του Χρήστου Γιανναρά
Θυμάμαι με ενάργεια (με είχε πολύ εντυπωσιάσει) την αφήγηση που μου εμπιστεύτηκε κάποτε ο λογοτέχνης και εκπαιδευτικός Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος: Είχε επισκεφθεί τον φίλο, και ας πούμε, ομότεχνό του Άγγελο Σικελιανό, στην Αίγινα. Καθισμένοι οι δύο φίλοι στο μπαλκόνι του σπιτιού, όπου έμενε ο Σικελιανός, συζητούσαν “περί ψυχής”- ο Σικελιανός αγόρευε, ευφραδής πάντοτε, και ο Παναγιωτόπουλος τον παρακολουθούσε με τον σεβασμό που απαιτούσε η έμπνευση του “Δασκάλου”.
Κάποια στιγμή στον δρόμο κάτω από το μπαλκόνι, εμφανίστηκε ένας ψαράς, με το ρηχό στρογγυλό του καλάθι κατάφορτο ψάρια, να διαλαλεί την πραμάτεια του. Ο Σικελιανός διέκοψε την “περί ψυχής” αδολεσχία* του και ο συνομιλητής του Ι.Μ.Π. πρόλαβε να ψελλίσει την απορία του: “Αυτός, εδώ τώρα ο ψαράς, τι λες Δάσκαλε, έχει ψυχή;”. Ο Σικελιανός έσκυψε λίγο για να δει πιο καθαρά την εικόνα, και απάντησε χωρίς δισταγμό στον συνομιλητή του: “Ψυχή αυτός, όχι, δεν έχει- τι να την κάνει;”.
Η επιγραμματική (σύντομη και με βεβαιότητα) απάντηση του ποιητή έχει αποτυπωθεί στη μνήμη μου και ας πέρασαν τόσα χρόνια. Διευκολύνει, ίσως(ή “φωτίζει”) τον τρόπο (αφέλεια, επιπολαιότητα, απλοϊκή έπαρση) που οι άνθρωποι της δημοσιότητας, συνήθως επηρεασμένοι, αντιμετωπίζουν ταπεινούς και καταφρονεμένους βιοπαλαιστές συνανθρώπους τους.
Σήμερα, απλοί και καταφρονεμένοι συνάνθρωποι στις “προηγμένες” κοινωνίες μας, μάλλον δεν υπάρχουν. Ακόμα και με ελάχιστη εξάσκηση σε κάποια μαστορική, χρεώνουν απίστευτες αμοιβές για ασήμαντη χειρωνακτική εργασία και πληρώνονται κατά κανόνα χωρίς να δίνουν απόδειξη. Οι άνθρωποι έχουν και παραέχουν ” ψυχή”, που αν ζούσε ο Σικελιανός θα τρόμαζε για την αρπακτική της βουλιμία.
Ένα άλλο είδος περιφρονημένων και δραματικά στερημένων ανθρώπων πληθαίνει καθημερινά, με αυξημένη, όλο και περισσότερο την εκρηκτική δυναμική του απελπισμού τους: εφημερίδες και τηλεοράσεις προβάλλουν κάθε τόσο διθυραμβικά φωτογραφίες και πανηγυρικές “δηλώσεις” όσων πρώτευσαν στις εισαγωγικές των ΑΕΙ. Αλλά αυτές οι “πρωτιές” είναι συχνά θριαμβικά κατορθώματα χρυσοπληρωμένων φροντιστηρίων και ιδιωτικών μαθημάτων, που η εμπορική τους ευφυΐα έχει επιβάλει στην ελλαδική κοινωνία τον εκπαιδευτικό πρωτογονισμό της “απομνημόνευσης”.
Εκατοντάδες χιλιάδων παιδιών στην Ελλάδα αποκλείονται κάθε χρόνο από την ανώτατη εκπαίδευση, επειδή (υγιέστατα) μειονεκτούν στην ψυχοκτόνο “απομνημόνευση”. Παίζουν τη ζωή τους κορώνα- γράμματα τρέχοντας με τα “μηχανάκια” και μεταφέροντας πίτσες, μέσα στη νύχτα, επειδή δεν έχουν λεφτά για φροντιστήριο ή επιδεξιότητα για τον φορμαλισμό της απομνημόνευσης. Ο θεσμός “των φροντιστηρίων” στην Ελλάδα (μάλλον μοναδική περίπτωση διεθνώς) είναι ίσως η ευστοχότερη μέθοδος “γενοκτονίας”: Μέθοδος για την εξαφάνιση της ιστορικής συνείδησης και της πολιτισμικής καλλιέργειας ενός λαού.
