Ιγνάτης Ψάνης
Έξι η ώρα το πρωί, αρχές Ιούλη, μόλις είχαν κλείσει τα σχολεία, απόφοιτος του Γυμνασίου Πολιχνίτου, με μία πολύχρωμη βαλίτσα, δεμένη με κάτι σπάγκους, κάθεται σε κάποια θέση του λεωφορείου για Μυτιλήνη και από εκεί για Αθήνα. Η περιπλάνηση του στον κόσμο μέχρι τότε ήταν κάτι κοντοβόλτια στη Βρισά, στο Λισβόρι, στα Βασιλικά και μια φορά που πήγανε στην Αγιάσο για ποδοσφαιρικό αγώνα και άλλη μια στη Μυτιλήνη με μια καρντάλα (μεγάλο φορτηγό) για κάποιον αγώνα μπάσκετ με το 1ο Γυμνάσιο Μυτιλήνης, αγώνα κατά τον οποίο χάσανε τα αβγά και τα πασχάλια!
Θα έκανε φροντιστήριο, για να δώσει Φιλολογία. Αποφασισμένο. Χαμένος μέσα στις σκέψεις του για το καινούργιο κεφάλαιο που άρχιζε στη ζωή του, πώς θα έφτανε στην οδό Σικελιανού στο Αιγάλεω (το σπίτι των θειων του Στρατή και Τούλας), η Αθήνα, τα φροντιστήρια, το εντατικό διάβασμα, οι εξετάσεις. Βουνό τα προβλήματα, οι έννοιες, οι ανασφάλειες, οι φόβοι. Και το βασανιστικό ερώτημα, όλων των συμμαθητών του, φυσικά: θα τα καταφέρει;
Ξαφνικά κάποιος χτυπάει το τζάμι του λεωφορείου από το δρόμο. Απορημένος, σαστισμένος βλέπει τον καθηγητή του να του κάνει νόημα επιτακτικά να κατέβει. Έτσι μόνο που ανεβοκατέβαινε το χέρι του δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια αναβολής ή σκέψης. Το πρόσωπο του φαινόταν χαρούμενο αλλά και ανήσυχο. Κατεβαίνει και..
-Ιγνάτη!
– Τέτοια ώρα; τι συμβαίνει, τί θέλετε, κύριε καθηγητά; ρωτά το παιδί.
– Επιμένεις ακόμα να δώσεις για φιλόλογος; το ρωτά αιφνιδιαστικά και χωρίς καμιά εισαγωγή.
– Μάλιστα, αλλά γιατί ρωτάτε; απορεί
– Να δώσεις για Φυσικός. Θα περάσεις σίγουρα. Θα περάσεις. Ακούς; Φυσικός, Φυσικός. Τα είπε γρήγορα, με μια ανάσα.
Έκανε εντύπωση στο παιδί το πάθος, το πείσμα. η βεβαιότητα με την οποία του μιλούσε, κοιτάζοντας το κατάματα, προσπαθώντας να το μεταπείσει για μία απόφαση ζωής. Ήταν σίγουρος πως δεν έπεφτε έξω.
Όπως ξαφνικά ήρθε, έτσι και χάθηκε σχεδόν τρέχοντας, όπως ήταν εξάλλου το φυσικό του περπάτημα.
Ήταν ο καλός μου Δάσκαλος, ο Απόστολος ο Αναγνώστου. Είχε καταλάβει το πάθος μου για τη Φυσικο-Χημεία, που το πιστοποιούσε και η απόδοσή μου.
Ας μείνει ασχολίαστη η κίνηση του Δασκάλου μου, για τα συναισθήματα που τότε ένοιωσα και που χαράχτηκαν για πάντα μέσα μου. Αδυνατώ να τα περιγράψω. Όπως και τα γράμματα που μαθαίναμε τότε, όταν ένας μαθητής μέσα σε δυο μήνες θα άλλαζε κατεύθυνση, επιστημονικό πεδίο, με πολλές ελπίδες επιτυχίας.
Χρόνια τώρα ήθελα να σου το πω, Δάσκαλε, μα προτίμησα να σου το γράψω, σαν ακόμα ένα “ευχαριστώ”. Ίσως τώρα το χρειάζεσαι περισσότερο.