαζιά στ’ν αγουρά.
Του σπίτ σ Κικής είχι μια πολύ μικρή αυλούδα τσι δεν είχι χώρου ν’ απλώσ’ τα ρούχα άμα ίβαζι μπγάδα. Ήνταν τσι απού πίσου μιριά λίγου πίζιρβα τσι δε χτύπα καθόλ ήλιους.
Πάγινι λοιπόν στ’ ταράτσα σι γ’τόνσας ιτ σ Όλγας τσι άπλουνι τα ρούχα τ’, ό,τ ώρα ήθιλι … είχι ιλιφθέρας! Φαίνιτι όμους πους παρά πήρι θάρρους.
Ένα βραδ καθούνταν ούλις οι γ’τόνσις στα σκαλουπάτια σ Όλγας τσι κάναν γ’τουνιό. ‘Ύστιρα απί λίγου ήρτι η γι άντρας ιτ απί του γκαφινέ τσι σκώστσι η γι Όλγα να πα να τουν ζιστάν του φαγί να φα. Ντ’ν ώρα που έκανι να σκουθεί φάνι του μουσουφόρ ιτ που ήνταν απί κάπουτου πανί σ’ πήχιους. Φτη η γναίκα ήνταν καμιά πινηνταριά χουρνώ ήνταν τσι ξουχαριά δεν είχι σκάσι απί λούσα. Ήνταν οικουνόμα τσι έκανι καλό ν’κουτσυριό. Του Κική που ξένταν να φέρ’ κουβέντα πα στα νάυλουν τα μουντέρνα που φόργι, ένι μπόρισι να βαστάξ κλειστό του στόμα τ’.
Πήγι να κάν’ τουν ‘’σύμβουλο γάμου’’
«Να τα πιτάξ εύτα τα κάπουτα… ε φουρούν τώρα πια έτιτοια τσι να πας ν αγουράγς ζέρσι τσι νάυλουν που είνι ψ’λουκάματα να βλέπ’ τσι γι άντρα σ’ κουμάτ ταντέλα!»
Άνξι τσι τα πουδάρια τ’ κουμάτ… τάχα μ’ χουρίς να του καταλάβ!
«Άναγια μ’… πιάστσι του πουδάρ ιμ… μίδιασι!»
Ε χαν’ τσιρό η γι Όλγα. Ανοίγ’ του στόμα τ’ μι ένα σικί.
« Γώ… μπουρεί να φουρώ κάπουτου μουσουφόρ αλλά τουν άντρα μ’ τουν έχου κουντά μ! Ε ντουν στέρνου στα καράβια να θαλασουπνίγιτι ! Τσι άμα θέλ’ς να ξέρ’ς η κόσμους σαματεύγ πους έτσει πέρα που ταξίδιβγι έχ’ καμουμένου μουρό μι μια ξεν’ !»
Άρπα την Κική τσι μή ξαναμλήξ! Ε μα του τράβα η γι ουργανισμός τσι σένα! Έπριπι ν ανοίξ’ς τσι τα μιριά σ’ πια; Του παράκανις!
Του Κική δεν ήξιρι πού να πα να χώσ΄ ντ μούρ ιτ απί τ’ ντρουπή τ’.
Κουβέντα δεν είπι. Σκώστσι τσι έφγι σα ντ ζιματμέν.
Αρχίσαν οι γι άλλις, που γυρεύγαν αφουρμή.
«Εμ συ φταίβς που ντ’ν άφνις να έρχιτι να απλών’ τα βρατσιά τ’ πα στ ταράτσα σ’, να τα βλέπ’ η γι άντρας!»
Ίβαλι του παράντ η γι Όλγα τσι δένι ξαναπάτσι του Κική μεσ στ’ν αυλή τ’. Κατσίσαν για τα καλά.
Αμ τώρα που χάσι ντ’ν απλώστιργια; Ποια πόρτα να πα να πιάσ’;
Οι γ’τόνσις, που ένι θέλαν να βάλιν μπιλάδις στου τσιφάλ ντουν μόλις ρώτα του Κική «να έρτου ν’ απλώσου αύριγιου δυο ρούχα;» βρίσκαν αφουρμές για ν’ απουφύγιν …του κακό!
«Ε θα μπουρέσου να σ’ ιξυπηριτήσου γιατί θα βάλου να πλύνου χουντρά ρούχα τσι θα κάνιν δυό μέρις να στιγνώσιν»
«Αύριγιου θα πάγου όξου τσι δε μπουρώ ν’ αφήσου ντ’ν αξώπουρτα αν’χτή.»
« Αμ κόρ’ιμ, θέλου να ψήσου σαπούν’ τσι θα έχου ούλα τα τζάρτζαλα μεσ’ μεσ’.»
Τι ήθιλι να καν’ πια; Αναγκάστσι τσι φώναξι έναν χτίστ’ τσι έκανι ένα απουθηκέλ μικρό, έρξι απού πάνου πλάκα τσι έδγις γίντσι ν’κουτσαρά η Κική.
Μόνου που ιπειδή του σπίτ’ ιτ ήνταν μεσ’ στου στινό ένι πέρνα κόσμους να βλεπ’ τα φρου φρου. Σα που τα κατάφιρις τώρα, λόγιαζι τα μουναχιά σ’ Κική τσι σ ‘’συμβουλές γάμου’’ βάστα τις για σένα!