Απουκριγιάτκου!  (Με λεσβιακή αποκριάτικη  ασυλία…στα λόγια.)

ΑΠΟΥΚΡΙΓΙΑΤΚΑ ΛΟΓΙΑ…ΜΙ ΤΟΥ ΣΜΠΑΘΙΟΥ-

ΤΣΙ Τ’ ΧΡΟΝ’

Βαγγέλη Χατημανώλη

 

Γειά σου λαέ ανάδιλφι

τσι καρναβαλισμένι,

λαέ… ουμουφυλόσουφι

τσι γαλαζουζαλ’σμένι.

Απ τ μια πουνάς τσι κλαίγισι,

γρινιάϊγ’ς τσι καταριέσι,

τσ απ τν άλλ’ γιλάς τσι χαίρισι

τσι καταφχαριστιέσι.

Απ τ μια βουγγάς τσι λες πους πνας,

τσ ακρίβεια εχ’ μιγάλη,

τσ απ τν άλλ’, παγαίν’ς τσι ξύνισι

στ τσουμπάν’ τη γκλίτσα πάλι…

Είσι μαζόχας φαίνιτι,

απουλαμβάν’ς τουν ρόλου σ,

ν αγκουμαχάς ν ανιστινάϊγ’ς,

τα θελ’ καλά ι κώλου σ.

Πέντι χρουνάκια συναπτά

τς γαλάζιας ιξουσίας,

μαζί τσ η κρισ απανουτά

τς Διφτέρας Παρουσίας.

Τώρα τσι μπρος θα ζγιάζουμι

ακόμα τσι ντ πουρδή μας,

εμ να σας πω, τα θέλαμι,

να πήξ καλά του γδι μας.

Του ματ ουλνών μας πια γυαλίζ,

μάς έσφξι η πείνα,

μήδι σκατό θαν απουμείν’,

μήδι τσι καβαλίνα.

Φάγαμι όσου φάγαμι,

ακόμα τσι τα ψούχλα,

τσι δω π τα λέμι, ως τσ αυτά,

τα είχι πιασ η μούχλα.

Άγριγιου πεφτ κιράτουμα,

ουλ’ έχουμι ζαλάδις,

του πστέβγατι π θα γ’νόμασταν

τς ακρίβειας κιρατάδις;

Η κρισ π μάς ήβρι, εχ’ τ μουρφή

γιρής ιπιδημίας,

θα μας ξιτνάξ καλά-καλά,

του γραφ τσ ι καζαμίας.

Ικτός απ τς σκατουπαραδιές

κι τς άλλις τς πιριπτώσεις,

εχ’ προυξινήσ τσι σουβαρές

στ ζουή μας ιπιπτώσεις.

Γι ουργανισμός εχ’ υπουστεί

πουλλές ανουμαλίις,

θ ανασταλούν τσ οι βασικές τ

ακόμα λειτουργίις.

Του άντιρου εχ’ αδρανήσ,

έσφιξι, ίδιους… βώλους,

μήδι σκατό, μήδι πουρδή

χαίριτι πια ι κώλους.

Άμα δεν τρως, άμα δεν πιν’ς,

μπιρδέβ τσ ι λουγισμός μας,

αλλάζ που λεν, καλά-καλά,

ι μιταβουλισμός μας.

Μα κείνου του χειρότιρου,

π θα πιάσουμι τουν πάτου,

είνι του σεξ, που θα μάς φερ

ουλνούς τ απάνου κάτου.

Μια λειτουργία βασική,

καθήκουν μας τσι χρέους,

κάθι αιδοίον θα τ ξιχάσ,

όπους κι κάθι πέους.

Θα νουσταλγούν του παριλθόν

τσι θ’ αλληλουβλιπόντιν,

εκ του μακρόθεν τσι τα δυο,

τσι δε θα κουντιβγόντιν.

Το’ να του άλλου θα ρουτά:

«Τι πάθαμι, για πε μι;

Ιμείς που κουντουρντίζαμι,

ζαρώσαμι τσι κλαίμι.

Πού ’νι οι γ’ όμουρφις στιγμές,

μι τς γλύκις τσι τα χάδια,

τσι τώρα τόσου πρόουρα,

γίναμι απουλ’φάδια»!

Τέτοια θα λεν καρσί-καρσί,

τα δυο, ζαμουρουμένα,

τσι διηγώντάς τα, θα κλαιν

τς ζουής τα πιρασμένα.

Μα τσ άλλα ιπακόλουθα

θαν έχουμι πουλλά,

θουλό μυαλό, του ματ θουλό,

τα πάντα μας θουλά.

Άμα θουλώσ πια του μυαλό,

πιαν’ τσι γυαλίζ του ματ,

δε λουγαριάϊγ’ς πια τίπουτα,

ι νου σ παγαίν’ στς χουρτάτ…

Ιπέρχιτι του σύνδρουμου,

αυτό που λεν τς λιγούρας,

τσι εχ’ συνιπακόλουθου

του κσουρ τς κουλουφαγούρας…

Ούλα τα καν’ς άμα σι βρει,

χουρίς αμφιβουλία,

ιπιρριπής στου κάθι τι,

τσι στην ουμουφυλία…

Του λε ιξάλλου του ρητό,

τσι φερν’ κακά μαντάτα,

«αν του στουμάχ’ ειν αδειανό

τσι τα χαμνά γιμάτα…

γίνιτι ιπικίνδυνους

ι γ’ άθρουπους σα ζλαπ,

δεν κουμαντέρνιτι καθιόλ,

δε γίνιτι πλια ζαπ»!

Του πράμα πλια παράγινι,

δεν έχουμ άλλου τράτους,

έπαθι κρισ… αλτσχάϊμερ

καλά-καλά του κράτους.

Γιαυτό τσι γω του σκέβουμι

απ ντ κρισ να ξιμπιρδέψου,

να πάρου δρόμου γλήγουρα

τσι να καλουγιρέψου.

Θα στέλνου μέσου ιντιρνέτ

μι πίκα τα χαμπάρια μ,

θα κλάνου τσι θα σας τραγδώ

ξίνουντας τα παπάρια μ:

«Θέλιτι δέντρα ανθίσιτι,

θέλιτι μαραθείτι,

μπουρμάδις,… μάς τα πρήξατι,

να πα να… γανουθείτι»!