Κυριολεκτεί η λέξη “γενοκτονία”, όταν πρόκειται για σφαγή, λιμό, λοιμό ή εκπατρισμό ενός λαού. Μάλλον πρέπει να δεχτούμε ότι μία μορφή γενοκτονίας είναι και η υποκατάσταση του σχολείου από το φροντιστήριο, της γλώσσας από μία παρασημαντική χρηστικής συνεννόησης, ο περιορισμός των στόχων της σπουδής αποκλειστικά στην επαγγελματική αποκατάσταση.
Ο Ελληνισμός, ιθαγενής η απόδημος, εγχώριος ή μετανάστης, έχει χάσει, σε μεγάλο (επικίνδυνο) ποσοστό, τα στοιχεία- γνωρίσματα που του εξασφάλιζαν προνομιακή ετερότητα πολιτισμική. Ας τολμήσει, μία οποιαδήποτε κυβέρνηση, τη στατιστική καταμέτρηση: Θέλεις να είσαι Έλληνας και γιατί; Για μητρική σου γλώσσα θα διάλεγες ποτέ τα ελληνικά και με ποια αιτιολογία προτίμησης; Το σχολείο σου και τα εκπαιδευτικά του προγράμματα ανταποκρίνονται στην ανάγκη σου για ατομική και συλλογική αξιοπρέπεια; Στο οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό σου περιβάλλον πιστοποιείς την καύχηση ή ντροπή και τη δυστυχία τού να είσαι Έλληνας; Θα συμφωνούσες με τον Αριστοτέλη ότι “το να αναζητάς παντού το χρήσιμο δεν ταιριάζει στους ελεύθερους και μεγαλόψυχους ανθρώπους”- γιατί;
Ας υπήρχε τουλάχιστον στο πολιτικό πεδίο η τόλμη της δοκιμής: Να βρισκόταν ένας υπουργός Παιδείας, που να τολμούσε άλλη στρατηγική και άλλες μεθόδους στην εκπαίδευση. Να περνούσε μία ολόκληρη μέρα συζητώντας με τους μαθητές και τους δασκάλους ενός ΕΠΑΛ (επαγγελματικού Λυκείου), το βράδυ υπαίθρια συνάντηση με τους μόνιμα εξεγερμένους στα Εξάρχεια- μήπως μπορέσει να βρει άκρη για τα κίνητρα της βίας που μοιάζει να τους ηδονίζει.
Άραγε, δεν αντέταξε ποτέ κανένας στην απρόσωπη μάζα των παιδιών, που ζουν τον βανδαλισμό σαν αυταξία και ακραία ηδονή, δεν τους αντέταξε ποτέ κανείς το πανηγύρι μιας κοινής χαράς, τη γαλήνη ενός κοινωνούμενου πένθους, τους δεσμούς που υφαίνει μία τίμια συνεργασία και συμπόρευση;
Δεν έχουμε πια οι Ελληνώνυμοι, κοινούς βιωματικούς στόχους, επομένως ούτε και συντονισμό κοινωνίας των αναγκών. Ο πρωτογονισμός του εγωκεντρισμού καθορίζει τη λειτουργία θεσμών και επιδιώξεων, καθρεφτίζεται ο πρωτογονισμός εμφαντικά κυρίως στη δημόσια διοίκηση αλλά και στα εκπαιδευτικά συστήματα και επινοήματα. Η λογική των ανθρώπων της εξουσίας είναι η αυθαιρεσία του χορτάτου που απορεί: Γιατί ο συνταξιούχος πανεπιστημιακός χρειάζεται αξιοπρέπεια, “τι να την κάνει”;. Έχει το ένα πέμπτο της σύνταξης Συμβούλου Επικρατείας, αυτονόητη καταδίκη στην ισόβια πενία.
*Αδολεσχία: Πολυλογία,φλυαρία